Το «κούρεμα» των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη ξεκίνησε φέτος νωρίς-νωρίς και χρειάστηκε μόλις τρεις μήνες, ενώ πέρυσι είχε περάσει τουλάχιστον ένα εξάμηνο πριν αρχίσουν τα όργανα των αναθεωρήσεων τα οποία και κατέληξαν σε καθίζηση των προβλέψεων.

Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη του 2017 είχαν ξεκινήσει το ίδιο ένδοξα με τις προβλέψεις για το 2018, με πανηγυρισμούς και αυτό-χειροκρότημα, για να… προσγειωθούν με θεαματική βουτιά σχεδόν στο μισό από ότι ξεκίνησαν.

Είχαμε ξεκινήσει λοιπόν το φθινόπωρο του 2016 όπου ο προϋπολογισμούς του 2017 προέβλεπε ανάπτυξη 2,7%.

Μετά, ακολούθησε υποβάθμιση στο 2,1% από την Κομισιόν τον Μάιο του 2017, η οποία ακολουθήθηκε από το «ψαλίδισμα» στο 1,8% στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της κυβέρνησης, ενώ στη συνέχεα η Κομισιόν ξανα-ψαλίδισε τις προβλέψεις της τον Οκτώβριο του 2017 στο 1,6%, τις οποίες και αναγκάστηκε να «δεχθεί» η κυβέρνηση.

Τελικά, ο ΟΟΣΑ, στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου τοποθέτησε την ανάπτυξη του 2017 στο 1,4% φέτος,  και επιβεβαιώθηκε από τα στοιχειά της πρώτη εκτίμησης της ΕΛΣΤΑΤ στις αρχές του φετινού Μαρτίου επιβεβαιώνοντας τα σενάρια περί παρακινδυνευμένης και ουτοπικής πρόβλεψης που υπήρχαν από το φθινόπωρο.

Έτσι, από το 2,7% που ξεκίνησε έως το 1,4% που κατέληξε, καταλήγουμε στο ότι η αρχική αισιοδοξία της ελληνικής κυβέρνησης σε ότι αφορά την ανάπτυξη βυθίστηκε μέσα σε λίγους μήνες πάνω από 48%.

Οι προβλέψεις της κυβέρνησης ήταν χιλιόμετρα μακριά από τις προβλέψεις των διεθνών οίκων οι οποίοι αν και εκτιμούσαν ότι οι ρυθμοί το 2017 θα είναι θετικοί, υπογράμμιζαν σε κάθε ευκαιρία ότι οι στόχοι ήταν μη ρεαλιστικοί και πως η ανάκαμψη είναι εύθραυστη και θα διαμορφωνόταν στο 1%-1,5%. Και έπεσαν μέσα. Παρόλο που ο Αλέξης Τσίπρας επέμενε παρά τις αναθεωρήσεις του δικού του οικονομικού επιτελείου, ότι η ανάπτυξη το 2017 θα γράψει «2» μπροστά.

Τα… στοιχήματα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για φέτος ξεκίνησαν ελάχιστα πιο… συντηρητικά, ωστόσο υποβαθμίστηκαν/αναθεωρήθηκαν από τους ίδιους, πιο πρόωρα από ποτέ. Ξεκινήσαμε τον περασμένο Οκτώβριο με την κυβέρνηση να προβλέπει ανάπτυξη  2,6% για το 2018. Στην συνέχεια, μόλις δύο μήνες μετά, στον προϋπολογισμό του 2018 που παρουσιάστηκε το Δεκέμβριο, τον τελευταίο μνημονιακό προϋπολογισμό του κράτους όπως τον είχε χαρακτηρίσει στην ανακοίνωσή του το υπουργείο Οικονομικών, προβλεπόταν τελικά ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης 2,5%  φέτος. Αυτή την εβδομάδα, το δελτίο οικονομικών εξελίξεων, του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, αποκαλύπτει ότι τελικά η κυβέρνηση στοχεύει σε ανάπτυξη 2,3% φέτος, ενώ παράλληλα υιοθετεί την πρόβλεψη για ανάπτυξη μόλις 1,4% το 2017. Όπως επισημαίνει μάλιστα, η εκτίμηση αυτή βασίζεται στο κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης, την επιτάχυνση αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και των μεταρρυθμίσεων, την πίστη για την ολοκλήρωση του προγράμματος, καθώς και στην έναρξη των συζητήσεων για την ελάφρυνση του χρέους που έχουν ως συνέπεια την σαφή βελτίωση των δεικτών οικονομικού κλίματος. Την ίδια στιγμή ο ΟΟΣΑ χαρακτηρίζει την Ελλάδα πρωταθλήτρια σε φόρους και τελευταία σε ανάπτυξη μεταξύ 46 οικονομιών στον κόσμο.

