Μέσα από αναρτήσεις φίλων από το Πολιτεία 2 στα δίκτυα βρήκα ένα άρθρο, από τις 26 Σεπτεμβρίου 2014,  των Παναγιώτη Βλάχου και Νικήτα Κωνσταντινίδη με τίτλο “Φταίει το Σύνταγμα για την Κρίση;”. Το κείμενο προέρχεται από δύο νέους ανθρώπους, που είναι μέλη κάποιων οργανώσεων που πασχίζουν για το καλύτερο για αυτόν τον τόπο. Μάλιστα οργάνωσαν μια εκδήλωση μερικές μέρες μετά με σχετικό θέμα, στην οποία δυστυχώς δεν παραβρέθηκα καθώς ήρθε στην αντίληψή μου μετά το πέρας της. Θα θεωρήσω πως όντως είναι καλόπιστοι και πως όντως δεν είναι βαλτοί, πληρωμένοι, troll και όλα τα λοιπά γιατί αλλιώς δεν έχει νόημα καν να συζητάμε το κείμενό τους.
 
Οι απόψεις μας είναι κάθετα αντίθετες και δεν κρύβω τον προβληματισμό μου καθώς οι θέσεις που εκφράζουν είναι αποδεκτές από αρκετούς πολίτες της χώρας μας. Θα εκθέσω τις αντιρρήσεις μου σε δύο άξονες: στο ότι το κείμενο περιέχει σημαντικά λογικά σφάλματα και περαιτέρω στο ότι δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται οι συγγραφείς την έννοια και τον ρόλο του συντάγματος μιας χώρας. Θα προσπαθήσω να μην κουράσω, αλλά μερικές παραπομπές θα είναι απαραίτητες, ώστε να μην μιλάμε επί θεωρητικού. Τέλος να καταστήσω σαφές πως δεν είμαι ούτε νομικός, ούτε συνταγματολόγος. Τότε τι δουλειά έχω να ομιλώ περί του συντάγματος; Θεωρώ πως το σύνταγμα είναι ζήτημα φιλοσοφίας και ταυτότητας του Κράτους που επιθυμούν οι Πολίτες και όχι μια μυστικιστική αμπελοφιλοσοφία ενός κονκλαβίου πεφωτισμένων νομικών και συνταγματολόγων. Τα μαγειρέματα αυτών τα έχουμε δει και βιώσει από καταβολής συνταγματικού βίου σε πλείστες όσες αναθεωρήσεις του συντάγματος. Μάλιστα, αν και οι πράξεις τους διαφωνούν με αυτό που λένε, οι συγγραφείς φαίνεται να συμφωνούν με αυτή την θέση.
 
Στην πρώτη παράγραφο γίνεται μια ανάλυση εν σχέση με το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης στην παρούσα κατάσταση, όπου οι συγγραφείς δεν κρύβουν την άποψή τους πως το σύνταγμα της χώρας δεν εμποδίζει τις μεταρρυθμίσεις. Το ασύνδετο, κατά τη γνώμη μου, αυτό συμπέρασμα θα το συζητήσουμε εκτενώς παρακάτω. Ως προς την ανάλυση αυτή, θεωρώ πως δεν λαμβάνει υπ όψη της  δυο πολύ σημαντικούς παράγοντες.
 
Κατ αρχήν η ίδια η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός προσωπικά αλλά και ο πρωθυπουργεύων αντιπρόεδρός της, έχουν ανοίξει και συντηρούν το θέμα με δηλώσεις τους οι οποίες ξεκίνησαν πριν καν περάσουν τα απαιτούμενα 5 έτη από την προηγούμενη αναθεώρηση ώστε να μπορεί να γίνει επίσημη συζήτηση. Αυτό δεν είναι τυχαίο, αλλά αποτέλεσμα πίεσης σε δύο μέτωπα, από τους ίδιους τους Πολίτες της Χώρας. Το πρώτο μέτωπο είναι η πλήρης απαξίωση του πολιτικού συστήματος, των κομμάτων και των πολιτικών προσωπικά. Το δεύτερο είναι οι φωνές από οργανώσεις και απλούς πολίτες που ζητούν όχι απλά αναθεώρηση αλλά πλήρη αλλαγή του συντάγματος με άμεση συμμετοχή των πολιτών.
 
