Τελευταία πιπεράτη ανακάλυψη των δημοσιογράφων αποτελεί η εξομολόγηση διάσημων ηθοποιών, πως υπήρξαν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης. Κάποιες από αυτές τις δηλώσεις προκάλεσαν μέχρι και την παρέμβαση της Υπουργού Πολιτισμού της Σουηδίας.

Μας παρουσιάζεται ως μία αβίαστη διατύπωση, αφού το χρονικό διάστημα από το αναφερθέν συμβάν είναι εύλογο, για να μην θίξει άμεσα την προσωπικότητά τους και τις δικές τους κατοχυρωμένες πλέον καριέρες. Γιατί όμως τώρα;

Γιατί, σε μια τόσο απελευθερωμένη, τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι έτη, δυτική κοινωνία, μπορεί και γίνεται «θέμα» μια τέτοια πληροφορία, μια τέτοια εξομολόγηση, που φαίνεται να συγκλονίζει τη ξαφνιασμένη κοινή γνώμη και μπορεί ακόμα και να τρίξει τα θεμέλια της καριέρας των θυτών.

Αν κάτι τέτοιο γινόταν την ίδια χρονική περίοδο με το καταγγελθέν συμβάν, θα μπορούσε κάλλιστα να σκεφτεί κάποιος, πως εκτός από την απόγνωση του θύματος, κίνητρο αυτής της αποκάλυψης μπορεί να ήταν η κατάληξή της σε μία κεκαλυμμένη αποκατάσταση, σπάνια στο πλαίσιο της δικαιοσύνης, συχνότερα  όμως, στο στενό πεδίο μιας χρηματικής αποζημίωσης.

Θα μπορούσαμε, λοιπόν, τώρα να αναρωτηθούμε μήπως το ντόμινο των αποκαλύψεων, είναι μία νέα μορφή επιδερμικής ευαισθησίας;

Η κοινωνία αντιδρά αντανακλαστικά: καταιγισμός αρνητικών σχόλιων που οδηγούν τον θύτη, είτε να χάσει την νέα του δουλειά, είτε να δηλώσει, τώρα, το ψυχολογικό του έρεισμα, τραύμα, αδυναμία, που θα του προσφέρει ένα μανδύα συγχώρεσης ή τουλάχιστον δικαιολογίας.

Πέρα από τις αναμενόμενες αντιδράσεις που καλύπτουν ένα φάσμα, όπως αυτό ορίζεται σε φυσιολογικά όρια από την δεδομένη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνεχίζει να προξενεί απορία, η παροξυμμένη αντίδραση της κοινής γνώμης που δυστυχώς, δίνει την εντύπωση πως πρώτη φορά ακούει πως λαμβάνουν χώρα τέτοια περιστατικά. Και θα επιμείνω σε αυτά.

Η ξαφνική αντίδραση στην ιδέα της σεξουαλικής παρενόχλησης, από άτομα εξουσίας, διάσημους και αναγνωρίσιμους άνδρες, που καταπίεζαν γυναίκες στις ορέξεις τους, με τη δύναμη της θέσης που  κατείχαν, της απειλής και του εκβιασμού, φαίνεται τουλάχιστον υποκριτική. Όταν, όμως, η απλή γυναίκα της διπλανής πόρτας στιγματίζεται από την ίδια, αυτή, «ευαίσθητη» κοινωνία, όταν καταγγέλλεται κάτι ανάλογο για τον γείτονά της, το γιατρό της, το αφεντικό της μπάμπ στην οποία δουλεύει, δεν παύει παρά να είναι υποκριτικό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ατύπως, επικρατεί η άποψη πως για να γίνει κάτι τέτοιο, θα υπήρχε πρόκληση και από το ίδιο το θύμα. Αυτό έδειξαν αρκετές αποφάσεις μικτών ορκωτών δικαστηρίων (με ενόρκους) σε όλο τον κόσμο, όπου το θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης, ακόμα και στην περίπτωση επιβεβαιωμένου βιασμού στοχοποιείται ως και ηθικός αυτουργός του ποινικού αδικήματος που επιτελέσθηκε.

Ας γυρίσουμε όμως τα μάτια μας στη βιτρίνα.