Με λίγα λόγια, αυτή η νέα εκτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης, βασίζεται στο σενάριο του clean exit που διακαώς επιθυμεί η κυβέρνηση, και που ουσιαστικά δεν υφίσταται. Με ή χωρίς προληπτική πιστωτική γραμμή, η έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα δεν πρόκειται να είναι καθαρή, όπως έχουμε επισημάνει σε αυτήν εδώ στη στήλη στο παρελθόν. Όσο η Ελλάδα χρωστά στους δανειστές, δεν πρόκειται να αφεθεί ελεύθερη, χωρίς όρους, συμφωνίες και προϋποθέσεις, με κίνδυνο να ανατρέψει ότι έχει συμφωνηθεί. Ο κ. Τσίπρας φρόντισε στο να μην υπάρχει καμία εμπιστοσύνη απέναντι στην Ελλάδα.

Αυτό έρχεται να το επισημάνει και η Goldman Sachs στη νέα της έκθεση όπου τονίζει πως ο δρόμος προς το τέλος του προγράμματος είναι δύσκολος και γεμάτος λακκούβες. Όπως εξηγεί, το καθεστώς της Ελλάδας μετά το τρέχον πρόγραμμα κάθε άλλο παρά ξεκάθαρο είναι αφού εξαρτάται από πολλούς ακόμη «αγνώστους» (ελάφρυνση χρέους, παρακολούθηση μετά το πρόγραμμα, όροι και χρηματοδότηση ασφαλείας), με την αβεβαιότητα και τις εντάσεις να αναμένεται να επιστρέψουν το καλοκαίρι, ενώ η καθαρή έξοδος δεν είναι σε καμία περίπτωση δεδομένη. Παράλληλα τονίζει ότι οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν μια σημαντική πρόκληση που θα διαρκέσει πολλά χρόνια, ενώ  το μέγεθος των ανισορροπιών στον κλάδο παραμένει υψηλό, με τα συνολικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια να παραμένουν κοντά στο 50%. Ως αποτέλεσμα, η εγχώρια προσφορά πίστωσης θα παραμείνει πιθανότατα περιορισμένη, αποτελώντας βαρίδι στην ανάκαμψη της ελληνική οικονομίας.

Αυτό που… ξεχνά η ελληνική κυβέρνηση στα θριαμβευτικά της πλάνα, είναι πως το κρίσιμο μέγεθος της ανάπτυξης θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στην απόφαση του ΔΝΤ σχετικά με την αναγκαιότητα της εφαρμογής της μείωσης του αφορολόγητου μαζί με την μείωση των συντάξεων το 2019.

Το Ταμείο, πριν αρχίσει να μιλά για επίσπευση της μείωσης του αφορολόγητου, προέβλεπε πως η ανάπτυξη του 2018 θα κινηθεί στο 2,6% (εκτίμηση Οκτωβρίου). Τώρα, μετά την καθίζηση της ανάπτυξης του 2017 και μετά τις αναθεωρήσεις που έχουν ξεκινήσει για την ανάπτυξη του 2018, όλα δείχνουν πως τελικά το Ταμείο και θα την απαιτήσει και θα… νικήσει αφού οι ευρωπαίοι από νωρίς του έχουν δώσει τον πρώτο λόγο σε ότι αφορά αυτό το πακέτο μέτρων.

Facebook Comments