Η επιμονή του ΔΝΤ στο θέμα της μη βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους θα φέρει πιθανώς αναταράξεις στην πολιτική ζωή της Γερμανίας, συνεπώς και της ίδιας της ΕΕ. Οι Ευρωπαίοι επιθυμούν να μην ανοίξει ξανά η δημόσια συζήτηση γύρω απ’ την ανάγκη ενός νέου κουρέματος του ελληνικού δημοσίου χρέους που κατέχει ο επίσημος τομέας, δηλαδή η ευρωζώνη και η ΕΚΤ, πριν από τις γερμανικές εκλογές του επόμενου Σεπτεμβρίου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε μάλιστα προτείνει την εκταμίευση δύο δόσεων προς την Ελλάδα τον περασμένο μήνα προκειμένου ακριβώς να αποφευχθεί μια συνολική επαναξιολόγηση της πορείας του ελληνικού προγράμματος απ’ την Τρόικα, που πιθανώς θα έδινε λαβή στο ΔΝΤ να θέσει εκ νέου το θέμα με επιτακτικό τρόπο.

Όμως όπως και τον περασμένο Ιανουάριο, με την περίφημη πια μελέτη-mea culpa του επικεφαλής οικονομολόγου του Ταμείου Olivier Blanchard και του Daniel Leigh που μιλούσε για αστοχία στις δημοσιονομικές προβλέψεις λόγω λάθους στον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή, έτσι και τώρα το ΔΝΤ απέδειξε ότι, ως εξωτερικός συρρυθμιστής που είναι, δε συγκινείται ιδιαιτέρως από τις εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες της ευρωζώνης. 

Μάλιστα, στην πρόσφατη επισκόπηση της πορείας του Μνημονίου 1, το Ταμείο λέει ανοιχτά ότι ένα από τα συμπεράσματα που πρέπει να εξαχθούν είναι και «η ανάγκη να διερευνηθεί η περίπτωση αναθεώρησης των πολιτικών και του πλαισίου δανειοδότησης του Ταμείου, προκειμένου να ληφθούν καλύτερα υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις των νομισματικών ενώσεων». Συνεπώς, όλοι όσοι έσπευσαν, καλόπιστα ή από υπερβάλλοντα ζήλο, να μιλήσουν για νέο απομονωτισμό των ΗΠΑ (που ως γνωστόν επηρεάζουν σημαντικά τις επιλογές του ΔΝΤ) σε σχέση με την Ευρώπη και την κρίση της ευρωζώνης, μάλλον βιάστηκαν.

Πίσω όμως από την εμφανή σύγκρουση μεταξύ μιας αμερικανικής αντίληψης, που επιδιώκει δυναμικότερους τρόπους αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στις προοπτικές μιας σταθεροποιούμενης οικονομίας, και μιας πιο συντηρητικής γερμανικής αντίληψης, που επιμένει πάντοτε στην ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών χάριν μιας μακροπρόθεσμα υγιέστερης οικονομικής ανάπτυξης, κείται η πηγή της σημερινής συστημικής κρίσης: ο λεγόμενος «καπιταλισμός καζίνο». Από πολλές πηγές μαθαίνουμε τους τελευταίους μήνες ότι η τράπεζα εκείνη με τις πιο τοξικές πρακτικές δεν είναι άλλη από την γιγαντιαία Deutsche Bank, της οποίας τα ύποπτα παιχνίδια με παράγωγα ώθησαν την αμερικανική ρυθμιστική αρχή SEC να ανοίξει μια έρευνα.

Ο κ. Simon Johnson, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, προειδοποιεί επανειλημμένως ότι «αυτή η τράπεζα λειτουργεί ως hedge fund», δηλαδή λαμβάνοντας υπερβολικά ρίσκα για κερδοσκοπικούς λόγους και καλύπτοντας τις αδιαφανείς πρακτικές της. Αν υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο η γερμανική κυβέρνηση δείχνει να κωλυσιεργεί τόσο έντονα για τη μετάβαση σε μιαν Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση με ενιαίους κανόνες εποπτείας για όλες τις συστημικά σημαντικές τράπεζες, αυτός δεν είναι ίσως τόσο ο φόβος του πολιτικού κόστους από μια κοινή γνώμη που έχει εκπαιδευθεί να πιστεύει ότι καλύπτει διαρκώς τους σπάταλους και απείθαρχους Νότιους.

Είναι περισσότερο ο φόβος για τους σκελετούς που θα βγουν ενδεχομένως απ’ τα ντουλάπια τόσο της Deutsche Bank όσο και των γερμανικών περιφερειακών τραπεζών (Landesbanken) και ταμιευτηρίων (Sparkassen), δηλαδή ομίλων που λειτουργούν υπό καθεστώς εγγύησης δημόσιων περιφερειακών αρχών, αν και εφόσον τεθούν υπό καθεστώς εποπτείας από εξωγενείς, δηλ. εκτός γερμανικού ελέγχου, ευρωπαϊκές αρχές.

Αν δει κανείς την πρόσφατη τιτανομαχία μεταξύ του ΔΝΤ (που δεν πιέζει μόνο διαρκώς για κούρεμα του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, αλλά και για γρήγορη μετάβαση σε Τραπεζική Ένωση) και της ευρωζώνης υπό αυτό το πρίσμα, το θέμα αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Μετά από όλη την καταστροφή που προκλήθηκε στον κόσμο λόγω της κατάρρευσης της Lehman Brothers το 2008, το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα έχει αποκαταστήσει σε κάποιον βαθμό τα κεφαλαιακά του μαξιλάρια, ενώ στην ΕΕ το τραπεζικό σύστημα υποφέρει ακόμα βαθιά από κρίση υποκεφαλαιοποίησης.

Facebook Comments