Η θεραπευτική προσέγγιση μίας νόσου τόσο ετερογενούς, όπως είναι ο καρκίνος του μαστού, σίγουρα δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση, όσο και αν η πρόοδος της επιστήμης έχει καταστήσει εφικτή σήμερα την μακροχρόνια επιβίωση εκατομμυρίων γυναικών, που μέχρι πρότινος δεν είχαν παρά μόνο λίγους μήνες ζωής.

Οι μεγαλύτερες δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία για την πιο έγκαιρη ανίχνευση των όγκων καθώς και η ανάπτυξη μορίων που στοχεύουν πλέον όχι στην καταστροφή των καρκινικών κυττάρων, αλλά στην «εκπαίδευση» του ίδιου του ανοσοποιητικού συστήματος ενάντια στον καρκίνο, έχουν μεταβάλλει σημαντικά το τοπίο και τις προοπτικές στην ογκολογία.  

Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, πως μελέτη των ανοσοθεραπειών γίνεται αυτή τη στιγμή ακόμη και για τον ιδιαίτερα επιθετικό και με κακή πρόγνωση HER-2 θετικό καρκίνο του μαστού, ο οποίος είναι γνωστό πως αφορά μία στις πέντε γυναίκες (18-20% των περιπτώσεων) που έχουν διαγνωσθεί με τη νόσο.

Οι διαθέσιμες θεραπείες σήμερα, όμως, για αυτόν τον επιθετικό τύπο καρκίνου, είναι οι στοχευμένες αντι HER2 θεραπείες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν παρουσιάσει θεαματική εξέλιξη.

Η εξέλιξη

Ποια ήταν η πορεία των γυναικών με HER-2 θετικό καρκίνο του μαστού μέχρι σήμερα; Συνοπτικά, θα λέγαμε ότι, είχαν κακή πρόγνωση και υψηλές πιθανότητες να παρουσιάσουν υποτροπή, ακόμη και μετά την πραγματοποίηση χειρουργικής αφαίρεσης του όγκου και της μετεγχειρητικής χορήγησης χημειοθεραπείας.

Η εικόνα αυτή άλλαξε, ωστόσο, σημαντικά μέσα στην τελευταία δεκαετία, με τους εξειδικευμένους επιστήμονες να έχουν πλέον «στα χέρια»  τους πιο εξειδικευμένες θεραπείες και τη θεραπευτική προσέγγιση να έχει στραφεί προς την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που φάνηκε, μέσα από έναν μεγάλο όγκο κλινικών δεδομένων, να προσφέρει η στρατηγική των συνδυαστικών θεραπειών.

Οι προοπτικές που διανοίγουν αυτές οι εξελίξεις δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι κέντρισαν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια του φετινού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας (ESMO), που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στη Μαδρίτη, με τη συμμετοχή χιλιάδων εξειδικευμένων γιατρών από όλη την Γηραιά Ήπειρο.

Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της κορυφαίας διοργάνωσης δόθηκαν στοιχεία που αφορούσαν στη μελέτη APHINITY, για τη θεραπεία του πρώιμου HER-2 θετικού καρκίνου του μαστού, η δυσκολία στην αντιμετώπιση του οποίου έγκειται στο γεγονός ότι μπορεί μεν να αφαιρεθεί εξ’ ολοκλήρου στο χειρουργείο, αλλά ακόμη κι όταν δεν υπάρχει ορατή ανιχνεύσιμη νόσος ενδέχεται να επανεμφανιστεί και μάλιστα με μεταστάσεις.

«Αν δεν κάνουμε τίποτε σε αυτές τις γυναίκες μετά το χειρουργείο, υπάρχει σημαντικός κίνδυνος υποτροπής και ίσως και επανεμφάνιση της νόσου με μεταστάσεις και σε άλλα όργανα» ανέφερε ο ογκολόγος, κ. Γιώργος Λύπας, μιλώντας σε δημοσιογράφους στο περιθώριο του Συνεδρίου ESMO.   

Ο παραπάνω κίνδυνος, όπως εξήγησε ο ίδιος, είναι ουσιαστικά και εκείνος που καθιστά αναγκαία την συμπληρωματική παρέμβαση σε αυτή την ομάδα ασθενών έπειτα από κάθε επεμβατική πράξη, στρατηγική που είναι γνωστή ως συμπληρωματική ή επικουρική θεραπεία (adjuvant).

Η μελέτη APHINITY

Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η αξία που έχουν για την αντιμετώπιση των ασθενών τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα που «έδωσε» η APHINITY, ίσως έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι η HER2 είναι μία πρωτεΐνη που υπάρχει σε υψηλή συγκέντρωση στο εξωκυττάριο τμήμα των HER2- θετικών καρκινικών κυττάρων, καθένα εκ των οποίων διαθέτει, στην επιφάνειά του, περίπου 2 εκατομμύρια HER2 πρωτεΐνες, δηλαδή 100 φορές περισσότερες σε σχέση με ένα φυσιολογικό κύτταρο. Και είναι ακριβώς αυτή η υπερέκφραση του HER2 στην επιφάνεια του HER2-θετικού καρκινικού κυττάρου που μπορεί να προκαλέσει την ταχύτερη ανάπτυξη και διαίρεσή του.

