Όλα τα πολιτικά κόμματα διαχρονικά στην Ελλάδα κατέρχονται στις εκλογές με οικονομικά  προγράμματα τα οποία με την ποιο μετριοπαθή χαρακτηρισμό αποτελούν από τη μια μεριά τρανταχτές ρητορείες και από την άλλη μεριά συνονθύλευμα υποσχέσεων δίχως ιεράρχηση και βεβαίως χωρίς καμία οργανική ένταξη σε κάποιο συνεκτικό σχέδιο εφαρμοζόμενης πολιτικής.

Το γνωρίζουμε λίγο-πολύ όλοι όσοι παρακολουθούμε προσεκτικά τα τεκταινόμενα στην πολιτική ζωή της χώρας. Τα  προγράμματα  όλων των ελληνικών κομμάτων,  αποτελούν συρραφή απόψεων οι οποίες εκφράζουν ακραίες βουλησιαρχικές αντιλήψεις πλήρως αυτονομημένες από την εγχώρια και διεθνή πραγματικότητα. Οι υπάρχοντες περιορισμοί πάσης φύσεως οι οποίοι λειτουργούν ακατάπαυστα (φυσικά μεταβαλλόμενοι κατά εποχές) δεν λαμβάνονται υπόψη. .

Ο βασικός λόγος ύπαρξης αυτής της κατάστασης είναι η προσπάθεια ικανοποίησης όλων ανεξαιρέτως των αιτημάτων της εκλογικής πελατείας. Αυτό δεν θα ήταν κατακριτέο αν όλα αυτά τα αιτήματα εντασσόταν οργανικά σε κάποιο πρόγραμμα με τρόπο που να μην έρχονταν σε αντίθεση μεταξύ τους. Επίσης δεν θα ήταν κατακριτέο αν όλα αυτά τα αιτήματα οδηγούσαν σε θετικές μακροοικονομικές αποτιμήσεις και όχι μόνο στη δημοσιονομική τους συνιστώσα, αν και η τελευταία αποτελεί βασική συνιστώσα. Όσοι ασχολούνται με την οικονομική πολιτική επιστημονικά και επαγγελματικά κατανοούν πολύ καλά αυτό που προσπαθώ να διατυπώσω.

Η οικονομική πολιτική ασκείται με τη χρήση αριθμών, με ποσοτικοποίηση μεγεθών, με μετρήσεις, εκτιμήσεις και υπολογισμούς. Η εφαρμοσμένη οικονομική πολιτική δυστυχώς ασκείται με αυτό τον τρόπο. Οι σκοποί της οικονομικής πολιτικής διακρίνονται σε βραχυχρόνιους (θυμάστε τα προγράμματα των 100 ημερών;) και σε μακροχρόνιους. Υπό ομαλές, κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, στους βραχυχρόνιους στόχους εντάσσονται η πλήρης απασχόληση, η σταθερότητα του επιπέδου των τιμών και η ισορροπία στο εξωτερικό ισοζύγιο. Υπό μη ομαλές συνθήκες κρίσεως, πτωχεύσεως κ.τ.λ., μετά από μελέτη ιεραρχούνται οι βραχυχρόνιοι στόχοι. Οι στόχοι εξειδικεύονται μέσω μακροοικονομικών μεταβλητών και λαμβάνουν ποσοτικά χαρακτηριστικά, για να γίνει κατανοητό για τι πλαίσιο μεγέθους ομιλούμε.

Τα μέσα επίσης που έχει στη διάθεσή της η εκάστοτε κυβέρνηση δεν είναι ούτε απεριόριστα ούτε και μπορούν πάντοτε να χρησιμοποιηθούν κατά το δοκούν. Επίσης χρειάζεται να ιεραρχηθούν. Επομένως οποιοδήποτε πρόγραμμα δεν στηρίζεται στην καταγραφή της οικονομικής πραγματικότητας της χώρας, δεν περιέχει τους στόχους του προγράμματος ποσοτικοποιημένους, αλλά και τα μέσα και τους τρόπους, δεν αποτελεί οικονομικό πρόγραμμα κατά την οικονομική έννοια του όρου αλλά απλώς ένα πολιτικό πρόγραμμα που μπορεί να εξηγεί το γιατί θα πρέπει να οδηγηθούν οι εξελίξεις προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση αλλά δεν εξηγεί το πώς και με ποιον τρόπο θα κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.

