Ο ομογενής καθηγητής οικονομικών και «παρ’όλίγον» ΥΠΟΙΚ μιλά στον Κωνσταντίνο Μπογδάνο και προτείνει μια στρατηγική τριών σημείων για το χρέος και την ανάπτυξη.

Η ελληνική οικονομία έχει κάνει τεράστια βήματα τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια. Κάτ’αρχάς κατάφερε η κυβέρνηση τνα ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό, να παράξει πρωτογενές πλεόνασμα, δηλαδή πλεόνασμα προ φόρων.

Επίσης κατάφερε να βγάλει για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια  ένα πενταετές ομόλογο που πήγε καλά στις αγορές, με ικανοποιητικό επιτόκιο. Αυτό καθόρισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.

Έχουν μείνει δύο μεγάλα προβλήματα. Το πρώτο είναι το θέμα των μεταρρυθμίσεων, ορισμένες από τις οποίες καθυστερούν σημαντικά. Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι αυτό του συσσωρευμένου χρέους. Παρά το κούρεμα στους ιδιώτες επί κυβερνήσεως Παπαδήμου, έχουμε 320 δις χρέους, εκ των οποίων τα 250 είναι προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κούρεμα σε αυτό το ποσό, όπως φημολογείτο τη περίοδο που ξεκίνησε να συζητείται το OSI,  δηλαδή να μας πουν οι εταίροι «μην πληρώσετε 20 ή 30%», δεν νομίζω πως μπορεί να γίνει. Είναι εξαιρετικά απίθανο, διότι θα το πληρώσουν οι φορολογούμενοι των άλλων κρατών. Το ΔΝΤ το συμβουλεύει μεν, αλλά το κάνει με τα λεφτά των άλλων. Αυτό που μπορεί να γίνει, είναι να υλοποιηθεί, ως OSI, μία εναλλακτική στρατηγική τριών σημείων.

Πρώτον, να προσπαθήσει η κυβέρνηση να σταθεροποιήσει το επιτόκιο. Αυτή τη στιγμή είναι στο 1.82%, αλλά είναι κυμαινόμενο. Πρέπει να γίνει σταθερό, ώστε να ξέρουμε ότι και σε βάθος χρόνου πως θα αποπληρώνουμε με το ίδιο επιτόκιο. Επίσης, πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί μια περαιτέρω μείωση του επιτοκίου, κατά μισή ακόμα μονάδα, ει δυνατόν.

Δεύτερον, να πείσει η Ελλάδα τους εταίρους μας να μεταφερθεί η ωριμότητα των υποχρεώσεών μας βαθιά στο χρόνο. Δηλαδή, αντί να λήγουν σε 20 ή 30 χρόνια, να λήγουν σε 75 χρόνια. Μπορεί κάποιος να πει «σε 75 χρόνια ποιος ζει, ποιος πεθαίνει», όμως τα κράτη ζουν για πάντα και οι δανειστές γνωρίζουν ότι κάποτε το χρέος θα πληρωθεί. Γι’αυτούς, άλλωστε, είναι ένα λογιστικό νούμερο, το οποίο δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Αυτό μας βολεύει επίσης, διότι ενδεχομένως καταφέρουμε να πληρώσουμε τελικά νωρίτερα και σε μια μικρότερη αξία.

Τρίτον, θα ήταν σκόπιμο να ζητηθεί από τους ευρωπαίους μια περίοδος χάριτος στην πληρωμή των τόκων. Να πούμε, δηλαδή, ότι για πέντε-δέκα χρόνια δεν θα πληρώναμε τους τόκους και τα χρήματα αυτά θα έμπαιναν σε ένα ταμείο επενδύσεων, όπου θα καλούσαμε και τους Ευρωπαίους να συνεισφέρουν. Αυτά τα 5 με 6 δις που θα συγκεντρώνονταν με τον τρόπο αυτό, πρέπει να μπορέσουν να επενδυθούν, έτσι ώστε να δημιουργηθούν καινούριες δουλειές, επιχειρήσεις, να γίνουν νέα έργα, να μειωθεί η ανεργία.

Στο ταμείο αυτό υπάρχει πράγματι η ρεαλιστική δυνατότητα να συγκεντρωθούν  5 με 6 δις το χρόνο και υπό κοινή διοίκηση με τους εταίρους και δανειστές, ώστε να υπάρχει εμπιστοσύνη, να αξιοποιηθούν. Πρόκειται για ένα ποσό τεράστιο για το μέγεθος του ελληνικού ΑΕΠ και αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα, αν συνυπολογίσουμε ότι τα τελευταία πέντε χρόνια το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων έχει στερέψει. Μια τέτοια εξέλιξη θα έφερνε εισόδημα στους πολίτες, το εισόδημα αυτό θα φορολογείτο και η οικονομία θα ξαναμεγάλωνε, θα μπορούσε να φτάσει επίπεδα 2009. Αυτό αποτελεί μια πρόταση ανάπτυξης σε στέρεες βάσεις.

Το μοντέλο που προτείνω, από χρηματοοικονομικής πλευράς δεν είναι τόσο δύσκολο να υλοποιηθεί. Βεβαίως, το Υπουργείο Ανάπτυξης θα πρέπει να υποδείξει τα κατάλληλα έργα, που θα οδηγήσουν σε αυτήν την αύξηση του ΑΕΠ. Επίσης, τα παραπάνω έχουν ως προϋπόθεση την κυβερνητική σταθερότητα. Δεν βρισκόμαστε στο σημείο όπου τα πράγματα κινούνται προς μία κατεύθυνση ανεξάρτητα από την πολιτική σταθερότητα. Εάν φοβούνται οι επενδυτές ότι η κυβερνητική πολιτική θα αλλάξει, τότε αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και μπορούν να επανεμφανιστούν προβλήματα. Προσωπικά, και με την ευκαιρία της επίκλησης του ονόματός μου από τα ΜΜΕ, επιθυμώ να σημειώσω πως μέριμνά μου είναι το καλό της Ελλάδας και αυτό τίθεται πάνω από το προσωπικό μου συμφέρον. Δεν τρέφω συγκεκριμένες επιδιώξεις, όμως δεν θα είχα κανένα λόγο να μη βοηθήσω την Ελλάδα με κάθε τρόπο που μπορώ σ’αυτή τη συγκυρία.

Ο Νικόλας Οικονομίδης είναι καθηγητής στο Stern School of Business, στο New York University και στο Haas School of Business του Berkeley, καθώς και executive director του NET Institute.

Facebook Comments