Τις τελευταίες εβδομάδες, επιχειρείται η επικαλούμενη λύση του «Σκοπιανού Ζητήματος». Το δε ζήτημα, διαφαίνεται να ταλανίζει σύσσωμο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, εκθέτοντας μία σειρά από διφορούμενες απόψεις. Ως γνωστών, οι επικρατούμενες τάσεις συνοψίζονται α) σε εκείνους που δίδουν το Ελληνικό όνομα «Μακεδονία», προκειμένου να περατωθεί το θέμα και β) σε αυτούς που για διάφορους λόγους, (είτε ιστορικούς είτε εθνικιστικούς) δεν επιθυμούν να παραχωρηθεί η ονομασία, στο υβριδικό κρατίδιο των Σκοπίων.
 
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να προβάλλω και εγώ με την σειρά μου ορισμένες κρίσεις, με σκοπό την υποβοήθηση του -ουσιαστικού- δημοσίου διαλόγου.
 
Το ιστορικό του Σκοπιανού
 
Μέχρι στιγμής, υφίστανται δύο διατυπωμένες επίσημες θέσεις της χώρας μας:
Η πρώτη επίσημη απόφαση της Ελληνικής πολιτείας, επήλθε στις 13/4/1992, απορρίπτοντας το λεγόμενο ως «Πακέτο Πινέιρο» (Νόβα Μακεδονία)·δηλώνοντας ότι δεν θα γίνει αποδεκτή οιαδήποτε ονομασία, η οποία θα περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία» ή τα παράγωγα αυτού.
 
Η αναθεωρημένη απόφαση του Ελληνικού κράτους, επήλθε στις 3 Απριλίου του 2008, στην σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ. Η σύνοψη της θέσεως, ήταν η αποδοχή «σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό, η οποία θα υφίστανται για όλες χρήσεις», ήτοι erga omnes (έναντι όλων των μερών).
 
Έκτοτε, πέρα από τις διάφορες διακυμάνσεις της πρώτης περιόδου και την εφαρμογή οικονομικής αποτροπής, δια μέσου του πετρελαικού εμπάργκο ενάντια του κρατιδίου, το ζήτημα βρισκόταν υπό πλήρη διαστολή. Ουσιαστικά, αν και καταφανώς αποτελεί ένα «ήπιο ζήτημα επιλύσεως», καθώς αφενός δεν διακυβεύονται εδάφη (μήπως τελικά διακυβεύονται;) και αφετέρου δεν πραγματοποιούνται ένοπλες συγκρούσεις· ωστόσο το ζήτημα παραμένει άλυτο, σχεδόν 30 χρόνια ύστερα.
 
Επίλυση: κέρδος ή απώλεια;
 
Διαβάζοντας τα παραπάνω, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, για τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα δεν υποχωρεί, αλλά και για τις συνέπειες της «μη επίλυσης».
 
Η μέχρι πρότινος Εθνική στάση, με εξαίρεση την δραματική απόφαση του Βουκουρεστίου, αποτελούσε μία πλήρως αιτιολογημένη στάση, η οποία δε, βασιζόταν στις επιταγές των διεθνών σχέσεων. Η Ελλάδα αλλά και οιοδήποτε Εθνικό κράτος, δεν δύναται να διανοείται, να παραχωρεί κεκτημένα (είτε πολιτισμικά είτε εδαφικά), καθώς τα υπονοούμενα κεκτημένα σχηματίζουν τον πυρήνα του Κράτος και αποτελούν ζωτικής φύσεως ζητήματα. Ουσιαστικά, αν ένα κράτος απωλέσει ένα από τα κεκτημένα του, παύει να έχει ισχύ, άρα παύει και να υφίσταται.
 
Βασικές επιταγές, της ρεαλιστικής θεωρίας των διεθνών σχέσεων, αποτελούν α) ο προεξέχοντας ρόλος της ισχύος, ως βασικός παράγοντας για την εξασφάλιση της επιβίωσης των κρατών και β) η λήψη των αποφάσεων, η οποία οφείλει να βασίζεται στον μοντέλο του ορθολογικού δρώντα, δηλαδή με αυτό που επιτάσσει το Εθνικό Συμφέρον (Morgenthau).
 
