Το ογκώδες συλλαλητήριο για το Μακεδονικό, που έγινε στη Θεσσαλονίκη την περασμένη Κυριακή, δεν αλλάζει μόνον τα δεδομένα για την πορεία των διαπραγματεύσεων για την ονομασία του γειτονικού κράτους. Μπορεί να αποδειχθεί καταλύτης για τις ευρύτερες εξελίξεις, ακόμα και τις πολιτικο-οικονομικές, καθώς είναι προφανές ότι κάτι αρχίζει να αλλάζει δραστικά στον τρόπο με τον οποίον αντιδρά η ελληνική κοινωνία. Η εκτίμηση αρκετών αναλυτών, όπως κι η δική μου, είναι ότι το ξέσπασμα της Θεσσαλονίκης δεν έγινε μόνον για το εθνικό ζήτημα, που ασφαλώς το πυροδότησε. Υπήρξε εν πολλοίς η αφορμή για έναν γενικευμένο ξεσηκωμό Ελλήνων, που αισθάνονται ταπεινωμένοι, καταπιεσμένοι, εξαντλημένοι από την συνεχιζόμενη κοινωνική, οικονομική, πολιτική αλλά κι εθνική δοκιμασία, που διέρχεται ο τόπος, ιδίως την τελευταία 8ετίαν.

Το σημαντικό νέο στοιχείο, που υπεισέρχεται στην πολιτική κι οικονομική ανάλυση είναι ότι το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, που αναμφίβολα το πολιτικό σύστημα, κι ιδίως η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, υποτίμησε, υπήρξε μια μεγάλη ήττα για το κυβερνών κόμμα και προσωπικά για τον ίδιον τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Και τούτο διότι δέχτηκε ηχηρή αποδοκιμασία από τον προνομιακό για τον ίδιον και την Αριστερά χώρο, που υπήρξε επί σειράν ετών οι δρόμοι, οι πλατείες, τα πεζοδρόμια. Το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2010 εξετράφη στις διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια, των «Αγανακτισμένων» και των «Δεν Πληρώνω» στο Σύνταγμα κι αλλού. Αυτές οι κινητοποιήσεις, η λαϊκή αγανάκτηση, η κοινωνική αντίδραση, που ενίσχυσε και θέριεψε εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί πλέον να γυρίσει εις βάρος του. Καθώς πλέον η Αριστερά δεν έχει την αποκλειστικότητα της αγωνιστικής κινητοποίησης και της λαϊκής αγωνιστικότητας. Αντίθετα, φαίνεται ότι ο απλός πολίτης, που από το 2015 έδειχνε σαν να πάσχει από συλλογική λοβοτομή, ξύπνησε κι αντέδρασε, έστω και με τον τρόπο που το έκανε στην Θεσσαλονίκη. Συνεπώς, αυτά τα συλλαλητήρια, μπορεί να αποδειχθούν καταλύτης ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων. Σε πρώτη φάση, εκτιμάμε ότι θα υποχρεώσουν τον κ. Τσίπρα και την κυβέρνηση του σε μια νέα κυβίστηση στο Σκοπιανό ενώ δεν αποκλείεται να φέρουν γρηγορότερα η κι αργότερα τις εκλογές, αν ο πρωθυπουργός διαπιστώσει ότι κινδυνεύει να υποστεί βαριά εκλογική ήττα.

Εκ των πραγμάτων ανατρέπει και το βασικό οικονομικό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει, περί δήθεν «καθαρής εξόδου» από τα Μνημόνια, τον Αύγουστο 2018. Αυτό ολοένα και περισσότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος κι ο αναπληρωτής του Γ. Χουλιαράκης, που έφθασε μέχρι του σημείου να επιδοκιμάσει τα μνημόνια, διότι έσωσαν την Ελλάδα από την χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη, υποβαθμίζουν τις τυμπανοκρουσίες κάποιων ελαφρόμυαλων στελεχών του κυβερνώντος κόμματος, που ισχυρίζονταν ότι δήθεν μετά τον Αύγουστο θα ανοίξουν οι κρουνοί του ουρανού και θα ρέει άφθονο το χρήμα στην κοινωνία.

Αλλά κι από ευρωπαϊκής πλευράς, οι διθύραμβοι υπέρ της ελληνικής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, δείχνουν να ξεθωριάζουν. Ολοένα και περισσότεροι, όπως ο τέως πρόεδρος του Eurogroup Τόμας Βίζερ, μιλούν για προληπτική γραμμή στήριξης ενώ κύκλοι της Κομισιόν επιμένουν σε «υβριδικό μνημόνιο». Ακόμα κι ο νέος πρόεδρος του Eurogroup Σεντένο αναγκάστηκε δημοσίως να παραδεχτεί ότι είναι θέμα της Ελλάδας να ζητήσει να υπάρξει «πιστοληπτική γραμμή στήριξης», που εκ των πραγμάτων θα αποτελεί ένα νέο μνημόνιο, έστω και με κάποιες διαφορετικές διατυπώσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Πιέρ Μοσκοβισί αλλά κι άλλοι κορυφαίοι παράγοντες έχουν προειδοποιήσει ότι η αυστηρή εποπτεία της Ελλάδας θα συνεχισθεί μέχρι να πληρώσει το 75% του χρέους της και πάντως μέχρι το 2069.

Κομβικό σημείο στις εξελίξεις αναμένεται να παίξει κι η παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Ήδη, ενώ μέχρι τώρα από κυβερνητικούς κύκλους διοχετευόταν η αισιοδοξία ότι θα πείσουν τους δανειστές να δεχθούν αναβολή της νέας, μεγάλης περικοπής των συντάξεων από το 2019, τώρα ο υπουργός Οικονομικών αναγκάζεται να παραδεχθεί ότι θα έρθει ένα χρόνο νωρίτερα η μείωση του αφορολογήτου, δεδομένου ότι ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί διαδοχικά από τώρα μέχρι το 2022. Υπό τις συνθήκες αυτές, η κατ’ αρχήν έγκριση του Eurogroup για την (αναμενόμενη) ολοκλήρωση της γ’ αξιολόγησης, πολύ μικρή αξία έχει. Το σημαντικό είναι ότι η καθημερινότητα του Έλληνα πολίτη είναι και παραμένει εξαιρετικά δύσκολη.

Facebook Comments