Με ένα ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 3% στις αρχές του χρόνου, είναι δύσκολο να μην πιστέψει κανείς ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν βγει από την κρίση. Οι ενδείξεις της βελτίωσης της κατάστασης είναι άλλωστε πολλές. Το ΑΕΠ είναι 2,5%, μεγαλύτερο από εκείνο του 2007. Οι πωλήσεις καινούργιων αυτοκινήτων, που το 2009 είχαν μειωθεί σε 10 εκατομμύρια έναντι 16 εκατομμυρίων πριν από την κρίση, έχουν ανέλθει και πάλι σε 15 εκατομμύρια.

Η Wall Street πετάει από ρεκόρ σε ρεκόρ. Ο δείκτης Dow Jones σημείωσε τον Μάρτιο ιστορικό ρεκόρ με 14.000 μονάδες. Ο S & P 500, ο άλλος ενδεικτικός χρηματιστηριακός δείκτης, έσπασε το ρεκόρ του την περασμένη εβδομάδα.

Στο πλαίσιο αυτό, η ανάκαμψη του τομέα των ακινήτων είναι μια πολύ καλή είδηση. Γιατί η σοβαρότερη κρίση από την ύφεση της δεκαετίας του ’30 από αυτόν τον τομέα ξεκίνησε. Και αν η ανάπτυξη διαρκέσει, αυτό θα οφείλεται στην πραγματική εξυγίανση αυτής της αγοράς. Κάθε φορά που πωλούνται δύο σπίτια δημιουργείται μια θέση εργασίας, κυρίως λόγω των δαπανών που δεσμεύονται να κάνουν οι νέοι ιδιοκτήτες.

Η άνοδος των μέσων τιμών των κατοικιών καθησυχάζει τους ιδιοκτήτες. Καθώς αισθάνονται πιο πλούσιοι, δαπανούν περισσότερα. Είναι αλήθεια βέβαια ότι η αφετηρία βρίσκεται πολύ χαμηλά: το καλοκαίρι του 2009, οι τιμές των ακινήτων είχαν πέσει τόσο πολύ, ώστε ένας στους πέντε ιδιοκτήτες χρωστούσε στην τράπεζα περισσότερα απ’ όσο κόστιζε το σπίτι του στην αγορά. Σήμερα, η αναλογία αυτή έχει μειωθεί στο 15% και συνεχίζει να μειώνεται. Τον Ιανουάριο, η μέση τιμή πώλησης των διαμερισμάτων στις είκοσι μεγαλύτερες μητροπόλεις της Αμερικής αυξήθηκε κατά 8% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.

Στο Φίνιξ της Αριζόνα, μια από τις πόλεις που επλήγησαν ιδιαίτερα από την κατάρρευση της αγοράς, η αύξηση φτάνει το 23%. Στο Λας Βέγκας και το Μαϊάμι, άλλες δύο πόλεις που επλήγησαν από την κρίση των ακινήτων, η αύξηση των τιμών είναι μεγαλύτερη από 10% εδώ κι ένα χρόνο. Η μέση τιμή των διαμερισμάτων, πάντως, παραμένει κατά 28% μικρότερη σε σχέση με την κορύφωση του 2006.

Ο συνδυασμός των μηδενικών επιτοκίων και του υψηλού δημοσιονομικού ελλείμματος (που εξακολουθεί να υπερβαίνει φέτος το 5%) παράγει θετικά αποτελέσματα. «Τους πέντε τελευταίους μήνες, είδαμε τον ιδιωτικό τομέα να δημιουργεί περισσότερες από 200.000 θέσεις εργασίας τον μήνα», έλεγε τον περασμένο μήνα ο διοικητής της Fed Μπεν Μπερνάνκι. «Οι αιτήσεις για επίδομα ανεργίας βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα από την αρχή της κρίσης. Πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε η βελτίωση αυτή να μην είναι προσωρινή».

Η ανησυχία του Μπερνάνκι είναι εμφανής. Και ο λόγος είναι ότι η Fed αναλαμβάνει σοβαρά ρίσκα ακολουθώντας αυτή την πολιτική. Κάθε μήνα αγοράζει 85 δισεκατομμύρια δολάρια ομολόγων που έχουν την εγγύηση του κράτους. Κι αυτό τροφοδοτεί τις αμφιβολίες όσων φοβούνται ότι η Αμερική θα βυθιστεί ξανά σε κρίση. Οι τράπεζες προσφεύγουν στο δημόσιο χρέος για να προκαλέσουν αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Βραχυπρόθεσμα, αυτό είναι καλό. Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, όμως, η επιστροφή της ζωής με δανεικά αναδεικνύει τον εύθραυστο χαρακτήρα του αμερικανικού μοντέλου.

Το κακό είναι ότι ούτε η Fed ούτε το Κογκρέσο ή ο Λευκός Οίκος είχαν τα απαραίτητα περιθώρια ελιγμών για να μεταρρυθμίσουν αυτό το μοντέλο. Χρειαζόταν μια βαθειά μεταρρύθμιση της φορολογίας, μια αναθεώρηση της πολιτικής που αφορά την εκπαίδευση και τη μαθητεία, καθώς και μια βελτίωση των υποδομών που προϋποθέτει μείωση των στρατιωτικών δαπανών. Εδώ και χρόνια, όμως, οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί δεν συμφωνούν στην αναγκαιότητα αυτών των μέτρων. Τρία χρόνια μετά τη μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η συγκέντρωση τραπεζικών κινδύνων σε ένα μικρό αριθμό ιδρυμάτων είναι εντυπωσιακή.

Δεν είναι έτσι περίεργο ότι το 52% των Αμερικανών θεωρεί ότι η κατάσταση εξακολουθεί να επιδεινώνεται, παρόλο που η ανάπτυξη έχει επιστρέψει. Είναι όμως γεγονός ότι η κρίση δεν ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Ύστερα από μια βουτιά της τάξης του 18%, η βιομηχανική παραγωγή έχει σημειώσει μερική μόνο ανάκαμψη. Τα πράγματα με την ανεργία είναι ακόμη χειρότερα. Σε έναν ενεργό πληθυσμό 155 εκατομμυρίων ανθρώπων, χάθηκαν στη διάρκεια της κρίσης 9 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Υπάρχουν σήμερα στην Αμερική 5 εκατομμύρια άνεργοι μακράς διαρκείας, κατά 4 εκατομμύρια περισσότεροι απ’ ό,τι πριν από την κρίση.

Facebook Comments