Τα μηνύματα έρχονται από όλες τις πλευρές. Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τα υπερπλεονάσματα και την «επιστροφή» του μερίσματος στους φτωχούς, ωστόσο τα αποτελέσματα της φορομπηχτικής της πολιτικής καταγράφονται ως οι μεγαλύτεροι «κίνδυνοι» για την επόμενη ημέρα.

ΟΟΣΑ, Κομισιόν, ΔΝΤ εν χορώ υποστηρίζουν πως η πολιτική των υπερπλεονασμάτων, πρώτον δεν είναι διατηρήσιμη και δεύτερον έχει αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.

Ο ίδιος ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Χουλιαράκης, παραδέχθηκε από το βήμα της Βουλής ότι η φορομπηχτική πολιτική απέτυχε, αφού «τα φορολογικά έσοδα του 2017 ήταν κάτω από τον στόχο και η υπεραπόδοση οφείλεται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά στην απόδοση του ΕΦΚΑ». Ξέχασε, βέβαια, να αναφέρει πως το πλεόνασμα του ΕΦΚΑ οφείλεται στις υπέρογκες εισφορές επί ανύπαρκτων πλέον εισοδημάτων, αλλά και στο γεγονός ότι ο ΕΦΚΑ χρωστάει περίπου 300.000 συντάξεις και εφάπαξ, που δεν έχει αποδώσει εδώ και περίπου δύο χρόνια στους δικαιούχους. Ο ίδιος δε σημείωσε ότι «κάθε προϋπολογισμός θέτει έναν μόνο στόχο. Τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων», για να συμπληρώσει πως «για την ανάπτυξη, ο προϋπολογισμός κάνει προβλέψεις δεν βάζει στόχους».

Η κυνική ομολογία της αδιέξοδης πολιτικής αποκαλύπτει σε όλο της το μεγαλείο την έλλειψη αναπτυξιακής στόχευσης. Το μόνο για το οποίο ενδιαφέρεται το οικονομικό επιτελείο είναι «να συμπληρώσει τα κουτάκια των στόχων».

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Γκίκας Χαρδούβελης, μίλησε για «αχρείαστο ξεζούμισμα των πολιτών και της οικονομίας», αναφερόμενος στα πολύ μεγάλα πλεονάσματα του 2016, πολύ υψηλότερα των στόχων που επέβαλε το Μνημόνιο, καθώς η σκληρή δημοσιονομική πολιτική και η παραγωγή υπερ – πλεονασμάτων υποθηκεύουν το μέλλον της Οικονομίας και καθιστούν αναιμική την ελπίδα για μακροχρόνια βιώσιμη ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον ίδιο, η επαναφορά της οικονομίας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης απαιτεί επενδύσεις, ωστόσο, φιλοεπενδυτική πολιτική δεν υπάρχει, μάλλον το αντίθετο. Αυτό που παρατηρείται είναι έλλειψη αξιοπιστίας και προσπάθεια αποφυγής των μεταρρυθμίσεων, καμία προσπάθεια για μείωση της γραφειοκρατίας και αξιολόγηση στον δημόσιο τομέα, μείωση των φορολογικών συντελεστών, των ασφαλιστικών εισφορών, κανένα κίνητρο για εργασία, καμία προσπάθεια αντιστροφής στο κλίμα απο-επένδυσης.

Την ίδια εικόνα παρουσιάζει και ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του, ασκώντας σφοδρή κριτική στην πολιτική του στραγγαλισμού της οικονομίας, αλλά και τη διανομή κοινωνικού μερίσματος «στην πλάτη της ιδιωτικής οικονομίας», όπως αναφέρει. Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η διανομή, του κοινωνικού μερίσματος, αφενός στην πλάτη της ιδιωτικής οικονομίας, αφετέρου «χωρίς πρόβλεψη για κάποια φορολογική ελάφρυνση της μισθωτής εργασίας ή των επιχειρήσεων, τείνει να αντιστρατεύεται την επιδιωκόμενη και αναγκαία δυναμική ανάπτυξη. Η “αναδιανομή” προς τις ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις έχει νόημα όταν παράγεται νέος πλούτος και όχι μέσω της υπερφορολόγησης» αναφέρει.

Στο πλαίσιο αυτό, όμως, χρήζει κριτικής «η αμήχανη συναίνεση των Θεσμών στη διανομή “κοινωνικού μερίσματος” χωρίς κάποια αντισταθμιστικά μέτρα υπέρ της πραγματικής οικονομίας». Ορθώς επισημαίνει ο ΣΕΒ πως «προκαλεί ερωτηματικά για ακόμη μία φορά, ως προς την καταλληλότητα του εφαρμοζόμενου μείγματος οικονομικής πολιτικής, που ασκείται σε βάρος της βιωσιμότητας, της απασχόλησης, των ιδιωτικών επενδύσεων και των ελληνικών επιχειρήσεων». Ερωτήματα προκαλεί όμως και για τους λόγους που οι θεσμοί αποδέχονται μία πολιτική με την οποία οι ίδιοι δηλώνουν ότι διαφωνούν, αφού σε όλες τις εκθέσεις τους αναφέρουν πως η μείωση των ελλειμμάτων δεν πρέπει να προέρχεται αποκλειστικά από την υπερφορολόγηση.

Facebook Comments