Η Ελλάδα διανύει την χρονιά μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, μιας παρατεταμένης ύφεσης που έχει επιδεινωθεί από τα ληφθέντα μέτρα λιτότητας και την καταγεγραμμένη καθυστέρηση στην ενσωμάτωση/θέσπιση των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Και παρά το γεγονός ότι τα πρώτα αχνά σημάδια βελτίωσης του οικονομικού κλίματος είχαν αρχίσει να διαφαίνονται, μέσω κυρίως της σταθεροποίησης κάποιων βασικών οικονομικών μεγεθών, η εν λόγω τάση δεν μετουσιώνεται σε βελτίωση της καθημερινότητας για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών.

Ιδιαίτερα στο μείζον ζήτημα της απασχόλησης, φαίνεται να μην υπάρχει συγκεκριμένος κρατικός σχεδιασμός για τη μείωση της ανεργίας, η οποία προσεγγίζει το 27%, παρ’ όλες τις πτωτικές τάσεις των τελευταίων μηνών, όσο και της προστασίας των εργασιακών κεκτημένων.

Η κυριότερη έκφανση των παραπάνω διαπιστώσεων, αντανακλάται από την ακολουθούμενη πολιτική για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η οποία χαρακτηρίζεται από αργούς ρυθμούς, αποσπασματικές διατάξεις και χωρίς μακρόπνοο προσανατολισμό. Σε μια χώρα που το 86% (SBA Fact Sheet for Greece 2014) της ιδιωτικής απασχόλησης βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και σχεδόν το 55% στις πολύ μικρές, η μέριμνα για το παρόν και το μέλλον τους θα έπρεπε να είχε τεθεί σε πρώτη προτεραιότητα, γεγονός όμως που δεν επιβεβαιώνεται στην πράξη.

Αντιθέτως, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της εξαετούς ύφεσης βίωσαν μια άνευ προηγουμένου καταστροφική εμπειρία, καθώς δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη για την προστασία τους. Επηρεασμένες από τη συρρίκνωση του καταγεγραμμένου κύκλου εργασιών τους, την ταμειακή ασφυξία της αγοράς και τη μείωση της απασχολησιμότητάς τους, πολλές από αυτές οδηγήθηκαν στο λουκέτο. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ μαρτυρούν ότι από το ξέσπασμα της κρίσης έως σήμερα, ο τζίρος των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο χώρο του λιανικού εμπορίου καταβαραθρώθηκε κατά 31,4%, ενώ για το ίδιο χρονικό διάστημα περίπου 130.000 εμπορικές μικρομεσαίες διέκοψαν τη λειτουργία τους. Φυσικό επακόλουθο αποτέλεσε η πτώση του συνολικού αριθμού των απασχολούμενων στον κλάδο του εμπορίου κατά 26,1%.

Μάλιστα, διαπιστώνεται ότι τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, σε ποσοστό 50%, εστιάζονται στον τομέα της χρηματοοικονομικής διαχείρισης και ειδικότερα στις σχέσεις με το τραπεζικό σύστημα και στο πως τα πιστωτικά ιδρύματα αντιλαμβάνονται την επιχειρηματικότητα.

Το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα που ταλανίζει εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις και αποτελεί θηλιά για πληθώρα επιτηδευματιών, συνίσταται στη ρύθμιση των καθυστερούμενων επιχειρηματικών τους οφειλών. Η διαπιστωμένη αδυναμία ανταπόκρισης στις συμβατικές υποχρεώσεις, οδηγεί αυτόματα τις τράπεζες στην “ποινικοποίησή” τους, με αποτέλεσμα η συνεργασία των δυο μερών να μετατρέπεται σε ένα συνεχή εκβιασμό σε βάρος ακόμη και συνεπών οφειλετών. Συνέπεια των υιοθετούμενων πολιτικών αποτελεί η έξαρση του φαινομένου των οχλήσεων από πλευράς εισπρακτικών εταιρειών αλλά και εξουσιοδοτημένων, εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, δικηγόρων, είτε για ζητήματα ρύθμισης υφιστάμενων δανείων, είτε για τη διενέργεια αναγκαστικών εισπράξεων. Φυσικά, το αποτέλεσμα στις περισσότερες φορές είναι το ίδιο: η οφειλή προσαυξάνεται με δυσβάστακτα επιπλέον βάρη (τόκους υπερημερίας, δικαστικά και άλλα έξοδα) και η επιχείρηση οδηγείται στη χρεοκοπία.