Αυτές οι φωνές έχουν φτάσει στα αφτιά τόσο της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε υψηλότατο επίπεδο όσο και σε αυτά της κυβέρνησης σε ανώτατο επίπεδο. Γνωρίζω προσωπικά κάποιες από τις συναντήσεις που έγιναν, με ποιούς και τι ειπώθηκε εκεί. Και γνωρίζω πως έγιναν κι άλλες για τις οποίες δεν έχω ενημέρωση.
 
Η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα γενικότερα, λοιπόν, είναι που επιθυμούν διακαώς την αναθεώρηση όχι για να πετύχουν κάτι καλύτερό ή έστω κάποια μεταβολή προς το συμφέρον τους αλλά κυρίως για να αποτύχει, όπως η προηγούμενη προσπάθεια, και να μετατεθεί η συζήτηση για άλλα πέντε τουλάχιστον έτη, καθώς όντως δεν υπάρχει δυνατότητα συναίνεσης για συνταγματική αναθεώρηση προς το παρόν.
 
Οι φωνές αυτές των πολιτών, τα επιχειρήματά τους και η ιστορία τους είναι ο δεύτερος παράγων που δεν λαμβάνει υπ όψη της η ανάλυση αυτή. Δεν πρόκειται για κάποιους τρελούς ή για αντιδράσεις που γεννήθηκαν χθες, ασχέτως αν παραβλέπονται από τους υπέρμαχους του συντάγματος αυτού ή αγνοούνται από αυτούς που δεν γνωρίζουν σε βάθος το συνταγματικό ζήτημα της χώρας. Σύσσωμη η αντιπολίτευση μετά την δικτατορία είχε καταδικάσει ως αντιδημοκρατικό το σύνταγμα αυτό κατά την σχετική συζήτηση στην βουλή.
 
Ποτέ δεν υπήρξε συναίνεση επί αυτού ούτε και από τους πολίτες που ποτέ δεν ρωτήθηκαν αν το αποδέχονται ή όχι. Από τότε υπάρχουν οι φωνές αυτές που ζητούν όχι απλώς αναθεώρηση αλλά αντικατάσταση. Προφανώς πολλοί ανάλογα με τα συμφέροντά τους ενώνονται με αυτό το κίνημα αλλά αργά ή γρήγορα αποχωρούν, συνήθως συνδεόμενοι με το σύστημα το οποίο κατήγγειλαν μετά βδελυγμίας, αποκομίζοντας πολλαπλά οφέλη.
 
Μέσα από αυτή την ελλειπή ανάλυση οι συγγραφείς πλασάρουν την πεποίθησή τους, χωρίς να την υποστηρίζουν και να την αιτιολογήσουν όμως, πως “[Δεν είναι] το σημερινό Σύνταγμα που εμποδίζει τις μεταρρυθμίσεις” αλλά “ότι είναι το έλλειμμα ηγεσίας και πολιτικής βούλησης”. Κρατώ την υφέρπουσα άποψη πως η Χώρα χρειάζεται επειγόντως μεταρρυθμίσεις αλλά επιτρέψτε μου αγαπητέ αναγνώστη να σχολιάσω δυο θέματα που προκύπτουν εδώ. Το πρώτο είναι η υποτιθέμενη ανάγκη για ισχυρό ηγέτη ή ηγεσία τέλος πάντων, με πολιτική βούληση να κάνει μεταρρυθμίσεις.
 
Σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα που λειτουργεί, όπως και σε ένα δημοκρατικό σύστημα, υπάρχει αυτό που ονομάζουμε διαχωρισμός των εξουσιών.  Συνήθως οι εξουσίες αυτές είναι η νομοθετική, η δικαστική και η εκτελεστική. Όπως δε λέει και το όνομά της η εκτελεστική οφείλει να εφαρμόζει, να εκτελεί τους νόμους και ΟΧΙ να αποφασίζει η ίδια. Σε απολυταρχικά καθεστώτα η νομοθετική εξουσία ελέγχεται και κατ ουσίαν ασκείται από τους ίδιους που αποτελούν την εκτελεστική. Σας θυμίζει κάτι; Ναι, είναι το σύστημα που έχουμε. Αυτό είναι που καλλιεργεί αυτή τη λογική, γιατί πολύ απλά ποτέ δεν έχουμε γνωρίσει κάτι διαφορετικό στην νεότερη ιστορία της Χώρας. Την λογική του εθνάρχη, του σωτήρα και του χαρισματικού ηγέτη.
 
