Η λέξη «λιτότητα», όπως και οι λέξεις «κέρδος» και «επιχειρηματικότητα», είναι δαιμονοποιημένη στον εγχώριο δημόσιο διάλογο. Θυμάμαι τις εποχές της ευμάρειας, τη δεκαετία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού με δανεικά, να εφαρμόζονται γαλαντόμες εισοδηματικές πολιτικές στο δημόσιο, με απλόχερη χορήγηση αυξήσεων (ΑΤΑ-αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή) κάθε τρίμηνο, για κάλυψη των πληθωριστικών απωλειών των εργαζομένων. Η ανάλογη αύξηση της παραγωγικότητας και μια μετρήσιμη αποτελεσματικότητα ποτέ δεν θεωρήθηκαν άξιες παράμετροι συνυπολογισμού. Οι πολιτικές εκείνες θεωρήθηκαν φιλολαϊκές.

Όποτε οι κυβερνήσεις σκόνταφταν δημοσιονομικά, περνούσαμε σε σφικτές πολιτικές χαμηλών ή και μηδενικών αυξήσεων. Τότε το λόγο είχε η αντιλαϊκή «λιτότητα». Καραμέλα την είχαν κάνει τη λέξη η αριστερά και τα συνδικάτα. Όταν οι εισοδηματική πολιτική δεν ήταν γενναιόδωρη, ο όρος «λιτότητα» για μήνες κυριαρχούσε στις πρώτες θέσεις των τηλεοπτικών ειδήσεων και στις καθημερινές συζητήσεις, Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το λαϊκίστικο σύνθημα «0 + 0 = 14» επί κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Τι είναι όμως η λιτότητα; Λιτός σημαίνει απέριττος. Συνεπώς λιτότητα εννοιολογικά είναι η απουσία του περιττού, του μη χρήσιμου. Η χώρα μας έζησε για περισσότερο από τρείς δεκαετίες πάνω από τις δυνάμεις της. Οι οικονομικές πολιτικές που εφαρμόζονταν στόχευαν αποκλειστικά στη τόνωση της ζήτησης και χρηματοδοτήθηκαν από τον αλόγιστο δημόσιο δανεισμό και τις κοινοτικές εισροές. Το μοντέλο αυτό εξεμέτρησε το ζήν το 2009, όταν μας οδήγησε στη χρεοκοπία. Συνέχιση της επεκτατικής πολιτικής, πέραν του ότι είναι ανέφικτη, θα σήμαινε συνέχιση της διαχείρισης της ζήτησης στο εσωτερικό και αγνόηση της απουσίας παραγωγικής βάσης, εξαγωγών και εμπορικών ελλειμμάτων.

Η μη λιτότητα λοιπόν ούτε εφικτή είναι, ούτε επιθυμητή. Η δημοσιονομική λιτότητα, με κάποια μορφή, είναι υποχρεωτική για τα επόμενα αρκετά χρόνια. Το πραγματικό δίλημμα δεν είναι λιτότητα ή χαλάρωση, αλλά «τι είδους λιτότητα» θέλουμε. Το πολιτικό σύστημα της χώρας θα μπορούσε να επιλέξει ένα μίγμα «καλύτερης» λιτότητας. Δηλαδή με το ίδιο δημοσιονομικό αποτέλεσμα να επέλθει η μικρότερη δυνατή ύφεση και να διευκολυνθεί περισσότερο η ανάπτυξη μεσομακροπρόθεσμα.

Στη περίπτωση  αυτή οι συνέπειες θα ήσαν πολύ λιγότερο οδυνηρές για το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας, αλλά πρωτίστως για τους αδύναμους και τους φτωχούς, σε σχέση με αυτές που βιώνουμε σήμερα. Η κατανομή των βαρών θα ήταν πιο δίκαιη, ενώ οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα συνέβαλαν στο μετασχηματισμό και τον εξορθολογισμό των δομών της οικονομίας, στην απελευθέρωση των αγορών, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος.

