Σε σημείο καμπής βρίσκεται και πάλι η Ελλάδα, με την κυβέρνηση να προσπαθεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της για την εκταμίευση της δόσης των  2,8 δισ. ευρώ του Μαρτίου 2013, χωρίς, όμως, να μπορεί να ταυτοποιήσει, παρά την αναμόρφωση της διοικητικής δομής των Υπουργείων, ικανό αριθμό οργανικών θέσεων προς κατάργηση και προσωπικού προς αποχώρηση, όπως σημειώνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.

Η σταδιακή αποπληρωμή, αν και με καθυστερήσεις, των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου και των εκκρεμών επιστροφών φόρων προς τον ιδιωτικό τομέα (περίπου € 1,5 δισ. έχουν καταβληθεί στο τετράμηνο Νοέμ.΄12-Φεβ.΄13) ενισχύει την ρευστότητα των επιχειρήσεων και επαναφέρει σταδιακά την ομαλότητα στην λειτουργία της οικονομίας.  Επίσης, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα ολοκληρωθεί σύντομα, διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη λειτουργία τους στο δυσμενές περιβάλλον της ύφεσης, των καθυστερήσεων και των επισφαλειών.

Η εδραίωση, όμως, των θετικών αυτών τάσεων που διαμορφώνονται στην ελληνική οικονομία υπονομεύεται από τις επαγγελίες ενός μεγάλου φάσματος του πολιτικού συστήματος που υπερθεματίζει με ατελέσφορες πολιτικές για την φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων και της μεγάλης κινητής και ακίνητης περιουσίας.

Πέραν πάσης αμφιβολίας η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα μεγάλο πρόβλημα είσπραξης των κρατικών εσόδων, φόρων και εισφορών, σημειώνουν οι αναλυτές της Alpha.

Η οποιαδήποτε πρόταση αναμόρφωσης και αναδιάρθρωσης του φορολογικού συστήματος της χώρας, από όπου κι’ αν προέρχεται, θα πρέπει να περιλαμβάνει πολιτικές οι οποίες να αντιμετωπίζουν και να διορθώνουν τα σημαντικά μειονεκτήματα του ισχύοντος φορολογικού συστήματος που οδηγούν στην ταχεία πτώση των εσόδων του κράτους, όπως προαναφέρθηκε.

Γενικά, μέτρα που μειώνουν τα φορολογικά έσοδα θα ήταν καταστροφικά στην τρέχουσα, εξαιρετικά κρίσιμη για τη χώρα, περίοδο. Επίσης, το ίδιο καταστροφική είναι και η κάλυψη που παρέχεται από πολλές πλευρές σε αυτούς που δεν πληρώνουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, ακόμη και από τον ΦΠΑ που τον έχουν ήδη εισπράξει.

Από την άλλη πλευρά τα μέτρα αυτά θα πρέπει να συμβάλλουν ουσιαστικά στην πάταξη της φοροδιαφυγής από όπου και αν προέρχεται, όχι μόνο για την αύξηση των κρατικών εσόδων, αλλά κυρίως για την αποκατάσταση της απολύτως αναγκαίας φορολογικής δικαιοσύνης.

Ειδικότερα, όσον αφορά στις προτάσεις για κατάργηση του ΕΕΤΗΔΕ (το αποκαλούμενο «χαράτσι»), σημειώνεται ότι ο ΕΕΤΗΔΕ ήταν ο μόνος φόρος στον οποίο δεν υπήρξε φοροδιαφυγή το 2012. Ως αποτέλεσμα, εισπράχθηκαν σημαντικά έσοδα από το φόρο αυτό, ύψους € 2,86 δις το 2012, έναντι € 0,49 δις το 2010.

Τα έσοδα αυτά το 2012 επιτεύχθηκαν παρά το ότι τα νοικοκυριά που είχαν πραγματική αδυναμία να πληρώσουν τον φόρο δεν τον πλήρωσαν. Αντίθετα, ο ΕΕΤΗΔΕ πληρώθηκε αυτούσιος ακόμη και από νοικοκυριά με μεγάλη ασυνέπεια στην εκπλήρωση των άλλων φορολογικών τους υποχρεώσεων.

Η κυβέρνηση προωθεί την κατάργηση του ΕΕΤΗΔΕ με στόχο την αντικατάστασή του με έναν ενιαίο φόρο ακινήτων (όχι μόνο των ηλεκτροδοτούμενων), η οποία θα συνίσταται στην επιβολή του σε μεγάλη φορολογική βάση (με αφορολόγητη αντικειμενική αξία κάτω των € 100.000 και με σχετικά χαμηλούς συντελεστές, επί της κατάλληλα επικαιροποιημένης αντικειμενικής αξίας του ακινήτου).

Από την αξιωματική αντιπολίτευση, ωστόσο, προτείνεται η κατάργηση του ΕΕΤΗΔΕ και η αντικατάστασή του με κάποιο φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας (ΦΜΑΠ) με αφορολόγητο όριο τα ακίνητα αντικειμενικής αξίας έως € 300.000 ανά άτομο και, προφανώς, με την επιβολή υψηλών συντελεστών φορολογίας στα ακίνητα άνω των € 300.000.