Μια λογική που δεν έχει σχέση με τον κοινοβουλευτισμό αλλά, φυσικά, ούτε και με την δημοκρατία. Η βάση του πολιτεύματος είναι το σύνταγμα, άρα αυτό αποτελεί και την πηγή αυτής της στρεβλής νοοτροπίας και πρακτικής. Και αφου οι εθνάρχες, οι ηγέτες οι χαρισματικοί, οι νεοφιλελεύθεροι εκσυγχρονιστές, οι κεντρώοι εκσυγχρονιστές, τα εθνικά πολιτικά κεφάλαια και τα διεθνή πολιτικά κεφάλαια που κυβέρνησαν την τελευταία τεσσαρακονταετία είναι οι κατεξοχήν υπεύθυνοι για την κατάντια μας[i], ναι η πηγή της κρίσης είναι το σύνταγμα της χώρας.
 
Το δεύτερο θέμα είναι η αντίληψη πως το πρόβλημά μας είναι οικονομικό, με την αυτόνομη έννοιά του όρου,   δηλαδή αποκομμένο από το πολιτικό σύστημα του τόπου δηλαδή από τους θεσμούς. Αυτό πρεσβεύουν οι συγγραφείς λέγοντας “[κάποιοι] απλώς βλέπουν ένα παράθυρο ευκαιρίας για να μετατοπίσουν την πολιτική ατζέντα από την οικονομία στους θεσμούς”. Ίσως οι συγγραφείς να έχουν δίκιο και κάποιοι να σκέπτονται έτσι και να προσπαθούν να πετάξουν την μπάλα στην εξέδρα των θεσμών. Όμως το βαθύτερο ζήτημα παραμένει. Είναι ασύνδετη η οικονομία από τους θεσμούς; Σε θεωρητικό επίπεδο, αν εξαιρέσουμε τον αναρχισμό προς στιγμήν, όλα τα ρεύματα πολιτικής σκέψης αποδέχονται πως αυτή η θέση δεν ισχύει. Οι καπιταλιστές θεωρούν πως οι θεσμοί επηρεάζουν άμεσα (και σχεδόν πάντα αρνητικά) την την οικονομία με τις παρεμβάσεις τους. Οι σοσιαλιστές θεωρούν τους θεσμούς εγγυητή  της εύρυθμης λειτουργίας της οικονομίας με τις ευεργετικές παρεμβάσεις τους. Οι δε κομουνιστές επιθυμούν την πλήρη υποταγή της οικονομίας στα κελεύσματα των θεσμών. Τέλος οι απολυταρχικοί, δηλαδή οι φασίστες ναζιστές κλπ, αποσκοπούν στην συνένωση των θεσμών και της οικονομίας.
 
Το ίδιο θεωρώ πως ισχύει και στα διάφορα είδη αναρχισμού, για λίγο διαφορετικούς λόγους σε κάθε μια υπό περίπτωση αναρχισμού που διαφέρουν μεταξύ τους σε πολύ μεγάλο βαθμό, αλλά ας αφήσουμε αυτήν την απόδειξη για μια άλλη φορά.
 
Εφόσον λοιπόν ισχύουν αυτά, οφείλουμε να δούμε  στο δικό μας σύστημα/αχταρμά, σε πραγματικό επίπεδο, τι συμβαίνει. Μήπως στην Ελλάδα σήμερα υπάρχει ένας κρατικός μηχανισμός – δυνάστης που εξολοθρεύει με την φορολογία συγκεκριμένες οικονομικές ομάδες ενώ ταυτόχρονα μπορεί να χρωστά κυλιόμενα 5δις € (κατά μέσο όρο) στους ίδιους αυτούς ανθρώπους, παραβιάζοντας την ίδια του την νομοθεσία; Μήπως πληρώνουμε πάνω από 60% φορολογία επί των εισοδημάτων μας[ii]; Μήπως συγκεκριμένες ομάδες ατόμων και εταιρειών αντιμετωπίζονται πολύ ευνοϊκότερα από τον μέσο Έλληνα, σε οικονομικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα οι τραπεζίτες που έχουν προνομιακή σχέση και δοσοληψίες (βλέπε θαλασσοδάνεια) με το πολιτικό προσωπικό;  Μήπως η παραγωγική βάση της χώρας διαβρώθηκε με απίστευτες επιδοτήσεις, και σπατάλες διαχρονικά από την μεταπολίτευση τουλάχιστον, μέχρι και τις μέρες μας (για τις οποίες εξακολουθούμε να καταδικαζόμαστε συχνά πυκνά στο ευρωπαϊκό δικαστήριο);
 