Η ίδια κοινωνία είναι αυτή που επιζητεί, σε κάθε είδος θεάματος – τηλεοπτικά σόου, σήριαλ, εκπομπές, κινηματογράφο, θέατρο, συναυλίες, αθλητισμό, διαφήμιση, τύπο – να βρίσκεται στο επίκεντρο η γυμνή ομορφιά ή τουλάχιστον να υπονοείται. Κάθε γυναικεία παρουσία, οφείλει να κλείνει το μάτι στο γενετήσιο ένστικτο του θεατή-πελάτη.

Σαφώς, εάν ρωτήσετε τους πολίτες: «Πιστεύετε πως η κοινωνία μας πρέπει να είναι η φωνή της ελευθερίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών και να εργάζεται υπέρ της προστασίας τους έναντι κάθε είδους βίας και παρενόχλησης προερχομένης από την γενετήσια φύση τους;» μετά βεβαιότητας, το 80-90% εκ των ερωτηθέντων, θα σας απαντήσει: Ναι, το πιστεύω, είναι σωστό». Αν ρωτήσετε για την χρήση μαντίλας, που μάλιστα προέρχεται από θρησκευτική επιλογή, πάλι θα ξεσηκωθούν φωνές αντιδράσεων για την προστασία των δικαιωμάτων της γυναίκας. Η γυμνή της αφίσας, δεν προσβάλλει καθόλου τα ίδια δικαιώματα… Αυτά μένοντας στη βιτρίνα.

Ας περάσουμε όμως πίσω από τις «θεατρικές κουρτίνες». Στα παρασκήνια, λοιπόν, στοιβάζονται πλήθος περιστατικών υποσιτισμένων κοριτσιών, που προσπαθούν να συμβαδίσουν με το πρότυπο της απόλυτα ποθητής γυναίκας, δημοσιεύονται, προς εφήμερη επιβεβαίωση, σέλφι γυναικών κάθε ηλικίας, που υιοθετούν σεξιστικές στάσεις που το μόνο που επιβεβαιώνουν είναι η έλλειψη οποιασδήποτε άλλης αυτοπεποίθησης, παρά μόνο εκείνης που προέρχεται από την εξωτερική τους εμφάνιση.

Είναι προφανές, πως αυτό έχει περάσει υποσυνείδητα στα παιδιά, από τη μικρή τους ηλικία κι αυτό σημαίνει πως προϋπάρχει ήδη στην νοοτροπία των γονέων τους και επιτοκίζεται από το περιβάλλον, στο οποίο αναπτύσσονται. Οι γυναίκες γνωρίζουν πως πρέπει να σαγηνέψουν, για να πείσουν τον πατέρα τους για ένα επιπλέον παγωτό, αλλά και το νέο του αφεντικό για ένα καλύτερο πόστο, τον διευθυντή τους για μια προαγωγή και πόσο μάλλον τον αυριανό τους σύζυγο, για έναν «καλό» γάμο. Με αυτούς τους όρους, το παιχνίδι μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να αλλάξει ροπή και η υποτιθέμενη σαγήνη, γίνεται μπούμερανγκ και αντί να την αναδεικνύει, την καταπιέζει και την υποτάσσει στις ορέξεις, στις οποίες η ίδια, ίσως αρχικά και να έχει ποντάρει. Η συνεχής χρήση αυτής της μεθόδου, συνεπαίρνει και όσες γυναίκες δεν την χρησιμοποιούν και δημιουργείται ένα περιβάλλον μπούλιγκ, σε περίπτωση που δεν υποταχθούν σε σεξουαλικές απαιτήσεις, που έχουν ξεχειλώσει, ακριβώς γιατί οι άνδρες, έχουν ήδη συνηθίσει να δρουν έτσι, σύμφωνα με το πρότυπο του ισχυρού άνδρα.

Εικόνες και πρότυπα που δημιουργούνται, είναι σίγουρα κατασκευασμένα για να ικανοποιούν μια ολόκληρη οικονομική αγορά και να διαμορφώνουν συγκεκριμένους κοινωνικούς ρόλους. Σε αυτό το πλαίσιο, η σύγχρονη γυναίκα παγιδεύεται στο πρότυπο της τέλειας, όμορφης, ποθητής και τελευταία και πετυχημένης. Στο σημείο αυτό συνδυάζονται και ουσιαστικά ίσως και μπερδεύονται τρία διαφορετικά μοντέλα: της παλιάς μητριαρχικής οικογένειας -που η γυναίκα έχει το ρόλο της, ως σύζυγος και ως μητέρα- αυτό της νέας μητριαρχικής οικογένειας -που συνήθως είναι και μονογονεϊκή, ζητώντας από την γυναίκα να συντηρεί μόνη της οικονομικά αυτή την οικογένεια- αλλά και αυτό της γυναίκας που ζει μόνη, υιοθετώντας ένα πιο ανδροπρεπές προφίλ (από το ντύσιμό της, την κοινωνική της ζωή, κτλ).

