Στο ερώτημα εάν η Ελλάδα χρειάζεται τελικά ένα τρίτο πακέτο στήριξης επιχειρεί να απαντήσει η Goldman Sachs, η οποία στη σημερινή της ανάλυση επισημαίνει ότι το κλειδί για την πορεία της χώρας βρίσκεται στην πιστή εφαρμογή του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, και στην αποφυγή των πρόωρων εκλογών.

Σύμφωνα με την Goldman Sachs, η συζήτηση περί ενός τρίτου πακέτου στήριξης δεν είναι εύστοχη στην παρούσα χρονική στιγμή, καθώς υπάρχουν ανεκμετάλλευτα κεφάλαια που μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες της χώρας. Αντιθέτως, οι συζητήσεις για τους όρους της ελάφρυνσης του χρέους από το επίσημο τομέα των δανειστών είναι πολύ μεγαλύτερης σημασίας.

Η Goldman Sachs παρατηρεί επίσης ότι η μεταβλητότητα έχει επιστρέψει στην ελληνική αγορά ομολόγων, μετά την αύξηση των αποδόσεων των 10ετών κρατικών ομολόγων. Την ίδια στιγμή, μια δεύτερη προσπάθεια από την Ελλάδα να αξιοποιήσει τις αγορές δεν προσέλκυσε το ίδιο το ενδιαφέρον των επενδυτών, όπως τον Απρίλιο. Υπό αυτά τα δεδομένα, αναζωπυρώθηκε η συζήτηση σχετικά με την εύθραυστη φύση της ελληνικής πρόσβασης στην αγορά ομολόγων και την πιθανότητα για ένα τρίτο πακέτο διάσωσης για την Ελλάδα.

Κατά την άποψη της Goldman Sachs, η μεταβλητότητα στα ελληνικά ομόλογα από τα μέσα Ιουνίου αντανακλά ως επί το πλείστον μια ευρύτερη αναταραχή στην Ευρωζώνη και συνδέεται με τον υψηλότερο κίνδυνο του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Πορτογαλία. Πέρα από αυτό, οι τοπικές εξελίξεις στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό είναι φιλικές. Η κυβέρνηση συνεχίζει να νομοθετεί για την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που θα της επιτρέψουν την εκταμίευση της επόμενης δόσης του τρέχοντος πακέτου διάσωσης, οι μακροοικονομικοί δείκτες εξακολουθούν να δείχνουν βελτιωμένοι και τα πρόσφατα στοιχεία συνεχίζουν να συνηγορούν προς την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.

Φυσικά, σύμφωνα με την Goldman Sachs, ούτε το σημερινό επίπεδο των αποδόσεων, ούτε οι πιθανές δευτερογενείς συνέπειες από τις αναταραχές στην Ευρωζώνη ενθαρρύνουν την Ελλάδα να αξιοποιήσει τις παγκόσμιες αγορές ομολόγων, ακόμη και αν η μακροοικονομική εικόνα συνεχίζει να βελτιώνεται σε τοπικό επίπεδο.

Ωστόσο, η πρόσβαση στην αγορά δεν είναι απαραίτητη στην περίπτωση της Ελλάδα, για δύο λόγους. Πρώτον, η αναδιάρθρωση του χρέους έχει μειώσει τις μεσοπρόθεσμες ανάγκες χρηματοδότησής της. Από το 2016 έως το 2020, οι ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας είναι κάτω από τα 10 δισ. ευρώ ετησίως και κατά μέσο όρο. Δεύτερον, μέχρι το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, υπάρχουν αχρησιμοποίητοι πόροι (κυρίως εκείνοι που είχαν προβλεφθεί για τις τραπεζικές ανακεφαλαιοποιήσεις) που μπορούν να χρησιμοποιηθούν (μαζί με περιορισμένες εκδόσεις) για να καλύψουν το ενδεχόμενο κενό χρηματοδότησης.

Επιπλέον, ένα τρίτο πακέτο διάσωσης είναι πολιτικά δυσάρεστο τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της Ελλάδας. Η ελληνική κοινοβουλευτική ισορροπία δεν επιτρέπει μια επιτυχημένη ψηφοφορία σχετικά με συμπληρωματικά μέτρα που συνεπάγονται από ένα τρίτο πακέτο διάσωσης. Αλλά και στην Ευρώπη, μια τέτοια συζήτηση θα φέρει κατά πάσα πιθανότητα δυσφορία στα τοπικά κοινοβούλια. Επίσης, είναι προς το συμφέρον τόσο της Ελλάδας όσο και της Ευρώπης να μη προκληθεί μια άτακτη ανάγκη χρηματοδότησης.

Το βασικό ερώτημα για την Ελλάδα είναι διαφορετικό …

Το μείζον ζήτημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι το πώς θα χειριστεί την μεγάλη συσσώρευση χρέους. Επί του παρόντος, το μεγάλο απόθεμα του χρέους διατηρείται λόγω του εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου επιτοκίων, καθιστώντας την εξυπηρέτηση του σχετικά εύκολη. Όμως τι γίνεται αν μεσοπρόθεσμα η Ελλάδα κληθεί να πληρώσει μεγαλύτερα επιτόκια;

Για να μπορέσει να αποδώσει το σχέδιο παράτασης της λήξης ομολόγων και της μείωσης των επιτοκίων για το ελληνικό χρέος, θα πρέπει η χώρα να δείξει αποφασιστικότητα για περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να ενίσχυση των προσπαθειών ανάπτυξης.

Και εδώ βρίσκονται οι βασικοί κίνδυνοι για την Ελλάδα στο εγγύς μέλλον. Το αποτέλεσμα των πρόσφατων ευρωεκλογών αυξάνει τους κινδύνους για πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο του 2015, ενώ το ενδεχόμενο αυτό μπορεί να αναιρέσει το σενάριο για την έναρξη των διαπραγματεύσεων σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους, καταλήγει η Goldman Sachs.

Facebook Comments