Όλα αυτά έγιναν στην τύχη ή μήπως η απουσία αναγκαίων θεσμών και η σαθρότητα αυτών που υπάρχουν τα επέτρεψαν ή/και τα δημιούργησαν;
 
Την ορθή απάντηση σε αυτό το ερώτημα την δίνει, παραδόξως, το ίδιο το κείμενο που εξετάζουμε, στην τέταρτη παράγραφο: “Αυτό που εν τέλη κάνει μια πολιτεία συντεταγμένη δεν είναι το γραπτό της σύνταγμα αλλά η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα των θεσμών της, η ποιότητα των εξουσιών της, η λογοδοσία και η διαφάνεια  αλλά και η εμπέδωση του κράτους δικαίου”.
 
Κατά τη γνώμη μου το παραπάνω απόσπασμα είναι αντιφατικό και δείχνει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα στην κατανόηση της έννοιας του συντάγματος από τους συγγραφείς. Όλα αυτά που αναφέρουν οι συγγραφείς ως προϋποθέσεις ύπαρξης συντεταγμένης πολιτείας είναι ορθά, αλλά πηγάζουν θεσμοθετούνται και περιφρουρούνται από το σύνταγμα της χώρας. Το αν το σύνταγμα είναι γραπτό ή μη, είναι ενιαίο ή διαιρεμένο σε πολλά έγγραφα ή ακόμα και διεσπαρμένο στο σύνολο της νομοθεσίας δεν έχει σημασία. Ο θεμελιώδης νόμος του κράτους είναι αυτός που διαμορφώνει τον χαρακτήρα και την υφή του. Είναι ο εγγυητής πως αυτοί οι θεσμοί θα λειτουργήσουν και δεν θα μπορεί όποιος τύχει να κατέχει την νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία να τους παρακάμψει. Άθελά τους με αυτή την παραδοχή οι συγγραφείς αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο από την βασική τους θέση ότι δηλαδή δεν φταίει το σύνταγμα για την κρίση. Καθιστούν προφανές πως χρειάζεται να εστιαστούμε ακριβώς στο σύνταγμα και να το αλλάξουμε πλήρως, όχι απλά να το αναθεωρήσουμε, ώστε να αλλάξουμε ταυτότητα και νοοτροπία.
 
Μια ιδιαίτερα εκτεταμένη αναθεώρηση ή ακόμα καλύτερα, κατά την γνώμη μου, η πλήρης αλλαγή του δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας λαός – Μανωλιός που βάζει τα ρούχα του αλλιώς. Ο Μανωλιός αυτή την στιγμή φορά ένα πανβρώμικο και κουρελιασμένο τσουβάλι που του φόρεσαν κάποιοι χωρίς να τον ρωτήσουν. Οφείλει, εφόσον σέβεται τον εαυτό του, να το πετάξει και να φορέσει τα δικά του ρούχα, που του αρμόζουν και του αξίζουν, όποια κι αν είναι αυτά, ακόμα κι αν είναι χειρότερα από το τσουβάλι. Αυτή είναι η έννοια της ελευθερίας και του αυτοπροσδιορισμού. Αν κάποιοι δεν θέλουν να είναι ελεύθεροι αλλά να έχουν σοφούς, πεφωτισμένους και περίλαμπρους κηδεμόνες, σαν τον αντιπρόεδρο καλή ώρα, που να τους λένε τι να κάνουν και να ορίζουν την ζωή τους μπορούν να παραμείνουν στο ισχύον καθεστώς. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα τους ακολουθήσουμε και όλοι οι άλλοι. Βλέπεις αγαπητέ αναγνώστη κάποιοι έχουμε την λόξα να θέλουμε ένα σύνταγμα που να απαγορεύει τα πάντα στην εκτελεστική εξουσία εκτός από αυτά που θα της επιτρέψει αντίθετα με το ισχύον που επιτρέπει τα πάντα εκτός από ελάχιστα που απαγορεύονται.
 