Η αλήθεια είναι πως τα κενά που δημιουργούνται ανάμεσα σε αυτά τα προαναφερόμενα μοντέλα, είναι αρκετά μεγάλα για να υπάρχουν αδυναμίες. Αδυναμίες που οδηγούν σε αδιέξοδα. Ρίχνοντας μια ματιά στα παρασκήνια, σε ένα παράπλευρο σύστημα -που δρα σε κάθε κοινωνικό επίπεδο και που θα μπορούσαμε να το αναφέρουμε ως dark system- επαγγελματικές «δοσοληψίες», «ψυχαγωγία» και προσωπική «ευτυχία», στηρίζονται καθαρά και απροκάλυπτα στην  εκπόρνευση των γυναικών.

Είναι αρκετά τα πεδία των αντιδράσεων που η ίδια η κοινωνία μπορεί και να χλευάσει αντί να υποστηρίξει. Δεν προκαλεί εντύπωση η αναγγελία μιας διαδήλωσης, που χαρακτηρίστηκε από μόνη της ως φεμινιστική, αλλά με το κείμενο που την συνόδευε, θα μπορούσε να μην ήταν τόσο περιχαρακωμένη, αλλά απόλυτα ρεαλιστική! Το κείμενο (που σας επισυνάπτω) αναδύει –και καλώς κάνει- την δυσοσμία της αγανάκτησης, από αυτό το στημένο παιχνίδι που οδηγεί τις «ιδρωμένες παίχτριες» σε ένα αδιέξοδο, αφού δεν ξέρουν πού πρέπει να βάζουν καλάθια και ίσως οδηγούνται και σε λάθος συμπεριφορές. Μια αγανάκτηση που πηγάζει από έναν άνθρωπο, που θέλει να ζει εκτός προτύπων.

Η κοινωνία αυτό το γνωρίζει. Αφού εκείνη το θρέφει. Για το λόγο αυτό θεωρώ πως η αντίδραση στην ανακοίνωση της σεξουαλικής παρενόχλησης των συγκεκριμένων ηθοποιών, είναι υπερβολική, αν όχι υποκριτική. Η αντίδραση έπρεπε να ενεργοποιήσει την κοινωνική μας ευαισθησία στο να στηθούν καλύτερα θεμέλια παιδείας. Αυτό συνάδει, με το ποια κοινωνία θέλουμε, ποιους ρόλους αναδεικνύουμε και ποια είναι η συνδεσιμότητα μεταξύ τους. Αλλά κι αυτό θα ξεχαστεί, όσο τρέχουν νέοι τίτλοι ειδήσεων. Συνηθίζοντας, κιόλας, να ακούμε τέτοιου είδους ειδήσεις, εθιζόμαστε στο ότι ίσως είναι και φυσιολογικό. Θα θυμίσω, πάλι, πως η συνήθεια συνδυάζεται και με το έθος-ήθος, με το οποίο θέλουμε να χαρακτηριζόμαστε.

Σαφώς δεχόμαστε, πως πάντα θα υπάρχει ένα σαθρό κομμάτι στη λειτουργία μιας κοινωνίας και πως θα προέρχεται μια δυσωδία από κάθε τί σάπιο. Το να θεωρείται το σάπιο η εξαίρεση στο κανόνα και όχι ως ένα από τα εκλεκτότερα κομμάτια της κοινωνίας (ωσάν άλλο κοινωνικό «μπλέ τυρί»), απέχει πολύ.  Η βάση στην οποία συντηρείται και τελικώς επικρατεί αυτό το ισχυρό παρασύστημα, ονομάζεται κοινωνική ανοχή. Αν αλλάξουμε το αρχικό φωνήεν έχουμε και την ετυμηγορία. Κοινωνική ενοχή.

Facebook Comments