Μια τέτοια αλλαγή πολιτικής στη φορολογία ακίνητης περιουσίας θα έχει αναπόφευκτα ως συνέπεια την πτώση των εσόδων από τον φόρο ακίνητης περιουσίας σε επίπεδα κάτω των € 0,65 δισ. (που θα σημαίνει απώλεια κρατικών εσόδων ύψους τουλάχιστον € 2,0 δισ, η οποία αντιστοιχεί σε αναγκαστική απόλυση τουλάχιστον 100.000 δημοσίων υπαλλήλων).

Γενικά, η ανάπτυξη της οικονομίας στα επόμενα δύο ή τρία έτη δεν είναι δυνατή χωρίς την ανάκαμψη των συναλλαγών (με προσέλκυση και ξένων κεφαλαίων) και των επενδύσεων στην αγορά ακινήτων. Η αντίληψη ότι δεν χρειαζόμαστε πια «τα μπετά» για την ανάκαμψη της οικονομίας είναι απολύτως λανθασμένη και εξαιρετικά επικίνδυνη, τουλάχιστον όσον αφορά την περίοδο 2013-2015.

Χωρίς την εισροή εγχώριων και ξένων κεφαλαίων που μπορεί να προσελκύσει στα επόμενα έτη ιδιαίτερα η αγορά ακινήτων, σε συνδυασμό με την ανάκαμψη και ανάπτυξη και των άλλων κλάδων στους οποίους η χώρα κατέχει συγκριτικά πλεονεκτήματα, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα είναι σχεδόν αδύνατη. Χρειάζονται, συνεπώς, επενδύσεις και «στα μπετά» και «στα μυαλά».

Σημειώνεται επίσης η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης για μια «νέα» μεταρρύθμιση του Φόρου Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων (ΦΕΦΠ).
Αυτή θα περιλαμβάνει την φορολόγηση κάθε πηγής εισοδήματος στη φορολογία φυσικών προσώπων με την ίδια φορολογική κλίμακα, με προοδευτικά αυξανόμενους συντελεστές, αλλά με ελάφρυνση των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων.

Η πρόταση αυτή συνιστά στην ουσία επαναφορά σε ισχύ του ν. 3842/23.4.2010, που υπήρξε ο μοιραίος νόμος που οδήγησε στον καταποντισμό των καθαρών εσόδων του Τ.Π. το 2011, στη δραστική υποβάθμιση της πιστοληπτικής διαβάθμισης του δημοσίου χρέους της χώρας και κατά συνέπεια στην κατακόρυφη επιδείνωση της κρίσης στην Ελληνική οικονομία μετά τον Σεπτέμβριο του 2011.

Όσον αφορά στα ενοίκια, η επαναφορά τους στην κλίμακα του φόρου εισοδήματος, όπως προβλεπόταν και στο ν.3842/2010, σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα υπερ-φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας με αντικειμενική αξία άνω των € 300 χιλ., συνεπάγεται την ουσιαστική απαγόρευση της ενοικίασης ακινήτων στην επίσημη οικονομία και, κατά συνέπεια, τον καταποντισμό των φορολογικών εσόδων και την εξάλειψη κάθε είδους απόδοσης των επενδύσεων σε ακίνητα.

Η καθήλωση, ως εκ τούτου, κάθε είδους δραστηριότητας στην αγορά ακινήτων θα είναι οριστική με αρνητικές επιπτώσεις στην προσπάθεια της χώρας για έξοδο από τη μεγαλύτερη ύφεση της ιστορίας της.

Επίσης, τυχόν απόπειρα κατάργησης της αυτοτελούς φορολόγησης των τόκων επί των καταθέσεων θα έχει εξοντωτικές συνέπειες μόνο για τους συνεπείς φορολογούμενους που δηλώνουν σχετικά υψηλά εισοδήματα. Το χειρότερο, βεβαίως, είναι ότι έτσι θα επιβραβευθεί η μεγάλη φοροδιαφυγή. Για τους δηλώνοντες χαμηλά εισοδήματα, που δεν είναι χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι, η φορολόγηση των τόκων με την φορολογική κλίμακα δεν θα έχει καμία ουσιαστική επίπτωση.

Τέλος έχουν ανακοινωθεί προτάσεις για αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα δε των μεγάλων επιχειρήσεων, και των μετόχων και στελεχών αυτών των επιχειρήσεων.

Οι προτάσεις αυτές στη σημερινή συγκυρία της παντελούς απουσίας κερδών και εγχώριων ή ξένων επενδύσεων στον εγχώριο επιχειρηματικό τομέα και της αγωνιώδους προσπάθειας των επιχειρήσεων για εξασφάλιση των αναγκαίων για την επιβίωσή τους επιχειρηματικών και δανειακών κεφαλαίων, είναι εντελώς ανεδαφικές.

Facebook Comments