Ίσως να έχουμε μακρηγορήσει αλλά ας εξετάσουμε και την έτερη θέση του κειμένου, ότι δηλαδή το σύνταγμα δεν εμποδίζει τισ μεταρρυθμίσεις. Οι συγγραφείς στην τρίτη παράγραφο αποδέχονται την ανάγκη για “πανεπιστήμια που στέκονται στον διεθνή ανταγωνισμό” και για “δικαιοσύνη που εμπεδώνει το κράτος δικαίου”. Από την άλλη πλευρά όμως το σύνταγμα απαγορεύει οποιονδήποτε ανταγωνισμό στα κρατικά πανεπιστήμια [iii] και υπονομεύει ανεπανόρθωτα την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης βάζοντας την εκτελεστική εξουσία να διορίζει την ηγεσία της[iv]. Τα αποτελέσματα αυτών είναι γνωστά: στα πανεπιστήμια βασιλεύουν τα junior κομματόσκυλα των φοιτητικών παρατάξεων και η δικαιοσύνη το μόνο που έχει βρει μεμπτό από αυτά που ζούμε ήταν η μείωση των μισθών των “λειτουργών” της και του μακρού και βαρέως χεριού της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή των ένστολων.  Η δε δημόσια διοίκηση που επίσης αναφέρεται στο κείμενο, λόγω ακριβώς του συντάγματός μας, είναι σύμφυτη με την εκτελεστική εξουσία, χωρίς δυνατότητα ανεξαρτησίας ούτε καν για τις υποτίθεται “ανεξάρτητες” αρχές[v]. Υπενθυμίζουμε παλαιότερα την υπόθεση Ζορμπά, ο οποίος ξηλώθηκε μόλις άρχισε να ενοχλεί και στις μέρες μας το αίσχος της ΕΛΣΤΑΤ, όπου, ανεξάρτητα με το αν οι κατηγορίες των πρώην μελών ευσταθούν, οι χειρισμοί αποδεικνύουν τον δικτατορικό χαρακτήρα διακυβέρνησης που επιτρέπει το παρόν σύνταγμα.
 
Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε πολλά ακόμα πάνω σε αυτό το ζήτημα αλλά δεν χρειάζεται να κουράσουμε περισσότερο. Νόμίζω πως είναι σαφές τόσο το πρόβλημα όσο και η λύση. Το σύνταγμα εμποδίζει τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες για να γίνουν, όσο κι αν είναι αναγκαίες, θα πρέπει να αλλάξουμε ριζικά τον θεμελιώδη νόμο του κράτους. Κάθε άλλη προσπάθεια θα ήταν ανεπαρκής, αντισυνταγματική ή … και τα δύο. Άλλωστε αυτό που αντιφατικά με όλο το υπόλοιπο κείμενο ζητούν οι συγγραφείς στην 2η παράγραφο, δηλαδή έναν ευρύ διάλογο για το σύνταγμα με πιθανώς δεσμευτικό χαρακτήρα, πρακτικά αποκλείεται από το σύνταγμα καθώς καθορίζεται πολύ συγκεκριμένος τρόπος αναθεώρησής του και μάλιστα μόνο με την σύμφωνη γνώμη της εκτελεστικής εξουσίας [vi].
 
Ας σταθούμε σε δύο σημαντικά σημεία πριν κλείσουμε τους συλλογισμούς μας. Το πρώτο είναι η (χωρίς επιχειρήματα) πεποίθηση πως το σύνταγμα της χώρας “δεν είναι κατ ανάγκη ένα “κακό” σύνταγμα. Στέκεται άνετα ανάμεσα σε άλλα συντάγματα ωρίμων δημοκρατιών”. Άνετα; Αλήθεια; Ας ξεχάσουμε ότι δεν έχουμε δημοκρατία αλλά αντιπροσωπευτικό σύστημα (republic) και ας δούμε για ποιές ακριβώς δημοκρατίες ομιλούν οι συντάκτες του κειμένου; Ποιές δηλαδή είναι οι “ώριμες δημοκρατίες” στις οποίες αναφέρονται; Η Αγγλία; Η Γαλλία; Η Γερμανία; Οι ΗΠΑ;
 