Η εν λόγω πρακτική δε συναντάται μόνο σε ζητήματα που άπτονται των επιχειρηματικών οφειλών αλλά επεκτείνεται και στο ιδιωτικό χρέος των φυσικών προσώπων με συνέπεια η χώρα να έχει γεμίσει από πτωχευμένες επιχειρήσεις και πτωχευμένους πολίτες. Πέρα όμως από το οικονομικό κόστος, υπάρχει και το ψυχολογικό, που διαμορφώνει το «κλίμα της Αγοράς» και το οποίο δυστυχώς ανατροφοδοτείται με όλο και αυξανόμενη αρνητική ένταση. Αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις, όπως και τα φυσικά πρόσωπα, έχουν ταυτόχρονες οφειλές σε περισσότερες από μία τράπεζες, στο Δημόσιο, Εφορία, στα Ασφαλιστικά τους Ταμεία και στους προμηθευτές τους, γίνεται κατανοητό πως το πρόβλημα αντί να επιλύεται, δυστυχώς διογκώνεται.

Ενδεικτικά αναφέρω πως σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Α΄ Τριμήνου του 2014 και παρ’ όλες τις πρόσκαιρες, με βάση τραπεζικές και δημοσιογραφικές πηγές, τάσεις αποκλιμάκωσης στο Β΄ Τρίμηνο, από τα 116 δις χορηγηθέντων επιχειρηματικών δανείων, τα 42 εξ’ αυτών έχουν χαρακτηριστεί ως μη εξυπηρετούμενα, με αποτέλεσμα η αναλογία των «κόκκινων» δανείων επί του συνόλου να διαμορφώνεται στο 36,2%, καταγράφοντας αύξηση σε σύγκριση με το 2013 (32,0%). Ακόμη πιο ζοφερή είναι η εικόνα που προκύπτει για τις χορηγήσεις αξίας 23 δις ευρώ που έχουν λάβει οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις από τα πιστωτικά ιδρύματα, με το ποσοστό των καθυστερούμενων δανείων να ανέρχεται στα 10,8 δις ευρώ ή στο 47% επί του συνόλου.

Ως εκ τούτου η εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης για τις επιχειρηματικές οφειλές αποτυπώνεται στην επανενεργοποίηση του μοναδικού νομικού πλαισίου που έχει υπάρξει έως σήμερα, του νόμου 3816/2010, στον οποίο μπορούν να υπαχθούν όλες οι επιχειρήσεις με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τα πιστωτικά ιδρύματα. Οι βασικές διατάξεις του Νόμου, προβλέπουν:

  • Στις μη καταγγελθείσες συμβάσεις, η αποπληρωμή έχει διάρκεια ίση με τον συμβατικό χρόνο.  
  • Στις καταγγελθείσες συμβάσεις, η αποπληρωμή ξεπερνά τον συμβατικό χρόνο κατά 2 έτη, χωρίς να είναι συνολικά μικρότερος από 7 έτη.
  • Τα 2 πρώτα έτη καταβάλλονται μόνο τόκοι και εν συνεχεία ισόποσες περιοδικές δόσεις.  
  • Στις καταγγελθείσες συμβάσεις ανοικτού ή αλληλόχρεου λογαριασμού, η αποπληρωμή πραγματοποιείται σε 7 έτη με ισόποσες μηνιαίες δόσεις.
  • Ο υπολογισμός των τόκων γίνεται με συμβατικό επιτόκιο ενήμερης οφειλής.
  • Από την δημοσίευση του νόμου παγώνουν τα αναγκαστικά μέτρα κατά των οφειλετών που αποφάσισαν την υπαγωγή τους σε αυτόν.

Παράλληλα, στο συγκεκριμένο νόμο μπορούσαν να υπαχθούν και όσες επιχειρήσεις είχαν ενήμερες οφειλές στα πιστωτικά ιδρύματα αλλά αντιμετώπιζαν προβλήματα στην εξυπηρέτησή τους. Στην περίπτωση αυτή, οι επιχειρήσεις είχαν μία εκ των ακόλουθων 3 επιλογών:

  • Απονομή περιόδου χάριτος ενός έτους, χωρίς καταβολή τόκων και κεφαλαίου με αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και κεφαλαιοποίηση των τόκων στη λήξη της περιόδου χάριτος.
  • Αναστολή για μία 2ετία της χρεολυτικής αποπληρωμής του άληκτου κεφαλαίου με αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και καταβολή των τόκων στην διάρκεια της αναστολής.
  •  Παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου κατά 3 έτη.

