Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ βρίσκεται μισό βήμα από το να τινάξει στον αέρα την γεωπολιτική στόχευση της ελλαδικής μεταπολίτευσης στο σύνολό της. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι οι κυβερνώντες. Είναι ο ίδιος ο λαός. Κι αν πάμε σε εκλογές, θα πρέπει πριν να έχουμε κοιταχτεί καλά στον καθρέφτη, με τρόπο που πονάει.
 
Ιδού η Ελλάδα του 2015. Το μισό του ελληνικού πληθυσμού ζει σε μια τερατόμορφη  μεγαλούπολη που περισσότερα κοινά έχει με τη Βηρυτό και την Δασμασκό, παρά με το Βελιγράδι, πολλώ δε μάλλον με τη Βιέννη. Η χώρα περιβάλλεται από ορθόδοξα και μουσουλμανικά έθνη. Και στην καρδιά της, περιορισμένη συγγένεια αισθάνεται με την ευρωπαϊκή οικογένεια.
 
Ως το μόνο βαλκανικό έθνος που δεν απελευθέρωσε την ιστορική του πρωτεύουσα (χρήσιμο: «Μια μεγάλη Ελληνίδα. Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ. Συνομιλίες με το Θανάση Λάλα», Αρμός), οι Ρωμιοί αναγκαστήκαμε να δεχθούμε ως πολιτισμικό ανάδοχο τη Βαυαρία και να υιοθετήσουμε το αφήγημα της αρχαιοελληνικής ταυτότητας. Και πρώτο βήμα για να αποφασίσουμε τι θέλουμε να γίνουμε, είναι η αναγνώριση του τι είμαστε.
 
Αρχικά, ένα αρβανιτοχώρι επελέγη για εμβληματική κοιτίδα της Δύσης. Ένας τόπος με μηδενική θεσμική συνείδηση, ντυμένος με οθωμανική φορεσιά, κλήθηκε να υποδυθεί τον διάδοχο του Μιλτιάδη και του Παυσανία. Στην πορεία, οι κοσμοπολίτικες εστίες του ελληνισμού (Πόλη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια) ακρωτηριάστηκαν βίαια, σε μια διαδικασία που διήρκησε πάνω από έναν αιώνα.
 
Κι όταν όλοι οι πρόσφυγες μαζεύτηκαν πάνω στον ίδιο βράχο, στην εξίσωση εισήλθε ο κομμουνισμός. Το μείγμα πήρε φωτιά. Στις στρατιωτικές ήττες και τις χρεωκοπίες  προστέθηκε ο διαρκής διχασμός, οι δικτατορίες, οι εξορίες. Σαν ξυπνώντας απότομα, στην υψηλότερη ώρα του, το νεοελληνικό έθνος έγραψε τον άθλο του 1940-41. Και μετά ξανάπεσε στον αλληλοσκοτωμό.
 
Κατόπιν, η πρόσδεση στο δυτικοευρωπαϊκό άρμα διαφυλάχθηκε με περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών: Κουτσός κοινοβουλευτισμός, δικτατορία, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Μέχρι την ήττα στην Κύπρο και την εγκαθίδρυση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.
 
Δεν είναι τυχαίο, που ο Καραμανλής έσπευσε να δηλώσει το «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Σε μια χώρα όπου αυτό εννοείται, δεν υπάρχει ανάγκη τέτοιων διατυπώσεων. Και ναι, μπορεί ο Παπανδρέου να μην απέσυρε τη χώρα από ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, όμως αυτό συνέβη διότι έπεσε στο τραπέζι το μόνο επιχείρημα που σέβεται ο νεοέλληνας: χρήμα.
 
Τώρα, που τα ταμεία άδειασαν και οι στρόφιγγες στέρεψαν, παύει και η δωροδοκία της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Μένει ένα έθνος-πείραμα διχασμένο, εξαπατημένο και εν πολλοίς αμόρφωτο. Μένουν συναισθηματικά αντανακλαστικά. Μένουν ιστορικά απωθημένα από το 1949.
 
Μένει όμως και ένα μέρος των πολιτών που πρόλαβε να μπολιαστεί με την ευρωπαϊκή συνείδηση. Που αντιλαμβάνεται, ότι οι πιστωτές δεν υπήρξαν επιεικέστεροι με τους υπολοίπους. Που γνωρίζει, ότι μια οικονομία που αναπτύσσεται επαρκώς μπορεί να εξουδετερώσει τις συνέπειες μέτρων της τάξης των 3.6 δισ..
 
Πλέον, δεν μιλάμε για αριστερούς και δεξιούς. Διότι και οι δεξιοί, με το να ανέχονται ένα κράτος που δεν εκπληρώνει το ρόλο του ελεγκτή και του διαιτητή, που λειτουργεί με τον χρηματισμό και το ρουσφέτι, οθωμανοί καταντούν. Δεν μιλάμε καν για καπιταλιστές και κομμουνιστές, διότι, ας το παραδεχθούμε, δεν υπάρχει κομμουνισμός σήμερα, σε έναν κόσμο όπου η Κίνα είναι καπιταλιστική δικτατορία. Μιλάμε για ευρωπαϊστές και απομονωτιστές. 
 
Πρόκειται για το δίλλημα που συζητά ο Ελύτης εδώ, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80: https://www.youtube.com/watch?v=4rmdMGmwzGc.
 
Το πρόβλημα του κου Τσίπρα και της κυβέρνησής του, είναι ότι δεν έχει λάβει εντολή να εκπροσωπήσει ούτε τους μεν, ούτε τους δε, διότι εξελέγη επικεφαλής κόμματος-συνονθηλεύματος. Μίλησε για ελπίδα, μα είναι προϊόν απελπισίας. Κι αν οι ευρωπαϊστές αποτελούν ακόμα πλειονότητα στη χώρα, καμιά ρητή πολιτική εντολή δεν έχει δοθεί στο όνομά τους.
 
Εφόσον, λοιπόν, οδηγηθούμε σε εκλογές, τα στρατόπεδα θα πρέπει αυτή τη φορά να είναι σαφή και προσδιορισμένα. Aπό τη μια μεριά, καιρός είναι να συμπαραταχθούν ανοιχτά όσοι συναισθάνονται ότι Ευρώπη δεν είμαστε ακόμα, όμως θέλουμε να γίνουμε. Από την άλλη, ας μιλήσουν με ευθύτητα όσοι αρκούνται στον όρο Ευρώπη ως γεωγραφικό προσδιορισμό. 
 
Αν ο Αλέξης Τσίπρας έρθει σε ρήξη με τους σκληροπυρηνικούς του κόμματός του και ηγηθεί της ευρωπαϊκής παράταξης, θα γράψει ιστορία. Αν όχι, πάλι θα μείνει στην ιστορία, αλλά για λόγους επώδυνους.

 

 

Facebook Comments