Οι ΗΠΑ σίγουρα εξαιρούνται. Πρόκειται για ομοσπονδιακό κράτος με ομοσπονδιακό σύνταγμα μεταξύ ισοτίμων πολιτειών (κρατών) και δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα. Το δε σύνταγμα τους είναι πλήρως αντίθετο σε λογική και συγκρότηση από το δικό μας. Ακόμα και εκεί ο παντοδύναμος υποτίθεται πρόεδρος είναι στο έλεος του κογκρέσου όπου τις περισσότερες φορές τουλάχιστον κατά το ήμισυ επικρατεί τον αντίπαλο κόμμα από αυτό που τον εξέλεξε και όποτε θέλει του κόβει την χρηματοδότηση.
 
Η Αγγλία δεν έχει ενιαίο συνταγματικό κείμενο και βασίζεται εν πολλοίς στον common law, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τα δικά μας χαΐρια.
 
Η Γαλλία και η Γερμανία; Μα εκεί συζητούμε για Presidential Republics που ούτε δημοκρατίες είναι ούτε έχουν πρωθυπουργό αυτοκράτορα. Οι πρόεδροι εκεί βασίζονται σε συμμαχίες κομμάτων και πολλές φορές είναι ανίκανοι να περάσουν την νομοθεσία που επιθυμούν γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει συναίνεση από τους βουλευτές.
 
Ποιά λοιπόν προοδευμένη και ισχυρή χώρα έχει ανάλογο σύνταγμα με το δικό μας;  Η μόνη χώρα που έχει δημοκρατία (υπό την έννοια της εκπροσώπησης αντί για αντιπροσώπευση και της δυνατότητας δράσης των πολιτών) είναι η Ελβετία. Ας μην κάνουμε όμως συγκρίσεις με αυτή τη χώρα γιατί δεν μας παίρνει καθόλου. Τι να συζητήσουμε; την μόνιμη οικουμενική κυβέρνηση που έχουν εκεί; Τα δημοψηφίσματα με πρωτοβουλία των πολιτών;  Το ότι για να περάσουν σημαντικά ζητήματα η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να πάρει έγκριση με δημοψήφισμα;
 
Δίπλα σε ποιόν λοιπόν το σύνταγμά μας στέκεται άνετα; Ποιοί είναι οι θεσμοί που θεσπίζει που απαντώνται στις ώριμες δημοκρατίες; Ούτε καν σοβαρό πολίτευμα που να βοηθά την χώρα και τους πολίτες δεν θεσπίζει το σύνταγμα που έχουμε. Ούτε καν συνταγματικό δικαστήριο δεν έχουμε, ώστε να ξέρουμε αυτό το πολύ κακό νομικό κείμενο, που στερείται ορισμών για τους όρους που χρησιμοποιεί, τι ακριβώς λέει…
 
Το δεύτερο είναι τα καθ αυτό λογικά λάθη που περιέχει το κείμενο. Κατ αρχήν η θέση την οποία αντιμάχεται το κείμενο είναι πως “Το σύνταγμα φταίει για την κρίση”. Μόνο που δεν περιέχει επιχειρήματα αλλά αξιωματικές θέσεις. Με αυτό τον τρόπο μεταθέτει το βάρος της απόδειξης στην θέση την οποία αντιμάχεται (burdern of proof reversal). Μέτα εμφανίζει την έννοια της αναθεώρησης την οποία (πάλι με αξιωματικές τοποθετήσεις) αποδομεί για να φτάσει στο συμπέρασμα πως δεν φταίει το σύνταγμα για την έλλειψη μεταρρυθμίσεων. Αυτό είναι ένα διπλό straw man argument.
 
Εμφανίζουν την έννοια της αναθεώρησης την οποία “καταρρίπτουν” ενώ δεν έχει καμία σχέση με την θέση που πραγματεύονται και ταυτόχρονα εστιάζονται στο αν το σύνταγμα επιτρέπει ή όχι τις μεταρρυθμίσεις, το οποίο και πάλι δεν έχει σχέση με την θέση την οποία πραγματεύεται το κείμενο. Ακόμα και το θέμα της αναθεώρησης να έπαιζε κάποιο ρόλο ως προς την υπό εξέταση θέση δεν θα στέκονταν ως επιχείρημα καθώς πρόκειται για ψευτοδίλημμα (false dichotomy) αφού δεν λαμβάνει υπ όψη του άλλες δυνατότητες που υπάρχουν (πλήρης αλλαγή συντάγματος από τους πολίτες για παράδειγμα ή δημοψηφίσματα κλπ).
 
