Για ακόμα μια φορά, έπεσαν να τη φάνε. Κάποτε αξίζει να ερευνηθεί. Με ψυχαναλυτικά, ψυχολογικά, ανθρωπολογικά εργαλεία. Τι είναι αυτό που έχει η Γιάννα και ερεθίζει τους συμπολίτες της τόσο –και τους δημόσιους σχολιαστές διπλά; Γιατί, ακόμα κι όταν λέει κάτι σωστό (υπό την έννοια του λογικά ορθού), ακόμα κι όταν φέρει εις πέρας το έργο το οποίο έχει αναλάβει, ακόμα κι όταν δεν βλάπτει κάποιον με τις επιλογές της, σε κάθε ευκαιρία ξεσηκώνει την επίκριση, την αντίδραση, αν όχι τη χλεύη; Μια πρώτη απάντηση θα έλεγε: είναι προκλητική. Και μια πρώτη επακόλουθη παραδοχή θα σημείωνε: Βεβαίως και είναι. Όμως, με έναν κρίσιμα διαφορετικό τρόπο, από αυτόν με τον οποίο έχει μάθει να δρα προκλητικά ο νεοέλληνας. Κατά την τελευταία αυτή περίσταση, του δήθεν αντισυστημικού συριζαϊσμού της, η Γιάννα φαίνεται να σηκώνει τους ώμους και να λέει «Ευθύνομαι για αυτό που λέω, όχι για αυτό που καταλαβαίνεις». Πράγμα προκλητικό, ιδίως όταν ξέρεις ότι έχεις να κάνεις με εκφραστές ευήθειας και σkοπιμοτήτων.

Μία από τις προκλητικές αμαρτίες του νεοέλληνα, στην οποία η ΓΑΚ δεν έχει υποπέσει, είναι η στάση που τηρεί απέναντι στην ίδια τη γλώσσα του. Όροι και έννοιες συγχέονται, μπουρδουκλώνονται, παρατίθενται φύρδην μίγδην, γυμνώνονται από το νόημά τους, σύρονται και ευτελίζονται σε δημόσιο διάλογο όπου απουσιάζει το επιχείρημα και περισσεύει η εντύπωση. Καταλήγουμε να μη συνεννοούμαστε και να λειτουργούμε στη βάση σαθρού κοινού τόπου με πυξίδα τη χειραγώγηση και όχι την πειθώ. Παράδειγμα: «Ουσιαστικά είμαι απέναντι στο πολιτικό σύστημα,» είπε η Γιάννα στον Στέφανο Κασιμάτη και την Καθημερινή.  Από πουθενά δεν προκύπτει, πως αυτό σημαίνει ότι είναι και «αντισυστημική», όπως γράφτηκε και αναπαράγεται με την ηδονή ενίοτε του παπαγάλου, που νιώθει ότι κάνει κάτι το σπουδαίο κρώζοντας μια λέξη.

Η Γιάννα λέει κάτι το ακριβές. Δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «κόντρα», ούτε «ενάντια», επιλέγει τη λέξη «απέναντι». Δίνει στη φράση μια εικόνα. Απέναντι, σαν παρατηρητής, σαν καθρέφτης, αλλά και σαν αντίπαλος. Και αναφέρεται στο «πολιτικό» σύστημα. «Αντισυστημικός» είναι εκείνος που τοποθετείται έξω από το σύστημα, που δεν είναι μέρος του συστήματος και που ενδέχεται και να θέλει να καταστρέψει το σύστημα. Η Γιάννα δεν ισχυρίζεται πως είναι, δήθεν, κάτι τέτοιο, όπως της το προσάπτει πχ ο Άδωνις Γεωργιάδης. Αξιολογεί τη διαδρομή της ως μία πορεία, που δεν βρέθηκε ποτέ απορροφημένη από το πολιτικό σύστημα. Ξεκίνησε από τη ΝΔ, εγκατέλειψε την πολιτική, διαχειρίστηκε μια δύσκολη σχέση με τις κυβερνήσεις Σημίτη και Καραμανλή, παρέμεινε έκτοτε εκτός. Δεν έχει σημασία, αν σνόμπαρε το πολιτικό σύστημα, αν δεν χώρεσε σ’αυτό, αν την απέρριψε εκείνο. Μέρος του πολιτικού συστήματος, γεγονός είναι, πως δεν υπήρξε. Και αυτό δήλωσε.

Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να πει, πως η Γιάννα βρίσκεται συνολικά έξω απ’το «σύστημα» – ως γενική κατά Χάμπερμας  έννοια που χαρακτηρίζει τις δομές οικονομικής, πολιτικής και επικοινωνιακής εξουσίας. Εννοείται, πως η Γιάννα είναι μέρος του γενικού συστήματος. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί και την αλήθεια της φράσης της, «Το σύστημα σκέπτεται και χειρίζεται τα πράγματα τελείως διαφορετικά από τη δική μου αντίληψη», όπως αποδόθηκε στην συνέντευξη της Κ, που ξεκίνησε τον τελευταίο αυτό γύρο «Γιαννομανίας».

