“Έχουμε βγει από τα χειρότερα”, εκτιμά ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας και υποστηρίζει ότι πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε να επιτευχθεί ήδη από το τρέχον έτος. Επισημαίνει ωστόσο ότι “έχουμε ακόμη μακρύ δρόμο μπροστά μας”, και αναδεικνύει την πολιτική σταθερότητα, ως σημαντική παράμετρο, προκειμένου να επιστρέψει η χώρα στην ανάπτυξη ενώ αναφέρει ότι από την κρίση έχουν ωφεληθεί οι χώρες με τρία Α.

Σε συνέντευξη που παραχωρεί στην γερμανική εφημερίδα “Frankfurter Allgemeine Zeitung”, ο κ. Στουρνάρας εκφράζει την ικανοποίησή του, για την πρόσφατη ψήφιση πακέτου μέτρων, από την Βουλή και τονίζει ότι υπάρχει καλό πολιτικό κλίμα, ενώ οι κυβερνητικοί εταίροι διευκολύνουν το έργο του, καθώς δεν εγείρουν παράλογες απαιτήσεις. Ερωτώμενος δε για την κατάσταση στην ελληνική κοινωνία, δηλώνει ότι έχει γίνει πιο ήρεμη και ότι “σε καμμία περίπτωση δεν βρισκόμαστε κοντά σε κοινωνική έκρηξη”.

Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, “διότι οι μισθοί έχουν μειωθεί κατά πολύ και οι φόροι έχουν αυξηθεί επίσης πολύ” και προσθέτει ότι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας δεν έχει ακόμη επηρεάσει θετικά την απασχόληση.

“Είναι οδυνηρό, διότι κατά την διάρκεια της διαδικασίας μετάβασης, δημιουργείται ανεργία και δεν έχουμε χρήματα για να δημιουργήσουμε κοινωνικό δίκτυο. Αλλά οι Έλληνες είναι υπομονετικοί. Υπάρχουν μόνο διαμαρτυρίες από τον δημόσιο τομέα. Οι προβλέψεις ότι θα καιγόταν η Αθήνα στις διαδηλώσεις δεν επιβεβαιώθηκαν. Οι άνθρωποι έχουν γίνει σιωπηλοί γιατί βλέπουν φως στην άκρη του τούνελ”, σημειώνει ο κ. Στουρνάρας.

Αναφερόμενος στα σημεία στα οποία διαπιστώνεται βελτιωμένη κατάσταση, ο υπουργός Οικονομικών κάνει λόγο για επίτευξη των δύο τρίτων των δημοσιονομικών στόχων, για επιστροφή των καταθέσεων, για εξάλειψη όλων των εμποδίων στην ανταγωνιστικότητα και για σταθεροποίηση της βιομηχανικής παραγωγής και επισημαίνει ότι, εάν η τουριστική περίοδος εξελιχθεί όπως δείχνουν τα πρώτα στοιχεία, “θα μπορούσαμε σύντομα να πετύχουμε μια αλλαγή στην πραγματική οικονομία”.

Ερωτώμενος σχετικώς με τις προκλήσεις ενώπιον των οποίων βρίσκεται αυτή την εποχή, ο Γιάννης Στουρνάρας αναφέρει τις αποκρατικοποιήσεις και την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και επισημαίνει ότι το Δημόσιο έχει αρχίσει να αποπληρώνει τις οφειλές του. “Εφόσον ως το τέλος του έτους έχουμε αποπληρώσει το συνολικό ποσό των 8,7 δισεκατομμυρίων ευρώ, αυτό θα σημαίνει από μόνο του 1% ανάπτυξη”, διευκρινίζει.

Κληθείς να προβλέψει πότε θα καταφέρει και πάλι η Ελλάδα να σταθεί στα ποδια της, ο υπουργός δηλώνει: “Αυτό θα συμβεί, όταν μπορέσουμε και πάλι να επιστρέψουμε στις χρηματαγορές. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να επιτύχουμε τους στόχους της εξυγίανσης των δημοσίων οικονομικών, να δουλέψουμε επί του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων και να επιτύχουμε και πάλι ανάπτυξη στην οικονομία. Τότε δε θα χρειαζόμαστε πια υποστήριξη από τους εταίρους μας.

Προϋπόθεση γι αυτό είναι η πολιτική σταθερότητα. Ο κυβερνητικός συνασπισμός θα πρέπει να εργαστεί για τα επόμενα τρία χρόνια προς την κατεύθυνση της επίτευξης αυτών των στόχων και να γνωρίζει ότι η δουλειά μας θα αξιολογηθεί μόλις στο τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου. Πιστεύω και ελπίζω στη θετική έκβαση.

Μέχρι στιγμής τα πράγματα πάνε καλά”. Σε ό,τι αφορά δε το ζήτημα των δημοσίων υπαλλήλων και των αντιδράσεων των κυβερνητικών εταίρων, τονίζει: “Δεν υπήρξαν διενέξεις, υπήρξε συζήτηση. Ο στόχος της μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων κατά 150.000 έως το 2015 θα επιτευχθεί μέσω των συνταξιοδοτήσεων. Για κάθε πέντε υπαλλήλους που θα συνταξιοδοτούνται, θα προσλαμβάνεται ένας. Εμείς και η τρόικα, ωστόσο, θέλουμε επιπλέον να επιτύχουμε την αποχώρηση εκείνων των υπαλλήλων που δεν πληρούν τις απαιτήσεις για να υπηρετούν στον δημόσιο τομέα.

