Η παραληρηματική δήλωση του προέδρου της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν ότι, με αφορμή τα όσα συμβαίνουν στην Συρία και στη Νοτιανατολική Μεσόγειο, όπου διακυβεύονται μείζονα συμφέροντα της Άγκυρας, θα μπορούσε να προκληθεί ένας Γ Παγκόσμιος Πόλεμος, μπορεί να αντιμετωπίσθηκε ως υπερβολική αλλά όχι ως γραφική. Ίσως γιατί ο κ. Ερντογάν έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, που θα μπορούσε κάποιος να προσάψει σε έναν μικρό Χίτλερ. Έχει την μεγαλομανία να επιδιώκει την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τον ίδιον ως σουλτάνο αλλά και έχει αρχίσει να αισθάνεται ότι αντιμετωπίζει πολλά εσωτερικά κι εξωτερικά προβλήματα, που καθιστούν την θέση του ιδιαίτερα επισφαλή.

Κι αυτός ο συνδυασμός, ισχύος και μεγαλομανίας από τη μία και αδυναμίας κι εχθρότητας από την άλλη, κρίνεται, ότι τον καθιστά εξαιρετικά επικίνδυνο κι απρόβλεπτο για την ασφάλεια και την ειρήνη σε μια ευρύτερη περιοχή, που, δυστυχώς, βιώνει τεράστιες γεωπολιτικές και γεωστρατιωτικές αναταράξεις, όπου συγκρούονται τα τεράστια συμφέροντα όλων των μεγάλων δυνάμεων. Η αλήθεια είναι ότι για μας τους Έλληνες, ο κίνδυνος από την Τουρκία του Ερντογάν είναι σήμερα μεγαλύτερος από ποτέ άλλοτε στο παρελθόν.

Μπορεί και παλιότερα, το 1987 η το 1996, με διάφορες αφορμές, να φτάσαμε στα πρόθυρα μιας κάποιου είδους σύγκρουσης με την Τουρκία. Αλλά πάντοτε απέναντι μας είχαμε ένα καθεστώς, το κεμαλικό, στρατιωτικό κατεστημένο, που τώρα οι ισλαμιστές του Ερντογάν έχουν ξεπαστρέψει, το οποίο ήταν συζητήσιμο. Και το επηρέαζαν ισχυρά κι η Ευρώπη αλλά κυρίως οι ΗΠΑ.

Σήμερα, το καθεστώς Ερντογάν δεν έχει τέτοιου είδους δεσμεύσεις. Η Άγκυρα έχει οριστικά εγκαταλείψει την όποια ευρωπαϊκή προοπτική της, Και μάλιστα, λόγω του μεταναστευτικού, αισθάνεται ότι κρατάει ένα γερό χαρτί με το οποίο κρίνει ότι μπορεί να απειλεί και να εκβιάζει την Ευρώπη. Συγχρόνως, έχοντας συνάψει συμμαχία με τους δύο μεγαλύτερους εχθρούς των ΗΠΑ, την Ρωσία και το Ιράν, δεν θεωρεί ότι την ενδιαφέρει ιδιαίτερα η σχέση της ούτε καν με το ΝΑΤΟ, του οποίου τυπικά συνεχίζει να είναι μέλος. Αλλά ένα εντελώς αναξιόπιστο μέλος.

Ο Ερντογάν κι η κυβερνώσα ομάδα γνωρίζουν καλά ότι η Ουάσιγκτον δεν έχει περιθώριο να χάσει ως σύμμαχος της την Τουρκία με την καθοριστικής σημασίας γεωπολιτική θέση που κατέχει. Αλλά συγχρόνως κατανοούν ότι οι Αμερικανοί θα ήθελαν μια άλλη ηγεσία πλέον στην Άγκυρα. Ο Ερντογάν δεν αποτελεί για αυτούς πλέον αξιόπιστο συνομιλητή. Κι η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος τον καθιστά ακόμα πιο επικίνδυνο.

Το δυστύχημα για την Ελλάδα είναι ότι σε αυτή την τόσο περίπλοκη και δύσκολη περίοδο σε διεθνές επίπεδο κι ιδιαίτερα στις σχέσεις ανάμεσα στην χώρα μας και την Τουρκία, η υπεύθυνη, υποτίθεται, ηγεσία, που πρέπει να διαχειρισθεί την τόσο κρίσιμη αυτή κατάσταση είναι πολύ κατώτερη των περιστάσεων. Ο πρωθυπουργός Αλ.Τσίπρας δεν διαθέτει οποιαδήποτε γνώση, εμπειρία και κατανόηση θεμάτων εξωτερικής πολιτικής. Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Πάνος Καμμένος, ακόμα χειρότερα. Ενώ ο αρμόδιος υπουργός Εξωτερικών Ν. Κοτζιάς, ιδεοληπτικός ως παλαιάς κοπής κομμουνιστής, που είναι, δείχνει εξαιρετικά λίγος να διαχειρισθεί τόσο δύσκολες και σύνθετες καταστάσεις, όπως κατέδειξε και το φιάσκο της επίσκεψης Ερντογάν στην Ελλάδα, πριν από λίγους μήνες.

Facebook Comments