Θα είχαμε μια ποιοτικότερη μορφή λιτότητας:

1. Εάν το βάρος της προσαρμογής επικεντρωνόταν κυρίως στη περικοπή των δαπανών, παρά στην αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων. Από το 2009 έως το 2012 τα κρατικά έσοδα, χωρίς να αυξηθούν σε απόλυτους αριθμούς, αυξήθηκαν κατά 5,8 μονάδες του ΑΕΠ (από 38,3% σε 44,1%), οι δε πρωτογενείς δαπάνες μειώθηκαν μόνο κατά 3,4 μονάδες (από 48,8% σε 45,4%). Η δημοσιονομική προσαρμογή συντελέστηκε δηλαδή κατά τα 2/3 με είσπραξη περισσότερων φόρων και μόνο κατά το 1/3 από περιστολή δαπανών.

Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι η δημοσιονομική λιτότητα που στηρίζεται σε αύξηση φόρων επιφέρει βαθύτερη ύφεση από εκείνη που στηρίζεται σε περικοπές δαπανών. Διότι οι περικοπές μπορούν να είναι στοχευμένες και να αφορούν μικρές επιλεγμένες υψηλού εισοδήματος προσοδοθηρικές ομάδες, κυρίως του κλάδου των μη εμπορεύσιμων αγαθών, ενώ οι φόροι πλήττουν το σύνολο των οικονομικά ενεργών πολιτών, με έμφαση εκείνους που δραστηριοποιούνται στο κλάδο των εμπορεύσιμων αγαθών.

Με διακηρυγμένο στόχο την αναγκαιότητα επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος, το ελληνικό πολιτικό σύστημα επέλεξε συνειδητά εκείνη τη συνταγή δημοσιονομικής προσαρμογής, γνωρίζοντας ότι θα έφερνε περισσότερη φτώχεια και ανεργία. Το γιατί είναι προφανές. Για να μη στερήσει εισοδήματα από τις συντεχνιακές ομάδες των δικών του παιδιών, που προσπορίζονται εισοδηματικά από τη σχέση τους με το κράτος (μέσα ή γύρω από αυτό). Για να μη θίξει τους πελάτες του.

2. Εάν η μείωση δαπανών εστιαζόταν περισσότερο στο περιορισμό της δημόσιας κατανάλωσης και λιγότερο στη περικοπή του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Οι δημόσιες επενδύσεις ήταν ο εύκολος στόχος, αφού η ελάττωση τους δεν αφαιρούσε απευθείας εισοδήματα από κάποιες ομάδες, αλλά έμμεσα, οπότε οι διαμαρτυρίες ήσαν μικρότερες. Η συγκεκριμένη κατηγορία μειώσεων είναι υπεύθυνη για ακόμη μεγαλύτερη ανεργία.

3. Εάν λαμβάνονταν λιγότερα έκτακτα μέτρα και πολύ περισσότερα μόνιμου και διαρθρωτικού χαρακτήρα. Θα ήταν πολύ καλύτερο το αποτέλεσμα αν προχωρούσαμε σε οριστική κατάργηση μεγάλου αριθμού φορέων του ευρύτερου δημοσίου, που αποδεδειγμένα είναι μηδενικής χρησιμότητας και σε συνακόλουθη απομάκρυνση του προσωπικού τους, αντί για επιβολή έκτακτων εισφορών και θέσπιση καταβολής ετήσιου ενοικίου-επασφάλιστρου για το σύνολο των ιδιόκτητων ακινήτων, ακόμη κι εκείνων που δεν αποφέρουν εισόδημα!

Αν προχωρούσαμε σε οριστική διευθέτηση του συνταξιοδοτικού προβλήματος και σε εξάλειψη της αναλογιστικής ανισορροπίας που προκαλεί σε βάθος χρόνου, αντί να επιβαρύνουμε το Σύστημα με μαζικές πρόωρες συνταξιοδοτήσεις εκλεκτών πελατειακών ομάδων.