Επιπλέον βασιζόμενοι σε μία πίστη (“Πιστεύουμε ότι το ελληνικό Σύνταγμα […] δεν είναι κατ ανάγκη ένα “κακό” σύνταγμα”), την οποία δεν μπαίνουν στον κόπο να εξετάσουν αν ισχύει, καταλήγουν στο συμπέρασμα που θέλουν (“Κοντολογίς το Σύνταγμα ούτε το πρόβλημα είναι αλλά ούτε και η λύση”). Αυτό αγγλιστί ονομάζεταιbegging the question.
 
Κλείνοντας, νομίζω πως έχουμε αποδείξει τις θέσεις μας για το κείμενο αυτό αγαπητέ αναγνώστη. Το ζήτημα της Χώρας είναι βαθιά πολιτικό και πολιτειακό. Το σύνταγμα βρίσκεται στην ρίζα του προβλήματος και είναι σαφέστατα μια λύση η αλλαγή του, είτε με πολύ εκτεταμένη αναθεώρηση είτε (το ευκταίο κατά τη γνώμη μου) με νέο σύνταγμα. Η οικονομία σαφώς και περνά μια κρίση η οποία στην αρχή της ήταν συγκρίσιμη με οικονομικές κρίσεις του άμεσου παρελθόντος μας. Οι αιτίες της όμως και η εξέλιξή της οφείλονται σε πολύ μεγάλο βαθμό στα πολιτικά μας ήθη και έθιμα.
 
Αυτά που καλλιεργεί το σύνταγμά μας, ένα σύνταγμα που ποτέ δεν έγινε αποδεκτό από τους πολίτες με δημοψήφισμα και που κατά κοινή ομολογία σύσσωμης της αντιπολίτευσης κατά την συζήτησή του στην βουλή είναι αντιδημοκρατικό. Είναι πολύ εύκολο να τα ρίχνουμε στο … γκαζόν και να περιμένουμε πως τα πάντα θα διορθωθούν μόλις διορθωθεί η οικονομία αλλά έτσι αγνοούμε τις βαθιές αιτίες των προβλημάτων μας.
 
Αν θέλουμε να λεγόμαστε πολίτες οφείλουμε να επιλέξουμε μόνοι μας το πλαίσιο στο οποίο θα ζήσουμε και δια της πραγματικής ελευθερίας να ξεδιπλώσουμε τα ταλέντα και τις δεξιότητες μας ο καθένας απερίσπαστος προς εξύψωση του συνόλου. Αν πάλι θέλουμε να είμαστε ιδιώτες, με την αρχαιοελληνική έννοια, μπορούμε να κάνουμε “μεταρρυθμίσεις” για να μπαλώσουμε την οικονομία μας (παρ όλο που αυτό δεν γίνεται, αλλά αυτό είναι άλλη μεγάλη συζήτηση) και μετά από 20 – 30 χρόνια που θα έχουμε επανέλθει να αρχίσουμε να ψάχνει ο καθένας πως θα αποφύγει την επόμενη κρίση. Τότε όμως το μόνο που θα έχουμε καταφέρει, φοβούμαι, θα είναι να γίνουμε ιδιώτες με την αγγλική έννοια του όρου …
 
 
[ii] “Ο φίλος μου ο κλέφτης” Capitalist in Wonderland. {ΣΗΜΕΙΩΣΗ: τα νούμερα πλέον είναι πολύ χειρότερα καθώς αυτό το άρθρο αφορά το προηγούμενο φορολογικό καθεστώς που απομυζούσε λιγότερα από τους πολίτες.}
[iii] Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 16 παράγραφος 5.  {ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τι δουλειά αλήθεια έχουν τα κόμματα στα πανεπιστήμια;}
[iv] Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 90 παράγραφοι 5 & 6
[v] Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 101Α παράγραφος 2 σε συνδυασμό με Κανονισμός της Βουλής άρθρα 13 & 14
[vi] Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 110

 

Facebook Comments