Πρόκειται για έναν  άνθρωπο, που απέδειξε την αποτελεσματική του αρετή ακριβώς διότι ανέλαβε και έφερε εις πέρας δύο υποθέσεις (την διεκδίκηση και την οργάνωση των ΟΑ) στις οποίες το σύστημα είχε αποτύχει. Ο ίδιος άνθρωπος επέδειξε τα τρωτά του σημεία, αποτυγχάνοντας σε ένα εγχείρημα (το εκδοτικό), ακριβώς διότι επέμενε να κάνει πράγματα αποφεύγοντας την πεπατημένη. Όχι, το σύστημα όντως δεν χειρίζεται τα πράγματα με τον τρόπο της κας Αγγελοπούλου. Αν το έκανε, οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις θα έφερναν έσοδα στο δημόσιο ως αξιοποιημένες και μια επιχείρηση που βγάζει αξιοπρεπές προϊόν, δεν χρωστάει και πληρώνει τους εργαζομένους της θα έβρισκε τη θέση της στο κάδρο των ΜΜΕ.

Α προπό, η εικόνα της κας Αγγελοπούλου έπαιξε χθες σχεδόν σε πολλά πρωτοσέλιδα κυριακάτικων φύλλων. Σε όλες τις περιπτώσεις επιχειρήθηκε σύνδεση με τον ΣΥΡΙΖΑ. «Πώς η Γιάννα έγινε ΣΥΡΙΖΑ», διαβάσαμε. Και αυτό, διότι με τρόπο σιβυλλικό άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο, ο ΣΥΡΙΖΑ να αποδειχτεί μη καταστροφικός για τη χώρα. Συν ότι ο υιός Παναγιώτης φέρεται ως συριζόφιλος-κεϋνσιανός (ο Κέυνς, να σημειωθεί, παραμένει φιλελεύθερος στοχαστής και όχι μαρξιστής), εμφορούμενος από το πολιτικό γονίδιο του αδελφού του ομώνυμου παππού του, γραμματέα οικονομικών της κυβέρνησης του βουνού. Η αλήθεια είναι, ότι στο θέμα αυτό η Γιάννα παίζει με τις λέξεις, ειδικά όταν αποκαλεί μεν τον ΣΥΡΙΖΑ «το νέο», τον χαρακτηρίζει, δε, αφελή.  Στην πραγματικότητα, έχει κάθε λόγο να μην χαϊδεύει τις πολιτικές δυνάμεις που οδήγησαν τη χώρα στο σημείο που βρίσκεται. Την περιφρόνησαν και την φοβήθηκαν. «Έτσι που τα κάνατε, λουστείτε τα», τους λέει τώρα με τον τρόπο της. Και εκφράζει μιαν αλήθεια: ότι εάν έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στα πράγματα, αυτό θα συμβεί κυρίως λόγω της ανεπάρκειας της συμπολίτευσης.

Όμως και πάλι, αυτό δεν σημαίνει ότι η Γιάννα είναι ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε ότι εκδικείται κανέναν κάνοντας πλάτες η δίνοντας αβάντες. Ούτε καν, ότι προετοιμάζει το έδαφος για μια πολιτική δραστηριοποίηση του πρωτότοκού της. Κατά κύριο λόγο, με τον τρόπο της, εκφράζει μια λογική αντίδραση που σημαντικό μέρος της ελληνικής άρχουσας οικονομικής τάξης ενδεχομένως θα ήθελε να μπορεί να διατυπώσει ακομπλεξάριστα: Εφόσον έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι δυνατόν ούτε εμφυλιακές αντιδράσεις να υιοθετήσουμε, ούτε a priori μαύρα να τα βάψουμε. Με στρατηγικούς όρους, η Γιάννα επιχειρεί έναν ιδιότυπο εισοδισμό. Στο κάτω-κάτω της γραφής, δημοκρατία έχουμε. Ελληνική Δημοκρατία, συγκεκριμένα. Στην οποία η Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη, ακόμα κι αν δεν έχει τη σχέση που διατείνεται πως έχει με τον απλό κόσμο, ακόμα κι αν πολύ δύσκολα θα καταλάμβανε τη θέση του Προέδρου, φέρει επισήμως τον τίτλο της Πρέσβειρας και -για μια μειοψηφία- την σημασία του πρεσβευτή της Ελλάδας που θα μπορούσε να έχει υπάρξει.

Facebook Comments