Αν και η κατάρρευση του φουσκωμένoυ τραπεζικού συστήματος της Κύπρου έχει θέσει άλλες οικονομίες της ευρωζώνης με τεράστιους χρηματοπιστωτικούς τομείς όπως το Λουξεμβούργο και τη Μάλτα στο προσκήνιο, η ποιότητα των δανείων είναι η πραγματική λυδία λίθος της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας μιας χώρας.

Γοητευμένοι από τη χαμηλή φορολογία, τα υψηλά επιτόκια και τους περιορισμένους κανονισμούς, οι ξένοι καταθέτες, κυρίως από τη Ρωσία και άλλα πρώην σοβιετικά κράτη, τόνωσαν το κυπριακό τραπεζικό τομέα σε σχεδόν οκτώ φορές την ετήσια οικονομική παραγωγή, περισσότερο από το διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου που φτάνει περίπου τις 3,5 φορές.

Αφαιρώντας τις ρωσικές τράπεζες και τους άλλους διεθνείς δανειστές, οι τρεις κυπριακές τράπεζες είχαν περιουσιακά στοιχεία ύψους άνω των πέντε φορών του ΑΕΠ, ένα τεράστιο ποσοστό για ένα νησί μόλις 800.000 κατοίκων.

Όπως αναφέρει το Reuters, αυτό που προκάλεσε το πρόβλημα, ωστόσο, ήταν ότι οι δύο κύριες τράπεζες της Κύπρου χρησιμοποίησαν το βουνό των καταθέσεων για να «στοιχηματίζουν» στην ελληνική οικονομία, αφήνοντάς τες φρικτά εκτεθειμένες όταν η Ευρώπη επέβαλε τις απώλειες των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας «σάπισε» τα δάνειά τους στην Ελλάδα.

Οι τράπεζες δεν αποτυγχάνουν επειδή είναι μεγάλες. Οι τράπεζες αποτυγχάνουν επειδή κάνουν κακές αποφάσεις δανειοδότησης, δήλωσε ο Frank Gill, διευθυντής ευρωπαϊκών κρατικών αξιολογήσεων της Standard & Poors.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η κρίση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος γεννήθηκε στα περιουσιακά στοιχεία και όχι στην πλευρά του παθητικού των ισολογισμών.

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια της Τράπεζας Κύπρου εκτοξεύτηκαν μέχρι το 17% του συνολικού χαρτοφυλακίου στο τέλος του Σεπτεμβρίου του περασμένου έτους. Η Laiki Bank, η οποία έκλεισε ως μέρος της διάσωσης της Κύπρου, σχεδόν τετραπλασίασε τις προβλέψεις της σε απώλειες 400 εκατ. ευρώ το τρίτο τρίμηνο του 2012.

Όπως αναφέρει το Reuters, οι αξιωματούχοι από το Λουξεμβούργο, προσπαθούν να προστατεύσουν τη φήμη της χώρας ως ένα κομβικό σημείο για το διεθνές κεφάλαιο, και σπεύδουν να επιστήσουν την διάκριση μεταξύ της δικής τους έκθεσης στο ρίσκο και αυτής της Κύπρου.
Αν και έχει το μεγαλύτερο τραπεζικό τομέα στη ζώνη του ευρώ, 22 φορές το ΑΕΠ, και έναν πληθυσμό μόλις πάνω από μισό εκατομμύριο, περίπου ισοδύναμο με την πόλη Tucson της Αριζόνας, το Λουξεμβούργο τονίζει ότι οι τράπεζές του είναι υγιείς και οι υποχρεώσεις τους πολύ μικρότερες από ό, τι φαίνεται στα χαρτιά.

Εάν απογυμνωθεί από τις διεθνείς τράπεζες, ο πυρήνας του χρηματοπιστωτικού συστήματος του Λουξεμβούργου βασίζεται σε τρεις τράπεζες – την κρατική BCEE, την BGL BNP Paribas, στην οποία η γαλλική τράπεζα BNP Paribas έχει την πλειοψηφία των μετοχών, και την Banque Internationale a Luxembourg (BIL) της οποίας η πλειοψηφία ανήκει στην βασιλική οικογένεια του Κατάρ, al-Thani