Κι αυτοί είναι 15.000 στον αριθμό. Στις θέσεις τους όμως θα προσλάβουμε ίσο αριθμό νέων ανθρώπων, προκειμένου να βελτιώσουμε την ποιότητα του δημοσίου τομέα. Ένα επιπλέον βήμα θα κάνουμε, εφόσον μειώσουμε το ελάχιστο όριο ηλικίας προαγωγών. Στην ηλικιακή ομάδα μεταξύ 35 και 45 ετών έχουμε πολλούς ικανούς ανθρώπους, κι εάν μπορέσουμε να τους προωθήσουμε σε διευθυντικές θέσεις, θα δείτε απ τη μια μέρα στην άλλη έναν εντελώς αλλαγμένο δημόσιο τομέα”.   Ο δημοσιογράφος ερωτά ακόμη τον κ. Στουρνάρα εάν αιτία για την σημερινή κρίση είναι η ελλιπής ανταγωνιστικότητα ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών ή η λιτότητα.

Απαντώντας, ο υπουργός αναφέρεται ειδικά στην Ελλάδα. “Μετά την ένταξη στη νομισματική ένωση, η χώρα έκανε τραγικά λάθη. Διόγκωσε τον τομέα του Δημοσίου, γεγονός που την ίδια στιγμή επηρέασε αρνητικά το έλλειμμα του προϋπολογισμού και την ανταγωνιστικότητα. Η Ελλάδα δεν απελευθέρωσε τις αγορές και τα επαγγέλματα και υποβαθμίστηκε από την παγκόσμια αγορά. Στα δημόσια οικονομικά δημιούργησε μια φούσκα. Από το 2009 η Ελλάδα έκανε δύσκολες τομές με περικοπές  σε μισθούς και συντάξεις, μικρότερες δημόσιες δαπάνες και χαμηλότερο έλλειμμα.

Αν και η ανταγωνιστικότητα αποκαταστάθηκε, προκλήθηκε τεράστια ύφεση, διότι τα μέτρα προσαρμογής επιδρούν προκυκλικά. Δεν υπάρχει μηχανισμός που θα βγάλει την Ελλάδα από την ύφεση. Παρά το μειωμένο μισθολογικό κόστος ανά μονάδα, το ποσοστό ανεργίας κυμαίνεται στο 27%  και το ποσοστό ανεργίας  των νέων στο 56%.

Η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας δεν βοήθησε την αγορά εργασίας”, δηλώνει και, περιγράφοντας το επιχειρηματικό μοντέλο της Ελλάδας, κάνει λόγο για πλεονεκτήματα στον τομέα των υπηρεσιών, του τουρισμού και της μεταποίησης. “Η Ελλάδα είχε μόνο μια φούσκα στα δημόσια οικονομικά, αλλά ποτέ στην πραγματική οικονομία. Δεν είχαμε έκρηξη στις τιμές των κατοικιών ή των δανείων των τραπεζών. Τώρα πρέπει να δημιουργήσουμε κίνητρα για να εισρεύσουν επενδύσεις στις εταιρείες εκείνες που εξάγουν υπηρεσίες και αγαθά ή μπορούν να αντικαταστήσουν τις εισαγωγές. Πρέπει να ανοίξουμε τα κλειστά επαγγέλματα και να απελευθερώσουμε την αγορά”, καταλήγει.

Ο κ. Στουρνάρας εμφανίζεται πάντως απόλυτος σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. “Όλοι οι αναλυτές που ανέμεναν ότι η Ελλάδα θα εγκατέλειπε τη νομισματική ένωση, τώρα μετανιώνουν. Και παρέσυραν πολύ κόσμο να επενδύσει χρήματα στη διάλυση του ευρώ, δηλώνει, ενώ τονίζει ότι ” με αυτόν τον τρόπο έχασαν χρήματα και είναι καλό που συνέβη αυτό -όταν οι ανάλγητοι κερδοσκόποι χάνουν τα χρήματά τους, σταθεροποιείται το σύστημα”.

Όταν δε ερωτάται αν το πρόβλημα της κρίσης θα μπορούσε να είχε λυθεί με μια μόνο επιταγή της Καγκελαρίου Μέρκελ, μιλάει για μια εικονική ιστορία. “Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η Ευρώπη δεν είχε μηχανισμό διάσωσης. Η περίπτωση της Ελλάδας, ως εκ τούτου, κατέληξε δυστυχώς, να είναι ένα πείραμα. Αλλά η Ευρώπη είχε στο τέλος τη θέληση και τη δύναμη να δημιουργήσει έναν μηχανισμό διάσωσης.

Τώρα έχουμε μάθει το μάθημά μας. Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε μια τραπεζική ένωση, καλύτερο συντονισμό της οικονομικής μας πολιτικής,  οικονομική ανάπτυξη και ανοικτές συζητήσεις σχετικά με την αναπτυξιακή πολιτική”, επισημαίνει. Διευκρινίζει πάντως ότι δεν έχει πρόβλημα με την Γερμανία, καθώς, όπως λέει, πιστεύει στις πολιτικές στρατηγικές προς αμοιβαίο όφελος και είναι πεπεισμένος ότι για κάθε πρόβλημα υπάρχει μια λύση και ένας συμβιβασμός.

Facebook Comments