Όποιος στοιχειωδώς παρακολουθεί τα πράγματα, δεν μπορεί παρά να αισθάνθηκε θλίψη κι οργή για τις δηλώσεις του Γιώργου Κατρούγκαλου, που με το νόμο του το 2016 κατέστη ο «νεκροθάφτης του ασφαλιστικού συστήματος», να ισχυρίζεται ότι δήθεν το συμπληρωματικό μνημόνιο, που εισάγεται σήμερα στη Βουλή για να ψηφισθεί την Πέμπτη 14 Ιουνίου, «δεν περιλαμβάνει νέες περικοπές συντάξεων». Το ψέμα είναι τρομερό κι άθλιο για εκατομμύρια συνταξιούχων, που υποφέρουν καθημερινά λόγω των μειώσεων των αποδοχών τους αλλά κυρίως λόγω της συνειδητής και συστηματικής εξαπάτησης τους από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Οι οποίοι την Πέμπτη θα ψηφίσουν με ένα νόμο, ένα άρθρο το «συμπληρωματικό μνημόνιο», στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2019-2022, που είναι το πλέον βαρύ για τους συνταξιούχους, τους φορολογούμενους, την αγορά και την οικονομία από το 2015, που ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας επέβαλλε, μετά το φιάσκο του δημοψηφίσματος και της «σκληρής διαπραγμάτευσης», το τρίτο κι επαχθέστερο μνημόνιο.

Επειδή πολύς κόσμος, πολλές φορές ούτε οι ίδιοι οι βουλευτές, δεν μπορεί να παρακολουθήσει και να βρει την αλήθεια στο τι περιλαμβάνεται σε ένα ογκώδες νομοσχέδιο, που έρχεται καταχρηστικά με την μορφή του ενός άρθρου, είναι χρήσιμο να δούμε τι καταστροφικό κι επώδυνο περιλαμβάνει:

  1. Επιβεβαιώνει την περικοπή της «προσωπικής διαφοράς» από 1-1-19 σε όλες τις συντάξεις, όπως προέκυψε μετά τον επανυπολογισμό τους με τον καταστροφικό νόμο Κατρούγκαλου, σε ποσοστό 18% για τις κύριες αλλά και τις επικουρικές συντάξεις
  2. Την πλήρη κατάργηση του ΕΚΑΣ
  3. Την κατάργηση των οικογενειακών επιδομάτων για όλες τις συντάξεις
  4. την μείωση του αφορολόγητου στις 5600 ευρώ από 1-1-20, όπως προέβλεπε ο νόμος του 2017
  5. Την αύξηση του ΕΝΦΙΑ για 1,1 εκατ. ακίνητα, κυρίως σε λαϊκές περιοχές αλλά και στα νησιά.
  6. Την ενεχυρίαση της κινητής κι ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου στον ESM, που θα μπορεί να την εκπλειστηριάζει μέχρι του ποσού των 25 δις ευρώ, εφόσον δεν θα μπορεί η Ελλάδα να ανταποκρίνεται στις πληρωμές της προς τους δανειστές μας.
  7. Προβλέπει τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα, πολύ πάνω κι από το 3,5%, που ζητούσαν οι δανειστές και που θα φτάσουν ακόμα και το 5,19% το 2022. Σκοπός τους είναι προφανώς να μπορεί η κυβέρνηση να ενεργοποιεί τα περιβόητα «αντίμετρα», που για να δοθούν πρέπει το πλεόνασμα να είναι μεγαλύτερο του 3,5%. Αλλά αυτό σημαίνει ότι με τον τρόπο αυτό θα στραγγίξει πλήρως η οικονομία κι η αγορά. Γιατί είναι αδύνατον να επιτευχθούν τόσο μεγάλα πλεονάσματα σε μια οικονομία, με τόσο χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που σύμφωνα με τις προβλέψεις του Προγράμματος, δεν θα ξεπεράσουν καμιά χρονιά το 2%, δηλαδή είναι πολύ χαμηλότερες από τις δυνατότητες μιας οικονομίας, που υποτίθεται ότι ανακάμπτει δυναμικά και βγαίνει από την κρίση και την λιτότητα.

Αυτό, που πραγματικά προβλέπεται με το άθλιο νομοσχέδιο, που θα ψηφίσουν πειθήνια οι 154 «Ναι σε Όλα» βουλευτές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, είναι ότι θα μειωθούν οι συντάξεις και θα αυξηθεί η φορολογία για να ικανοποιηθούν τα υψηλά πλεονάσματα, προκαλώντας σοκ σε μια αγορά που θα στερηθεί επιπλέον πόρους. Ενώ οι Έλληνες, θα ζουν με δωράκια, επιδόματα και «κοινωνικά μερίσματα», από το υπερπλεόνασμα, χωρίς τη δυνατότητα δυναμικής ανάκαμψης και δημιουργίας. Για όποιον παρακολουθεί στοιχειωδώς τα οικονομικά πράγματα, το «συμπληρωματικό μνημόνιο», μαζί με το μεσοπρόθεσμο, που θα ψηφιστούν την Πέμπτη αποτελούν την οριστική ταφόπλακα της ελληνικής οικονομίας, που θα συνεχίσει να σέρνεται, ολοένα και προς την άβυσσο, χωρίς δυνατότητες να ξεφύγει από τη δίνη της υπανάπτυξης, της μιζέριας και της φτώχειας.

Τα μόνα «καθρεφτάκια», που θα δώσει στους «ιθαγενείς» για να τους κοροιδέψει και πάλι η κυβέρνηση, μπας και υποκλέψει ξανά την ψήφο τους, είναι υποσχέσεις, χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο, για επάνοδο των συλλογικών διαπραγματεύσεων κι αύξηση του κατώτατου μισθού, που όμως δεν μπορεί να υπάρξει σε μια αγορά, που φθίνει και συρρικνώνεται. Όπως, πολύ σωστά, επισήμανε ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θ. Φέσσας «εν έτει 2018, δεν είναι δυνατόν η κυβέρνηση να ορίζει το ύψος του μισθού, που παντού στον ανεπτυγμένο κόσμο, τον ορίζει η ίδια η αγορά». Αλλά ποια αγορά, σε μια χώρα, που σιγοσβήνει;

Facebook Comments