Επίσης θα πρέπει να καταγράφονται οι επιπτώσεις ή οι αλλαγές που η ασκούμενη οικονομική πολιτική θα επιφέρει στο σύνολο των μακροοικονομικών μεταβλητών και πώς αυτές θα κατανεμηθούν στα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Νομίζω όμως ότι παραβιάζω ανοικτές θύρες για όλους όσοι έχουν ασκήσει κυβερνητικό έργο ή έχουν εργασιακή εμπειρία σε ανάλογες θέσεις στη σημερινή οικονομική πραγματικότητα.

Στο σημείο αυτό θα μπορούσα να προτείνω ως δείγμα οικονομικού προγράμματος το Μνημόνιο που εφαρμόζεται στη χώρα μας. Όχι ως περιεχόμενο, όχι δηλαδή όσον αφορά τους στόχους, τα μέσα και τους τρόπους που έχουν επιλεγεί, αλλά ως δομή προγράμματος όσον αφορά στα μακροοικονομικά στοιχεία. Για να δώσω ένα παράδειγμα, η Ε.Ε., επεξεργαζόμενη τα στοιχεία του οικονομικού προγράμματος που εφαρμόζεται, κάνει προβλέψεις τις οποίες δημοσιεύει.

Αυτός που θα παρέμβει και θα αλλάξει το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα τι αλλαγές επιδιώκει να επιφέρει στην εξέλιξη των μεγεθών; Στο σημείο αυτό θέλω να επιστήσω την προσοχή στο ότι η ανάγνωση της πραγματικότητας αποτελεί, την αφετηρία εκδήλωσης όποιων ενεργειών που αποβλέπουν στην αλλαγή ή στην προσαρμογή της.

Η σωστή απεικόνιση της πραγματικότητας, φυσικής, και κυρίως κοινωνικής, αποτελεί διαχρονικά το ζητούμενο για όλες τις φιλοσοφικές και επιστημονικές θεωρήσεις. Θα προσέθετα αβίαστα ότι το ίδιο συμβαίνει και για την πολιτική πραγματικότητα. Αυτό αφορά όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς που επιδιώκουν κατ’ αρχάς την επιβίωσή τους ως απαραίτητη προϋπόθεση «άσκησης της ελευθερίας τους στον κόσμο». Επιπλέον θα ήθελα να αναδείξω τη σημασία της αναζήτηση του ειδοποιού στοιχείου της συγκεκριμένης συγκυρίας.

Ο χρόνος στις περιόδους κρίσης δεν απεριόριστος. Και είναι καταστροφική η απώλεια της κατάλληλης χρονικής στιγμής κατά την οποία πρέπει να υπάρξει αποφασιστική παρέμβαση που θα συμβάλει δραστικά στην ευνοϊκή εξέλιξη των πραγμάτων για την χώρα και τους πολίτες της.

Όμως είναι και πολιτική καταστροφή για όποιον απολέσει τον κατάλληλο χρόνο και τρόπο επέμβασης. Κατά την άποψή μου η λογική των οικονομικών προγραμμάτων των νεοφιλελεύθερων κομμάτων και η αντίστοιχη λογική των οικονομικών προγραμμάτων των μαρξιστικών  κομμάτων αποτελούν την όψη του ίδιου νομίσματος, παρότι το ένα ταυτίζεται με «τα γράμματα» και το άλλο με «την κορόνα», για να θυμηθώ τα παιχνίδια των παιδικών μου χρόνων στις γειτονιές της Πάτρας.

Θέλω να πω απλώς ότι και οι δύο θέλουν, από διαφορετικές κατευθύνσεις σαφώς, να παρέμβουν στην οικονομική πραγματικότητα να τη μεταβάλουν σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους και μέσω αυτών των δραστικών μεταβολών θεωρούν ότι θα λυθούν τα υπάρχοντα προβλήματα και ότι η οικονομική πραγματικότητα θα οδηγηθεί στη βέλτιστη λύση ή στο βασίλειο της ικανοποίησης των αναγκών της κοινωνίας. Άλλωστε και τα δύο ρεύματα πηγάζουν από την ίδια μήτρα, εκείνη του Διαφωτισμού, αλλά και από μια υπομήτρα αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έκφραση, στην οποία καθοριστικό στοιχείο αποτελεί η γνωστή αντίληψη περί Φιλοσοφίας της Ιστορίας, δηλαδή η αντίληψη που υποστηρίζει την ύπαρξη τέλους στην Ιστορία,