Όπως και οι κυπριακές τράπεζες, και αυτές έχουν αρκετά μεγάλες εξωτερικές απαιτήσεις , σημειώνει ο Frank Gill. Η εκτίμηση της S&P είναι πως οι εξωτερικές απαιτήσεις φτάνουν τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ, που είναι 45% του ΑΕΠ, αλλά αυτές είναι σχεδόν αποκλειστικά θέσεις εμπορεύσιμων, οικονομικών, ιδιαίτερα ρευστοποιήσιμων στοιχείων, και τίτλοι που θα μπορούσαν ρεαλιστικά να μετατραπούν σε ρευστότητα σχεδόν αμέσως.Δεν αποτελούν αξιώσεις για πτώχευση της οικονομίας, όπως προσθέτει.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, μόλις 0,4% των δανείων στο Λουξεμβούργο ήταν μη εξυπηρετούμενα τον Ιούνιο του περασμένου έτους.
Μετά το Λουξεμβούργο, η Μάλτα έχει αναλογικά τον επόμενο μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα στη ζώνη του ευρώ, σε περίπου οκτώ φορές το ΑΕΠ της χώρας. Αλλά αυτό το στατιστικό στοιχείο είναι παραπλανητικό.
Χωρίς
τις διεθνείς τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων μερικών Τούρκων δανειστών, ο εγχώριος τραπεζικός της τομέας έχει περιουσιακά στοιχεία που ισοδυναμούν με κάτω από το 300% του ΑΕΠ και κυριαρχείται από δύο τράπεζες – Bank of Valletta και την HSBC Μalya.
Aν υπάρξει πρόβλημα, η HSBC Μalta θα έχει πιθανόν την υποστήριξη της μητρικής της HSBC, τη μεγαλύτερη τράπεζα της Ευρώπης, αφήνοντας την Bank of Valletta με περιουσιακά στοιχεία που ισοδυναμούν με περίπου 1,4 φορές το ΑΕΠ.

Οι εγχώριες τράπεζες της Μάλτας είχαν μη-εξυπηρετούμενα δάνεια που ανέρχονται σε 8,2% του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων τον Ιούνιο του 2012, σύμφωνα με το ΔΝΤ.

Ενώ οι εγχώριες τράπεζες στη Μάλτα έχουν περιορισμένη έκθεση σε συναλλαγματικό κίνδυνο και έχουν μέχρι στιγμής αποφύγει να επηρεαστούν από την κρίση της ζώνης του ευρώ, η Κεντρική Τράπεζα ζήτησε πριν λίγες μέρες να αυξήσουν τις προβλέψεις τους για να προστατευτούν καλύτερα από πιθανές απώλειες.

Η ευπάθεια της Μάλτας είναι η αβεβαιότητα που προκαλείται από τη διάσωση της Κύπρου, η οποία για πρώτη φορά ανάγκασε τους μεγάλους καταθέτες και τους senior ομολογιούχους των τραπεζών να λάβουν απώλειες.

Ο βασικός κίνδυνος που αντιμετωπίζει η Μάλτα είναι ότι οι διεθνείς offshore επενδυτές εγκατασταθούν αλλού λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας που δημιουργήθηκε από το κυπριακό bail-in, τονίζει ο Myles Bradshaw, διαχειριστής χαρτοφυλακίου της Pimco.

Αυτό θα έχει σημαντικές αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις που θα μπορούσαν στη συνέχεια να δημιουργήσει πρόβλημα με την ποιότητα του ενεργητικού των εγχώριων τραπεζών. Μαζί με τη βαθιά ύφεση, αυτό θα μπορούσε να αναγκάσει τη Μάλτα να ζητήσει εξωτερική βοήθεια, όπως προσθέτει.

Οι αγορές στοιχηματίζουν ότι η Σλοβενία, μία χώρα 2 εκατομμυρίων κατοίκων, θα είναι η επόμενη χώρα της ευρωζώνης που θα υποκύψει σε ένα σχέδιο διάσωσης. Σε αντίθεση με την Κύπρο, το τραπεζικό σύστημα της Σλοβενίας δεν είναι μεγάλο – περίπου 1,4 φορές το μέγεθος της οικονομίας – και υπάρχουν αμελητέες ξένες καταθέσεις.

Αλλά οι τράπεζες της Σλοβενίας, που οι περισσότερες από αυτές είναι κρατικές, έχουν πλημμυρίζει με επισφαλή δάνεια, τα οποία ανήλθαν στο 14,4% των δανειακών χαρτοφυλακίων τους το περασμένο έτος. Όπως η Κύπρος, η Σλοβενία δεν έχει τα χρήματα να τις ανακεφαλαιοποιήσει.
Εάν η Σλοβενία χρειαστεί ένα σχέδιο διάσωσης, οι επενδυτές θα πρέπει να περιμένουν να δούν αν η Ευρώπη παραμένει πιστή στον λόγο της ότι το σχέδιο διάσωσης της Κύπρου ήταν μοναδικό.

Μία τύπου Κυπρου διάσωση για τη Σλοβενία θα αναζωπυρώσει τους κινδύνους μετάδοσης, ιδιαίτερα σε χώρες με μεγάλο τραπεζικό τομέα.

 

Ελευθερία Κούρταλη

Facebook Comments