Τα ανωτέρω συστατικά στοιχεία, αποτελούν αδιαπραγμάτευτα τεκμήρια για την ύπαρξη ενός Κράτους, το οποίο επιθυμεί να υφίσταται αλλά και να έχει ισχύς. Το «Σκοπιανό Ζήτημα» προσκρούει ακριβώς, στις παραπάνω επιταγές. Το πραγματικό διακύβευμα, δεν συνοψίζεται, στο αν θα πρέπει να δοθεί το όνομα της «Μακεδονίας», αλλά στο:
 
«Για ποιόν λόγο το θέλουν;»
 
και δευτερευούσης, στο:
 
«Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις, αν το δώσουμε και ποιες, αν δεν το δώσουμε;».
 
Αξιολόγηση των επιπτώσεων
 
Στο σημείο αυτό, η αξιολόγηση των εκτιμώμενων επιπτώσεων, κρίνεται ως αδήριτη ανάγκη. Οι βασικές επιπτώσεις, της μη επιλύσεως του ζητήματος, συνοψίζονται ως εξής:
 
Αρνητικές επιπτώσεις για την Ελλάδα
-Οι Σκοπιανοί θα συνεχίσουν να αυτοαποκαλούνται ως «Μακεδόνες».
-Ενδεχομένως, το κρατίδιο να αναγνωρισθεί ως «Μακεδονία» από το σύνολο της Διεθνής Κοινότητας.
-Οι σχέσεις Ελλάδας-Σκοπίων, θα βρεθούν στο χείριστο σημείο, που ενδεχομένως θα οδηγήσουν στην περαιτέρω ένταση της τριβής (σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο).
-Η Ελλάδα, θα έχει «ένα ακόμη Εθνικό Ζήτημα» ανοιχτό, ενώπιον της Διεθνούς Κοινότητας.
-Πιθανολογείται, η στενή προσέγγιση από άλλα εχθρικά κράτη, με σκοπό την συσπείρωση και τον γεωγραφικό εγκλεισμό της χώρας μας.
 
Αρνητικές επιπτώσεις για τα Σκόπια
-Δεν θα αναγνωρισθεί από το πιο ισχυρό κράτος της περιοχής. Το μοναδικό κράτος, που είναι μέλος-κράτος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, με άριστες σχέσεις με τις Η.Π.Α., το Ισραήλ και την Μέση Ανατολή.
-Δεν πρόκειται ΠΟΤΕ, να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε και στο ΝΑΤΟ. Οι άμεσες συνέπειες αυτού, θα είναι η μη ουσιαστική αναγνώριση του κρατιδίου και η αύξηση του κινδύνου διάλυσης· καθώς καραδοκεί η Αλβανία, ρέποντας προς νέα «Κοσοβοποίηση» της περιοχής.
-Μελλοντικά, θα προκύψουν ζωτικής φύσεως ζητήματα, καθώς η οικονομία του Κρατιδίου είναι αδύναμη και σε ενδεχόμενη παύση της Αμερικανικής βοήθειας (για διάφορους λόγους) θα οδηγούσε στην οικονομική του κατάρρευση· άρα και στην ουσιαστική διάλυση του.
-Σε ενδεχόμενη επιθετική ενέργεια (από την Αλβανία) θα απέλαυνε εδαφικών μερών, καθώς είναι αναμφίβολο αν οι Η.Π.Α., θα θυσίαζαν έμψυχο δυναμικό, προκειμένου να διασώσουν ένα Κρατίδιο· με περιορισμένες επιχειρησιακές δυνατότητες. Εφόσον, η Ελλάδα και η Αλβανία είναι στο ΝΑΤΟ, τα Σκόπια δεν προσφέρουν σημαντικότερες δυνατότητες, από τις δύο χώρες, για τις Η.Π.Α.
-Σε πιθανή αξιολόγηση προτεραιοτήτων, δεν είναι βέβαιο ότι οι Η.Π.Α., θα εξακολουθήσουν να προσφέρουν τα σημαντικά οικονομικά κονδύλια, τα οποία συνοδεύονται και από την κάλυψη, που προσφέρουν στο κρατίδιο, για την προστασία του.
 