Η απροθυμία του ελληνικού κράτους να μειώσει τα ελλείμματα με μόνιμο και διαρθρωτικό τρόπο ήταν η βασική αιτία που η τρόϊκα ήταν συνεχώς δύσπιστη για τη πορεία του προγράμματος προσαρμογής κι επέμενε στη λήψη συμπληρωματικών μέτρων. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα έπειθαν περισσότερο, θα προσέδιδαν αξιοπιστία στην ελληνική πλευρά και βεβαίως θα έκοβαν τον ομφάλιο λώρο με το παρελθόν, αφού θα επέφεραν μονιμότερου χαρακτήρα και μεγαλύτερης αποδοτικότητας αποτελέσματα.

4. Εάν τα φορολογικά έσοδα είχαν αυξηθεί ως αποτέλεσμα του περιορισμού της φοροδιαφυγής, νόμιμης και παράνομης, αντί να είναι απόρροια επιβολής νέων φόρων και έκτακτων εισφορών, που είναι μέτρα αντιαναπτυξιακά, εξουθενώνουν το σύνολο της οικονομίας, και έχουν σαφώς σύντομο χρονικό ορίζοντα και πεπερασμένη διάρκεια.

Υπό τις παρούσες συνθήκες λιτότητας τόσο η ανάπτυξη, όσο και η επίδειξη στοχευμένης κοινωνικής αλληλεγγύης, εμποδίζονται από την έλλειψη πόρων. Που οφείλεται κυρίως στις παθογένειες του κράτους τέρατος που έχουμε οικοδομήσει. Στην αντίληψη και τη λογική από τις οποίες αυτό εμφορείται. Εξ αιτίας αυτών των αντιλήψεων το πολιτικό σύστημα επιλέγει συνειδητά να προστατεύει τις πολιτικά ισχυρές μεσοαστικές συντεχνίες του ιδιωτικού τομέα και τους κάθε μορφής υπαλλήλους του κράτους, παρά τους αδύναμους, τους πραγματικά έχοντες ανάγκη  και τους αποδεδειγμένα διαβιούντες κάτω από το όριο της φτώχειας.

Συμπτωματικά ή συνειδητά το πολιτικό προσωπικό επιλέγει να προστατεύει με κάθε τρόπο τομείς δραστηριότητας του παρασιτικού τομέα της οικονομίας, εκείνου των μη εμπορεύσιμων κλάδων. Και πλήττει καταθλιπτικά τους παραγωγικούς τομείς,  εκείνους που δρούν στους εμπορεύσιμους κλάδους δραστηριότητας. Πράττει δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που ενδείκνυται. Επιλέγει να αγνοεί τους βασικούς κανόνες που θα έπρεπε να έχει ήδη υιοθετήσει για να δημιουργηθεί το νέο βιώσιμο παραγωγικό εξωστρεφές οικονομικό μοντέλο που χρειάζεται η ελληνική οικονομία. Να ωθήσει με τη πολιτική του στη μεταφορά μεγάλου ύψους υλικών και ανθρώπινων πόρων σε διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους της οικονομίας από τους μη εμπορεύσιμους που ως τώρα διατίθενται/απασχολούνται.

Η δική μου αίσθηση είναι πως κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα του παρόντος Κοινοβουλίου, δεξιό ή αριστερό, δεν περιλαμβάνει στις προτεραιότητες του την αναγκαιότητα υλοποίησης των παραπάνω πολιτικών. Και αυτό ακριβώς είναι το δράμα της χώρας. Η απουσία προοπτικής. Όλοι ενδιαφέρονται πως θα ανακατέψουν τη κουτάλα μέσα στην ίδια χύτρα. Ουδείς πως θα αλλάξει το περιεχόμενο της χύτρας.

Ίσως γι αυτό να έχουμε, εκτός από τους πολιτικούς που μας αξίζουν, και το είδος της λιτότητας που μας ταιριάζει.

 

Βιβλιογραφία:

Αρίστου Δοξιάδη: «Το αόρατο ρήγμα». Αθήνα 2013, εκδόσεις Ίκαρος.

Facebook Comments