Μετά και την εμφάνιση Τσίπρα στην ΔΕΘ και υπό το φως δημοσκοπήσεων, που δίνουν μεν προβάδισμα στην αξιωματική αντιπολίτευση, όμως επιφυλάσσουν τόσο σε αυτήν, όσο και στα κόμματα που συγκροτούν την κυβέρνηση χαμηλά ποσοστά, η δυσπιστία του πολίτη απέναντι στην ικανότητα των οικονομικών επιτελείων έχει κάθε λόγο να υπερισχύει ως αίσθημα.

Η ανάγκη, να νιώθει κανείς ότι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του έθνους γνωρίζουν τα θέματα σε βάθος και σχεδιάζουν με ρεαλισμό, προσκρούει σε επικίνδυνες «μπακαλικές».

Από τη μία πλευρά, ο ψηφοφόρος αντιμετωπίζει μια κυβέρνηση που πελαγοδρομεί από τη μία αστοχία στην επόμενη. Για να ανακουφίσει την κοινωνία από το βάρος του ΕΕΤΗΔΕ, το ΥΠΟΙΚ επιστρατεύει τον ΕΝΦΙΑ, ο οποίος καταντά ο σχεδιαστικός περίγελως του θέρους. Οι υπολογισμοί, βασισμένοι στο φαύλο δημοσιονομικό σκεπτικό, που πρώτα ορίζει το ύψος του εισπρακτέου ποσού και κατόπιν κατανέμει το μερίδιο στις εισοδηματικές και κοινωνικές ομάδες, πέφτουν εξ αρχής έξω.

Διορθώσεις επί διορθώσεων εκθέτουν τα στελέχη του κυβερνητικού σχήματος, ενώ η κοινωνία χάνει την ήδη κλονισμένη εμπιστοσύνη της στην ηγεσία της χώρας. Το προηγούμενο του ΕΦΚ στο πετρέλαιο, που δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα, δεν πάταξε το λαθρεμπόριο σε ικανοποιητικό βαθμό και υποβάθμισε περαιτέρω το βιοτικό επίπεδο, δεν βοηθά την αξιοπιστία των αρχόντων. Επίσης δεν βοηθούν οι επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες περί μείωσης των τιμών και «πάταξης της ακρίβειας», που καταλήγουν σε διαδοχικά φιάσκο – όπως στην περίπτωση του γάλακτος, αλλά και οι καθυστερήσεις στην οριστικοποίηση των όρων ρύθμισης των «κόκκινων δανείων».

Μέσα σε ένα κλίμα διαχειριστικής επισφάλειας, ο πρωθυπουργός προσπαθεί να πείσει τον ελληνικό λαό, ότι είναι σε θέση να διαπραγματευτεί το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους με τους δανειστές και με όπλο μια θετική έκβαση να προχωρήσει σε εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από το παρόν κοινοβούλιο, ή σε εθνικές εκλογές. Αν και οι παράμετροι μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες της χάραξης εθνικών πολιτικών, είναι δεδομένο, ότι το κύρος μιας κυβέρνησης, που αδυνατεί να φέρει εις πέρας εγχειρήματα λίγων δισεκατομμυρίων, φαντάζει στην κοινωνία μειωμένο μπροστά στην προοπτική ελιγμών, που αφορούν στο κολοσσιαίο μέγεθος του ελληνικού χρέους.

Απέναντι στην κυβέρνηση, καλείται να φανεί πειστική η εναλλακτική του ΣΥΡΙΖΑ, που από την πλευρά του επίσης αδυνατεί να δώσει μιαν εικόνα σοβαρού γνώστη και διαχειριστή μιας κρίσιμης κατάστασης. Η πολυαναμενόμενη κοστολόγηση του οικονομικού προγράμματος φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού πως βρίθει προχειροτήτων.

Πλην της αποτίμησης του μεγέθους της ανθρωπιστικής κρίσης στο 1.362 δις., τα υπόλοιπα βασικά νούμερα κοστολόγησης του  Εθνικού Σχεδίου Ανασυγκρότησης είναι – παραδόξως – στρογγυλά: Η επανάληψη των «ένα», «ενάμιση», «δύο» και «τρία» δις. μαρτυρά ανησυχητική αποχή από την λεπτομέρεια, καθώς θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη ακρίβεια, έστω για επικοινωνιακούς λόγους. Παράλληλα, το ύψος του προτεινόμενου αφορολόγητου στην ακίνητη περιουσία εξακολουθεί να ποικίλει, από 200.000 μέχρι 600.000, ανάλογα με το στέλεχος που τοποθετείται στα ΜΜΕ, συχνά δε και με τη μέρα που τοποθετείται το εκάστοτε στέλεχος.

Η δε χρηματοδότηση του ΕΣΑ διεκδικεί βραβείο γενικότητας: «Πρόγραμμα ρυθμίσεων και άρσης της καταστολής στην πραγματική οικονομία 3δις», λέει η Κουμουνδούρου, χωρίς να καθιστά σαφές ποιες οι ρυθμίσεις, ή τι ακριβώς σημαίνει «άρση της καταστολής».  Και συνεχίζει: «Πάταξη της φοροδιαφυγής και του οικονομικού εγκλήματος, Συστήματα εισροής-εκροής σε όλες τις δεξαμενές και στα πρατήρια ώστε να αντιμετωπισθεί το λαθρεμπόριο καυσίμων, Αυστηροί έλεγχοι με προηγμένα τεχνολογικά μέσα στα σημεία εισόδου στη χώρα για αντιμετώπιση λαθρεμπορίου. 3 δις.» Κλείνει, δε, με «ανακατανομή υπαρχόντων πόρων ΕΣΠΑ και ΤΧΣ 3+3 = 6 δις», χωρίς να διευκρινίζει πώς θα επιστρατεύσει τα χρήματα του ΤΧΣ χωρίς την άδεια της ΕΚΤ (βρίσκονται σε κοινό λογαριασμό στο εξωτερικό), ούτε πώς θα ανατρέψει τις ήδη υπάρχουσες νομικές συμβάσεις που ορίζουν την υφιστάμενη κατανομή του ΕΣΠΑ.

Αν στόχος των κομμάτων είναι να πείσουν τους πολίτες για την εφαρμοσιμότητα των πολιτικών τους, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση έχουν αποτύχει να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη.  Σε μια φάση, όπου η οικονομία κατέχει τα πρωτεία της πολιτικής όσο ποτέ άλλοτε, η αδυναμία στην κοστολόγηση ανάγεται σε βασικό μειονέκτημα των επιτελείων εκατέρωθεν. Η συνθήκη αυτή επιτείνει το αίσθημα απελπισίας της κοινωνίας, που στην πλειονότητά της έχει αποδειχθεί σοβαρή και ανθεκτική μέσα σε δεινές περιστάσεις, αποτελώντας κακό σύμβουλο, με δεδομένο ότι – αργά ή γρήγορα – ο πολίτης θα κληθεί να εκφραστεί δια της κάλπης.
 

Facebook Comments