Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου, που θα την οδηγήσει στην ανάκαμψη και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, τουλάχιστον σε μεσοπρόθεσμο διάστημα. Ένα τέτοιο αναπτυξιακό πρότυπο συνδέεται με την υψηλή προστιθέμενη αξία της εγχώριας παραγωγής και στη δημιουργία νέων και ποιοτικών θέσεων εργασίας που θα προσελκύσουν υψηλά καταρτισμένο προσωπικό. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα χρόνια της κρίσης περίπου μισό εκατομμύρια Έλληνες κάτω των 35 ετών εγκατέλειψαν τη χώρα διεκδικώντας αυτό που τους αξίζει: ένα καλύτερο μέλλον. Με ποιον τρόπο, όμως, μπορεί να δοθεί ένα τέλος ή -τουλάχιστον- να μπει «φρένο» σε αυτό το φαινόμενο, που είναι γνωστό και ως brain drain («διαρροή» νέων επιστημόνων στο εξωτερικό);

Η προσπάθεια ανάσχεσης του brain drain απαιτεί ενδυνάμωση των ροών γνώσης μεταξύ των ακαδημαϊκών και ερευνητικών φορέων και του παραγωγικού συστήματος. Ενώ τα ελληνικά Πανεπιστήμια αποτελούν -κατά γενική ομολογία- φυτώρια καλά εκπαιδευμένου, άρτια καταρτισμένου και ευρύτερα μορφωμένου ανθρώπινου δυναμικού και διεξάγουν διεθνώς αναγνωρισμένη έρευνα, η γνώση αυτή μένει πολλές φορές στο ράφι και δεν μετασχηματίζεται σε οικονομικά αξιοποιήσιμη γνώση. Η κυριότερη αιτία αυτής της κατάστασης είναι η ανεπαρκής σύνδεση ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και τον παραγωγικό ιστό που υπάρχει διαχρονικά. Ένας τρόπος επίλυσης του συγκεκριμένου ζητήματος είναι η ανάπτυξη και προώθηση της επιχειρηματικότητας από τα μέλη της ερευνητικής και ακαδημαϊκής κοινότητας. Διότι αυτό που χρειαζόμαστε τη δεδομένη στιγμή δεν είναι απλά η ίδρυση νέων επιχειρήσεων.

Έχουμε ανάγκη από μια επιχειρηματικότητα υψηλών δυνατοτήτων που θα στηρίζεται στην  καινοτομία. Μια ειδικής μορφής επιχειρηματικότητα που θα συνδέεται με την επονομαζόμενη Οικονομία της Γνώσης, η οποία χαρακτηρίζεται από τον κρίσιμο ρόλο των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών, την υψηλή αναλογία σε δραστηριότητες έντασης γνώσης, το μεγαλύτερο κεφάλαιο άυλων πόρων σε σχέση με το αντίστοιχο κεφάλαιο υλικών πόρων στο σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου μιας επιχείρησης, και τις αυξημένες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη. Η ανάπτυξη μιας τέτοιας επιχειρηματικότητας θα συνδράμει σημαντικά στην ανάσχεση του brain drain και γενικότερα στην αντιστροφή του κλίματος.

Η ανάπτυξη και η εισαγωγή νέων τεχνολογιών, όπως για παράδειγμα οι τεχνολογικές αλλαγές που συμβαίνουν σε όλους τους κλάδους υψηλής τεχνολογίας και, ειδικότερα, στη βιοτεχνολογία και την νανοτεχνολογία, όπου υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι Έλληνες επιστήμονες, προσφέρουν ευκαιρίες για αυτού του είδους την επιχειρηματικότητα και κατ’ επέκταση «ποιοτικές» θέσεις εργασίες. Η συνολική αναβάθμιση του επιχειρηματικού συστήματος θα έχει ακόμα μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για την οικονομία.

Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφερθούν οι σημαντικές πρωτοβουλίες που έχουν παρθεί τα τελευταία χρόνια για τη στήριξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας. Όπως είναι για παράδειγμα οι διαγωνισμοί καινοτομίας, οι θερμοκοιτίδες επιχειρήσεων, οι επιταχυντές κλπ. Μία τέτοια πρωτοβουλία αποτελεί και το πρόγραμμα INVENT ICT που υλοποιείται από τη θερμοκοιτίδα ΕΠΙ.νοώ του ΕΠΙΣΕΥ/ΕΜΠ και τους IDGC με τη χρηματοδότηση και υποστήριξη της Ενωσης Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας. Ο 1ος κύκλος του προγράμματος ολοκληρώθηκε πρόσφατα με 12 ομάδες (από ένα σύνολο 60 ιδεών) να «αποφοιτούν» επιτυχώς, έπειτα από μια 12μηνη διαδικασία επώασης. Αυτές οι ομάδες οδηγούνται είτε στη σύσταση επιχείρησης ή αναπτύσσουν συνεργασίες με άλλες μεγάλες επιχειρήσεις προκειμένου να αξιοποιήσουν στην πράξη την καινοτόμο ιδέα τους.   

Η αναζωογόνηση της ελληνικής οικονομίας μέσω τέτοιων πρωτοβουλιών μπορούν να επαναφέρουν τους νέους επιστήμονες πίσω στη χώρα τους, αφού θα υπάρχει δυνατότητα αξιοποίησης τους, και το brain drain, που σήμερα αποτελεί μια θλιβερή πραγματικότητα, θα μετατραπεί σε brain gain με όλα τα συνεπαγόμενα οφέλη για την ελληνική οικονομία.

Facebook Comments