Επιπτώσεις σε περίπτωση υποχώρησης της Ελλάδας
 
Όπως καθίσταται σαφές, από την ανωτέρω διαδικασία, για την χώρα μας δεν διακυβεύονται ιδιαιτέρως ζωτικής φύσεως ζητήματα. Εν αντιθέσει, τα διλήμματα για τα Σκόπια είναι τόσο σπουδαία, που αγγίζουν ζωτικά και υπαρξιακά ζητήματα. Έστω, και σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο.
 
Η υποχώρηση και αποδοχή του ονόματος «Μακεδονία», δεν θα πρέπει να επιτραπεί από το Ελληνικό κράτος και δη στις συνημμένες συγκυρίες. Τα Σκόπια, βρίσκονται σε σημείο καμπής, καθώς γνωρίζουν -αρτίως- ότι η αδυναμία ένταξης τους, στο ΝΑΤΟ και εν συνεχεία στην Ε.Ε., θα κυρώσει τελεσίδικα την επερχόμενη διάλυση του Κρατιδίου· που στην καλύτερη περίπτωση θα είναι διχοτόμηση ή και τριχοτόμηση. Η σημερινή Αμερικανική διοίκηση, θέλοντας πλήρως να εξυπηρετήσει τα εθνικά της συμφέροντα (να μειώσει τα κονδύλια που προσφέρει στην Άμυνα των Σκοπίων και να επιφορτωθεί με αυτά το ΝΑΤΟ, άρα και η Ελλάδα), επιθυμεί την άμεση διευθέτηση του ζητήματος. Το ίδιο ακριβώς, οφείλει να επιθυμεί και η χώρα μας. Και όχι επειδή, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, διοχετεύει τα δήθεν «διπλωματικά κεφάλαια» της χώρας, αλλά επειδή η χώρα μας αποτελεί ένα σύγχρονο κράτος, που επιθυμεί ηρεμία και σταθερότητα στην περιοχή.
 
Ωστόσο, η λύση αυτή, δεν δύναται και δεν πρέπει να επιτρέψουμε, να λήξει εις βάρος των Εθνικών μας συμφερόντων. Εν τέλει, στην σπάνια περίπτωση, που υφίσταται ξεκάθαρη και ετεροβαρής για την χώρα μας, ισχύς, δεν θα πρέπει να παίξουμε τον «χρήσιμο ηλίθιο». Εφόσον, τα Σκόπια σταθμίζουν τις επιπτώσεις αυτές, ας επιλέξουν την μακροβιότητα τους, έναντι των αλυτρωτικών τους επιδιώξεων. Για την Ελλάδα, δεν θα υπάρχει κάποια σημαντική επίπτωση, αν δεν επιλυθεί το ζήτημα. Τα Σκόπια, εμπαίζουν με την ακεραιότητα τους.
 
Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα δεν προσφέρεται ούτε για εσωτερική κατανάλωση, ούτε για εθνικιστικές κορώνες αλλά θα πρέπει να το διαχειριστούμε, με στρατηγική συνέπεια. Και για να τα καταφέρουμε, οφείλουμε να ζυγίσουμε προηγούμενως, τις ακριβείς επιπτώσεις.
 
Εις το διακύβευμα της «μη επίλυσης ή μίας κακής λύσης», οφείλουμε να επιλέξουμε την μη επίλυση. Τα πολιτισμικά κεκτημένα, δεν μπορούν να εμπαίζονται, ούτε και να χαρίζονται.
 
Τα τετελεσμένα, με υπογραφή της χώρα μας θα οδηγήσουν σε Ιστορική διολίσθηση και θα «ανοίξουν» διάφορες ορέξεις, για τα υπόλοιπα Εθνικά ζητήματα.
 
Άραγε, τι θα σχεδιάσουν οι απέναντι (Τουρκία και Αλβανία), όταν θα δούν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να επιβληθεί, δια της ισχύος, σε ένα μικροσκοπικό κρατίδιο;

 

Facebook Comments