Στην Κρητική ντοπιολαλιά, έχουμε τη παράξενη αλλά ιδιαίτερα περιγραφική λέξη «βουλοπλέω». Είναι σύνθεση δυο ρημάτων με αντίθετη έννοια, του «βουλιάζω» και του «πλέω». Βουλοπλέει ένα σφραγισμένο μπουκάλι που ρίξαμε στην θάλασσα αφού του βάλαμε μέσα τόση ποσότητα νερού, ώστε ούτε στην επιφάνεια ανεβαίνει ούτε στον πάτο πάει να καθίσει. Αιωρείται ακυβέρνητο μέσα στην αθέατη μάζα του νερού, ανήμπορο είτε να αναδυθεί εξασφαλίζοντας την σωτηρία του, είτε να βουλιάξει οριστικά παίρνοντας το  απόφαση ότι η μοίρα του κρίθηκε.

Νομίζω πως δεν υπάρχει καταλληλότερη λέξη απ’ αυτήν ώστε να περιγραφεί η σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Αν ρίξετε άλλωστε μια ματιά στην τριμηνιαία έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής, παρά την προσεκτική γλώσσα που χρησιμοποιεί για ευνόητους λόγους, αυτή η λέξη έρχεται αυτομάτως στο μυαλό μας. Η ελληνική οικονομία βουλοπλέει. Ούτε απογειώνεται προς την ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών, ούτε όμως είναι παντελώς χρεωκοπημένη και κατεστραμμένη. Κάπου εκεί στην μέση βασανίζεται, βασανίζοντας και μας μαζί της, όλους εμάς που την υπηρετούμε και την τροφοδοτούμε δίχως να ελπίζουμε πλέον τίποτα απ’ αυτήν.

Ακόμα και η κυβέρνηση που έχει τα πανηγύρια και τους δοξαστικούς για ψωμοτύρι, κρατά τώρα τελευταία μια στάση ήπιας αισιοδοξίας δίχως πολλές εξάρσεις. Δεν οφείλεται μόνο στην καταστροφή από τις φωτιές που αυτομάτως θα μετέτρεπε σε πρόκληση κάθε γιορταστική δήλωση ή εκδήλωση, οφείλεται και στην οικονομία αυτή καθ’ αυτή που δεν λέει να ξεκολλήσει απ’ αυτό το ενδιάμεσο ψυχοφθόρο σημείο ανάμεσα στην επιφάνεια και τον πάτο. Η ίδια η αγορά άλλωστε δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.

Στα μέσα του Αυγούστου ξέρετε, η χώρα βρίσκεται στην καλύτερη οικονομική και ψυχολογική της φάση. Βουλιάζει από εκατομμύρια τουρίστες, ο ντόπιος πληθυσμός τσαλαβουτάει στις παραλίες έχοντας ξεχάσει προσωρινά τα προβλήματα του και η απασχόληση του εργατικού δυναμικού είναι στο ανώτατο σημείο της. Αν λοιπόν η αγορά δεν αισιοδοξεί και δεν χαίρεται αυτές τις μέρες, τότε τι πρέπει να περιμένουμε τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο; Δεν λέω ότι υπάρχει μουρμούρα ή οργή όπως τα περασμένα χρόνια, αλλά –πώς να το περιγράψω- υπάρχει διάχυτη μια υποφώσκουσα απογοήτευση. Κάπως αλλιώς την περίμενε ο κόσμος την ανάκαμψη.

Πιο ορμητική, πιο αποδοτική, πιο φανερή δια γυμνού οφθαλμού. Οκτώ χρόνια την αναμέναμε ως Μεσία και τώρα που οι κυβερνώντες μας βεβαιώνουν ότι οι αριθμοί της οικονομίας την δείχνουν, εμείς βλέπουμε να ζούμε μια από τα ίδια, ίσως και ελαφρά χαμηλότερα από πέρυσι. Αυτό το καταραμένο ‘’μήνας μπαίνει – μήνας βγαίνει με τα λεφτά να μην μας φτάνουν’’, έχει καταντήσει αξεπέραστος εφιάλτης. Δεν είναι μόνο αυτά που ακούμε για νέες μειώσεις σε συντάξεις και αφορολόγητο, είναι ότι κι αυτά που βγάζουμε –όσοι βγάζουμε- αποδεικνύονται αενάως λειψά, τσουρούτικα, ανεπαρκή.

Κοντολογίς, ο καθένας χωριστά αρχίζει να φοβάται πως ακόμα κι ήρθε η περιβόητη ανάκαμψη, αυτόν θα τον αφήσει απ’ έξω εγκαταλελειμμένο στην μνημονιακή μιζέρια. Και αναζητά ένα σοκ, κάτι που θα δράσει επαναστατικά στην οικονομία, κάτι θα την ξεκολλήσει από την λάσπη στην οποία έχει περιπέσει. Δεν πολυξέρει ο μέσος πολίτης τι είναι αυτό, ούτε πως μπορεί να γίνει. Έχει αποκτήσει όμως πια συνείδηση ότι αυτό που περνά δεν γίνεται να συνεχιστεί και ρίχνει κλεφτές ματιές γύρω του μήπως κα διακρίνει κάποιον που λέει και προγραμματίζει κάτι το διαφορετικό…

Facebook Comments