Λένε πως όσο γερνάει ο άνθρωπος κονταίνει. Χθες ο Μίκης Θεοδωράκης μας απέδειξε ακριβώς το αντίθετο. Ο Μίκης Θεοδωράκης κατάφερε χθες, στα 92 να πετάξει πραγματικό μπόι.

Θυμάμαι, τότε στην εφηβεία μου, είχα αρχίσει σιγά σιγά να διαβάζω την αυτοβιογραφία του “Ο δρόμος του αρχαγγέλου”. Μπορώ να πώ πως ακόμη, χρόνια μετά, θυμάμαι κάθε γραμμή της. Σαν να την έκανα ένα με εμένα. Θυμάμαι, μια χαρακτηριστική της σκηνή  Περιέγραφε την αναχώρηση του καραβιού για την εξορία της Μακρονήσου. «Έξω, έκλαιγαν οι μάνες, οι συγγενείς, μα εμείς ήμασταν σε έξαψη καθώς σαλπάραμε με σκοπό να τρυπήσουμε τον ορίζοντα». Τι ιδιαίτερα χρόνια! Γι’ αυτό δεν μίσησαν τους βασανιστές τους. Είναι συγκλονιστικό αυτό! Τους θεωρούσαν μέρος της ηρωικής τους φύσης, του δικού «τους» παιχνιδιού με τον φόβο. Αν δεν υπήρχαν εκείνοι, «οι μικροί», πώς θα άπλωναν τα δικά τους ακραία «άφοβα» εκείνοι; Με ποιον θα εξασφάλιζαν την  αναμέτρηση της ιστορίας;

Ο Μίκης ήταν από αυτούς τους αριστερούς, που έγραψαν ιστορία με την εξορία τους. Την ίδια ιστορία με εκείνους τους δεξιούς, που θυσιάστηκαν από κάτι δήθεν αριστερούς προς “δικαίωση”, ή για να κερδίσουν ένα κομμάτι φήμης και ιστορίας. Και χθες δικαίωσε τους απανταχού Έλληνες.
 
Ναι τους δικαίωσε. Ένας αριστερός κατάφερε μέσα σε λίγες λέξεις, να αποδομήσει μια “αριστερή κυβέρνηση”. Και ξέρω αυτό πονάει πιο πολύ από όλα. Όταν ο ίδιος σου ο εμπνευστής, ο ίδιος σου ο πατέρας, η ίδια σου ιστορία, σου δίνει ένα χαστούκι, για να πέσεις κάτω. Για να σταματήσεις να κάνεις πια κακό. Για να σώσει τη πατρίδα, που ο ίδιος, ότι και να λέτε αγαπάει πραγματικά, και το έχει αποδείξει.
 
Είμαι 30, και έχω δει τον Μίκη Θεοδωράκη, να ταρακουνάει ολόκληρα στάδια. Είτε με τον μυθικό Ζορμπά, είτε με το “Ένα το χελιδόνι” και να χτυπάνε σαν τρελές οι καρδιές και να πορώνονται οι θεατές και να γίνονται ένα, με τον συνθέτη.
 
Ο Θεοδωράκης όμως, ανέκαθεν με την  μουσική του και την παιδεία του, πάντα κατέθετε και την πολιτική του άποψη. Ήταν πάντα σαν τρόπο που διεύθυνε την ορχήστρα του, πληθωρική.
 
Και εκεί κάπου στα τελευταία του χρόνια, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο Μίκης Θεοδωράκης δημιουργεί την “Σπίθα” το πολίτικο του παιδί, και κάπως έτσι, μας εμφανίζει και τον εγγονό του, που είναι ίδιο εκείνος, ταυτόχρονα όμως μας εμφανίζει  και μια πολιτική οργάνωση το πολιτικό του “παραπαίδι”, που πολλοί πίστευαν ότι θα είναι και η τελευταία του πολιτική τοποθέτηση.
 