Στην περίπτωση καταγγελίας σύμβασης ανοικτού ή αλληλόχρεου λογαριασμού μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, δίνονταν στον οφειλέτη τα ακόλουθα δικαιώματα:

  • Να αποπληρώσει το κατάλοιπο του λογαριασμού σε 5 έτη με ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, καταβάλλοντας κατά το πρώτο έτος μόνο τόκους. Για τον υπολογισμό των τόκων ισχύει το συμβατικό επιτόκιο.
  • Αν μειωθεί ή δεν ανανεωθεί μονομερώς από το πιστωτικό ίδρυμα το πιστωτικό όριο της σύμβασης, μπορεί να εξοφλήσει το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού σε 5 έτη.

Παράλληλα όμως, προκειμένου η ρύθμιση των επιχειρηματικών οφειλών να έχει αντίκρισμα στην πραγματική οικονομία, ενδείκνυται η θέσπιση και ενός νέου πλαισίου λειτουργίας του Τειρεσία, που θα αποκαταστήσει τις αδικίες, οι οποίες αποτέλεσαν προϊόν της κρίσης και της συνακόλουθης αδυναμίας σχεδιασμού των απαραίτητων εργαλείων για την αντιμετώπισή της. Η απουσία μέσων που θα επέτρεπαν το διαχωρισμό ανάμεσα στις επιχειρήσεις που βρέθηκαν σε αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους, εξαιτίας της κρίσης και σε αυτές που είχαν διαμορφώσει ένα προφίλ μη υγιούς επιχείρησης, αρκετά πριν το 2008, προκάλεσε την άδικη εξομοίωση των επιτηδευματιών που παρουσίασαν παροδική δυσχέρεια με τους συστηματικούς κακοπληρωτές της αγοράς, τη στιγμή μάλιστα που η εγγραφή μιας επιχείρησης στον Τειρεσία είναι πιο εύκολη από τη διαγραφή της.

Η θεσμοθέτηση διπλού Τειρεσία, εκείνου προ κρίσης και αυτού εντός κρίσης, θα αποτελούσε μια χρήσιμη λύση ενώ επίσης καθίσταται επιτακτική και η ανάγκη εισαγωγής ποιοτικών στοιχείων ώστε να λαμβάνεται υπόψη και το ιστορικό πληρωμών. Όπως επίσης και η μείωση του χρόνου που τηρείται το ιστορικό διάφορων ευαίσθητων πληροφοριών, όπως ανεξόφλητες σφραγισμένες επιταγές, κατασχέσεις και πτωχεύσεις.

Έχει έρθει νομίζω η ώρα στην Ελλάδα να εξετάσουμε με μεγαλύτερη υπευθυνότητα το ζήτημα της ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας. Να διεκδικήσουμε άμεσα στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις για την αποκατάσταση της υπερφορολόγησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αλλά κυρίως να εισηγηθούμε τη θέσπιση ενός διαφορετικού φορολογικού συστήματος που θα αποτελεί αναπτυξιακό εργαλείο και όχι κύριο ανασταλτικό παράγοντα ανάληψης επενδυτικών πρωτοβουλιών.

Η επιχειρηματικότητα μικρού και μεσαίου μεγέθους πρέπει να αποτελέσει έναν από τους βασικούς πυλώνες του νέου αναπτυξιακού μοντέλου που καλείται να υιοθετήσει η χώρα και σε αυτό θα πρέπει αναμφισβήτητα οι τράπεζες να έχουν θετική συμβολή. Να εγκαταλείψουν επιτέλους τις έντονα γραφειοκρατικές διαδικασίες, να αποκτήσουν μεγαλύτερη ευελιξία και να απαλύνουν τους δυσχερείς όρους χρηματοδότησης. Το πιο εύκολο πράγμα από την πλευρά των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι η εκτίμηση μιας εμπράγματης ή προσωπικής εξασφάλισης, το δυσκολότερο αλλά το πιο ουσιώδες είναι η αξιολόγηση της προοπτικής και της βιωσιμότητας μιας επιχειρηματικής επένδυσης. Ας δώσουμε λοιπόν όλοι λίγο χώρο στο όραμα κι ας αφήσουμε τις όποιες αγκυλώσεις έχουμε συνηθίσει .

Facebook Comments