Μέχρι το 2006 ωστόσο, οπότε και εγκρίθηκε η τραστουζουμάμπη (trastuzumab) στην επικουρική θεραπεία, οι γυναίκες μετά το χειρουργείο προχωρούσαν μόνο σε χημειοθεραπεία. Με την έγκρισή της, όμως, η φυσική ιστορία της νόσου άλλαξε, με τις γυναίκες που τη λάμβαναν να έχουν σχεδόν ίδια ευεργετικά αποτελέσματα όσο και οι γυναίκες που δεν είχαν HER2- θετικό καρκίνο μαστού.

Παρά την σημαντική ωφέλεια που προσέφερε πάντως η ουσία, η οποία και επιβεβαιώθηκε από σειρά μελετών -όπως ήταν η HERA για τη σύγκριση χημειοθεραπείας και συνδυασμού χημειοθεραπείας και τραστουζουμάμπης-  δεν έπαψε να υπάρχει και ένα ποσοστό γυναικών (24% σε βάθος δεκαετίας) που δεν απαλλάσσονταν από την υποτροπή.

«Υπήρχε άρα η ανάγκη να κάνουμε κάτι για αυτές τις γυναίκες. Και επειδή γνωρίζουμε ότι υπάρχει αυτή η πρωτεΐνη και έχει έναν μηχανισμό με τον οποίο τροφοδοτεί τα καρκινικά κύτταρα και τα κάνει ανθεκτικά στη χημειοθεραπεία και επιθετικά, αναπτύχθηκαν κάποια επιπλέον μόρια τα οποία στοχεύουν σε αυτόν τον υποδοχέα» υπογραμμίζει ο κ. Λύπας.

Ένα από τα μόρια αυτά είναι η περτουζουμάμπη (pertuzumab), η καινοτομία της οποίας έγκειται στο ότι έχοντας την ικανότητα να εμποδίζει τον υποδοχέα HER2 από το να ενωθεί με έναν άλλο υποδοχέα, τον HER3, καταφέρνει τελικά να αποτρέπει τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων. Άρα ουσιαστικά, εξηγεί ο κ. Λύπας, «έχουμε διπλό αποκλεισμό, καθώς ενώ το trastuzumab μέχρι τώρα μπλόκαρε τη δράση του HER2, πλέον με τη συγχορήγησή του με pertuzumab εμποδίζεται και η συνένωση με το HER3, που ήταν ένας άλλος τρόπος με τον οποίο τα καρκινικά κύτταρα ανέπτυσσαν αντίσταση».

Η χρήση του pertuzumab δεν ξεκίνησε πάντως από την πρώιμη νόσο, αλλά από τις ασθενείς που είχαν παρουσιάσει μετάσταση, με τα στοιχεία των μελετών μάλιστα να δείχνουν πως η συγχορήγηση pertuzumab-trastuzumab αύξανε την διάμεση επιβίωση από τους 40 στους 56 μήνες. Στη συνέχεια, δε, η αποτελεσματικότητα του συνδυασμού εξετάσθηκε και σε γυναίκες που δεν είχαν μετάσταση και στις οποίες είχε χορηγηθεί χημειοθεραπεία με στόχο να συρρικνωθεί ο όγκος.

Ένα νέο βήμα ωστόσο πραγματοποιήθηκε, το 2011, με την μελέτη APHINITY, στην οποία συμμετείχαν 4.805 γυναίκες με HER2- θετικό καρκίνο μαστού (με θετικούς ή αρνητικούς ορμονικούς υποδοχείς). Για τις ανάγκες της μελέτης, οι γυναίκες τυχαιοποιήθηκαν με κάποιες να λαμβάνουν συνδυασμό θεραπείας με pertuzumab- χημειοθεραπεία-trastuzumab και τις υπόλοιπες χημειοθεραπεία- trastuzumab και εικονικό φάρμακο.

Κύριο συμπέρασμα της APHINITY, που κάνει τους ογκολόγους ιδιαίτερα αισιόδοξους για το μέλλον, ήταν ότι οι γυναίκες που έλαβαν το συνδυασμό θεραπείας με pertuzumab είχαν μειωμένο κίνδυνο 19% να εμφανίσουν υποτροπή σε βάθος τριετίας. Περισσότερο ωφελημένες, μάλιστα, φάνηκε να είναι οι ασθενείς στις οποίες η νόσος είχε επεκταθεί στους λεμφαδένες και άρα διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να υποτροπιάσουν, αλλά και οι γυναίκες που είχαν αρνητικούς ορμονικούς υποδοχείς.

Κάτι σημαντικό που πρέπει επίσης να επισημανθεί είναι ότι η προσθήκη του νέου φαρμάκου δεν προσέθεσε σημαντική τοξικότητα, με τις συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες να περιλαμβάνουν τη διάρροια (σε 6% περισσότερες γυναίκες που έλαβαν την πειραματική θεραπεία), το ερύθημα και τη βλεννογονίτιδα.

Facebook Comments