Τέλους προφανώς ευχάριστου και θετικού όπου βασιλεύει η ελευθερία και το αλλοτριωμένο άτομο βρίσκει τον εαυτό του και αναγνωρίζεται σε αυτόν. Αν επικρατήσει όμως η αντίληψη αυτή, της μακροχρόνιας εξισορρόπησης της οικονομίας, κάτι που προφανώς έχει νόημα μόνο σε σχέση με τη «ιδανική» κατασκευή που έχει ο καθένας στο μυαλό του, όπου όλα θα πρέπει να εξυπηρετούν αυτόν και μόνο τον στόχο, υπάρχει ο μέγιστος κίνδυνος -για να μην πω βεβαιότητα- να λησμονηθεί η πραγματικότητα, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Κατ’ αυτό τον τρόπο αγνοείται η πραγματικότητα της λειτουργίας της οικονομίας σε ένα δημοκρατικό καθεστώς. Αγνοείται η δύναμη της στιγμής που κατά την ποιήτρια Κική Δημουλά «χωρά όλα τα αποκορυφώματά μας».

Όμως είναι γνωστό σε όλους όσοι ασχολούνται με αυτά τα θέματα ότι σε ένα οικονομικό πρόγραμμα, αλλά και σε οποιοδήποτε πρόγραμμα, βασική αρχή του προγραμματισμού είναι η ιεράρχηση των στόχων και η εναρμόνιση των διαθέσιμων μέσων με τους στόχους (σταθερούς ή ευέλικτους). Η ιεράρχηση των στόχων είναι απολύτως αναγκαία. Μάλιστα επιλέγονται οι άμεσοι και άκρως αναγκαίοι στόχοι και μεταξύ αυτών ο πρώτος άμεσος και αναγκαίος στόχος, ο οποίος θεωρείται υπό μιαν έννοια υπαρξιακός. Όλα τα μέσα, τα όπλα, οι πυροβολαρχίες, τα κανόνια, τα αεροπλάνα και το ναυτικό θα πρέπει τώρα, βραχυπρόθεσμα, να στοχεύσουν προς αυτό τον στόχο. Όλοι οι υπόλοιποι στόχοι σπρώχνονται πίσω στον χρόνο και αναμένουν τη σειρά τους. Βραχυχρόνια οι θεσμικές αλλαγές δεν προλαβαίνουν να αποδώσουν, θέλουν χρόνο.

Γι’ αυτό ομιλούμε για μακροπρόθεσμους στόχους (3 μέχρι και 5 έτη, ίσως και περισσότερο). Ακόμη είναι δύσκολο να αποδώσουν υπό καθεστώς άγριας και βίαιης επιβολής στο πλαίσιο ύπαρξης της δημοκρατίας. Παράλληλα, αν δεν επιτευχθεί ο βασικός βραχυχρόνιος στόχος κινδυνεύουν να χαθούν και όλοι οι υπόλοιποι.

Η πρώτη επιτυχία ή αποτυχία σηματοδοτεί θετικά ή αρνητικά τη συνέχεια. Η εμπιστοσύνη των πολιτών αυξάνεται ή μειώνεται αναλόγως των οικονομικών αποτελεσμάτων και όχι των ρητορειών και των ιδεολογικών ρήσεων. Οικονομικό πρόγραμμα δεν νοείται αν δεν περιέχει σαφείς ιεραρχημένους στόχους που να ικανοποιούν κατ’ αρχάς την επείγουσα ανάγκη της οικονομίας και της κοινωνίας και να κλιμακώνονται στη συνέχεια στη βάση επίτευξης του πρώτου και επείγοντος στόχου.

Το βασικό συμπέρασμα τούτων των σκέψεων δεν συνάδει με μια ακόμη  δεοντολογική απαίτηση , με ένα ακόμη πρέπει για το πώς να γίνει κάτι, αλλά βρίσκεται ακριβώς  στον αντίποδα αυτής της αντίληψης : απλά υποστηρίζει ότι δεν περιμένει από τα ελληνικά κόμματα οικονομικά προγράμματα αυτής της μορφής και αυτού του περιεχομένου. Τελεία και παύλα.

Facebook Comments