Κάπου εκεί, ένιωσα θυμό απέναντι στον Μίκη. Πως γινόταν να έχει γίνει τόσο κοντόφθαλμος σκέφτηκα. Για ποιες “γερμανικές μπότες” μιλάει;  Τι ευκολίες; Οι ξένοι «οι κακοί», εμείς «οι καλοί» και κατατρεγμένοι. Γιατί αβαντάρει τόσο τον Τσίπρα, σαν να είναι το μικρό του, καλομαθημένο παιδί; Πώς ξαφνικά, ένας άνθρωπος με την παιδεία του Μίκη, έγινε τόσο λαϊκιστής; Πώς γίνεται να διδάσκει αυτός ο τιτάνας, στο εγγόνι του τον λαϊκισμό και την ψευτιά; Γιατί ένας τεράστιος άνθρωπος αποφάσισε να κάνει τη ζωή του εγγονιού του μικρή και δύσκολη.
 
Απογοητεύτηκα, απογοητεύτηκα πολύ.
 
Χθες όταν τον είδα, να τον οδηγούν προς την εξέδρα, σκέφτηκα με την ειρωνεία που διακατέχει, μα αυτός ο άνθρωπος δεν χόρτασε πια δόξα; Γιατί θα πρέπει να ακούσω πάλι για τις “γερμανικές μπότες” τις δικές του και τις Περιστέρας και τι κάνει αυτός ο άνθρωπος μέσα σε τόσους φασίστες, δεξιούς, φιλελεύθερους, αφού κάθε φορά μας τρίβει την “αριστερίλα” του στη μούρη μας; 
 
Ο Μίκης εχθές, όμως έγινε και πάλι ο αρχάγγελος που άπλωσε τα φτερά του από πάνω μας  “Ναι, είμαι πατριώτης διεθνιστής και συνάμα περιφρονώ και μάχομαι τον φασισμό σε όλες του τις μορφές και προπαντός στην πιο πολύ απατηλή και επικίνδυνη μορφή, την αριστερόστροφη, σαν αυτή με τις ομαδούλες των εξτρεμιστών που είναι σκέτοι δειλοί τρομοκράτες, σαν αυτή των μειοψηφιών που μας κυβερνούν και καταστρέφουν τη χώρα μας, οχυρωμένοι πίσω από τις εκλογικές αλχημείες των πολιτικών που είναι θλιβερές αποφύσεις ενός συστήματος που μας δαγκώνει και μας πονά επειδή πεθαίνει και το ξέρει και για αυτό είναι ακόμα πιο επικίνδυνο”. 
 
Χθες ο Μίκης, έγινε και πάλι ο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ. Μεγάλωσε και πάλι στα μάτια μας, και στις καρδιές μας.
 
Και ναι, ίσως η εικόνα να μιλάει ο Θεοδωράκης, και απο κάτω ο φασίστας Κασιδιάρης να του φωνάζει “Μίκη, αλλάζεις την ιστορία” , να ήταν σουρεάλ. Αλλά νομίζω την απάντηση, του την έδωσε από μόνος του, ο ίδιος ο Θεοδωράκης, όπου στην αρχή του λόγου του, είπε ” Αδέρφια μου, φασίστες, ρατσιστές”, ειρωνικά. Όχι όσο και να προσπαθείτε, ποτέ ο Μίκης δεν θα γίνει ούτε φασίστας, ούτε  ρατσιστής και το έχει αποδείξει με την ιστορία του, η οποία είναι τόσο μεγάλη όσο και το μπόι του. 
 
Μένω στην εικόνα, όπου κληρικός ασπάστηκε το χέρι του, για εμένα αυτή εικόνα είχε να πει πολλά. 
 
Όσο μελάνι και να καταναλώσουμε, ο Μίκης χθες απέδειξε με όλη τη σημασία της φράσης “πως τα στερνά τιμούν τα πρώτα”, ίσως το τέλος της ιστορίας του να είναι κάπου εδώ. Και ναι ήταν τόσο λαμπρό, όσο και ολόκληρη η ιστορία του.

 

Facebook Comments