H νέα εβδομάδα θα βρει την Ελλάδα εκτός μνημονίων αλλά και εκτός αγορών, με τους επενδυτές αντί να συνωστίζονται στην πόρτα του ελληνικού χρηματιστηρίου και της αγοράς των ελληνικών ομολόγων, να προτιμούν την φυγή. Για αυτό κανείς, εκτός από την ελληνική κυβέρνηση φυσικά, δεν βλέπει με ενθουσιασμό το τέλος του τρίτου προγράμματος διάσωσης. Πολύ απλά, γιατί τα δύσκολα για την Ελλάδα δεν τελείωσαν με την περίοδο ενισχυμένης εποπτείας που μπαίνει η χώρα για πολλά χρόνια, με συμφωνημένα τα υψηλά πλεονάσματα έως το 2060. Η Ελλάδα ολοκληρώνει το τελευταίο πακέτο διάσωσης ωστόσο απέχει… χιλιόμετρα μακριά από την επιστροφή στην κανονικότητα. Για τα επόμενα… 41 χρόνια δεν υπάρχει ελευθερία δημοσιονομικής πολιτικής.

Επιπλέον, η ανάπτυξη έχει επιστρέψει αλλά αναμένεται να κινηθεί με χαμηλούς ρυθμούς, οι επενδύσεις παραμένουν υποτονικές, η υψηλή φορολογία συνεχίζει να «πνίγει» την επιχειρηματικότητα και τα εισοδήματα, ενώ η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να υλοποιήσει υπερβολικά φιλόδοξους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Ο διεθνής Τύπος αντί λοιπόν να χαιρετίζει την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια όπως έκανε στην περίπτωση, για παράδειγμα της Πορτογαλίας,  βρίθει δημοσιευμάτων που επισημαίνουν ακριβώς το γεγονός ότι η 21η Αυγούστου δεν σημαίνει ούτε το τέλος ούτε των προβλημάτων της Ελλάδας ούτε του καθεστώτος παρακολούθησης, ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν ερωτήματα για τη δυνατότητά της να εξασφαλίσει την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών από τις αγορές στο εγγύς μέλλον.

«H Ελλάδα θα βρίσκεται σε στενότερη εποπτεία από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και τους υπόλοιπους θεσμούς μετά το τέλος του προγράμματός της, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες με προγράμματα», ξεκαθάρισε ο Κλάους Ρέγκλινγκ, καθιστώντας έτσι σαφές ότι η Eλλάδα είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία από τις άλλες χώρες που βγήκαν από τα προγράμματα διάσωσης, όπως η Πορτογαλία, με τις οποίες θέλει να συγκρίνεται η κυβέρνηση.

Η Frankfurter Allgemeine Zeitung αναφέρθηκε στα προβλήματα που συνεχίζουν να υφίστανται όπως η ανεργία, ενώ αμφισβητεί ότι τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι χωρίς κόστος για τις χώρες της Ευρωζώνης και προσέθετε ότι «αν η χώρα θέλει να σταθεί μόνιμα στα πόδια της, θα χρειαστούν και άλλες ελαφρύνσεις». Το περιοδικό Focus σημείωσε πως «η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται στα όρια της χρεοκοπίας» τονίζοντας πως δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα πετύχει μακροπρόθεσμα την αυτόνομη χρηματοδότησή της από τις αγορές.

«Παρά το φως που αχνοφαίνεται ο σκεπτικισμός παραμένει, όχι μόνο στο ΔΝΤ. Αν και η Αθήνα έχει κάνει πρόοδο στη μείωση του ελλείμματος, έχει ακόμα να αντιμετωπίσει εξωτερικά και εγχώρια ρίσκα. Η πρόσφατη ελάφρυνση του χρέους έδωσε κάποια ελπίδα η οποία, όμως, μειώθηκε από τις υπεραισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη του ΑΕΠ και τη δυνατότητα της Ελλάδας να έχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα» υπογράμμισε ο Guardian.

«Η Ελλάδα βγαίνει από τον δημοσιονομικό ζουρλομανδύα που της επέβαλαν οι πιστωτές στις 20 Αυγούστου. Αν και η Αθήνα είναι πλέον πιο ήρεμη -οι αφίξεις τουριστών αυξήθηκαν κατά 16,8% το πρώτο πεντάμηνο του έτους- η χώρα θα αντιμετωπίζει τα αποτελέσματα της λιτότητας για πολλά ακόμη χρόνια», ανέφερε το Reuters ενώ πρόσθεσε πως περαιτέρω περικοπές στις συντάξεις είναι καθ’ οδόν και η Ελλάδα είναι αναγκασμένη σε πλεονάσματα για πολλά χρόνια.

Από την πλευρά του ο Economist επεσήμανε πως υπάρχουν ενδείξεις ανάκαμψης, κυρίως από τον μεγάλο αριθμό τουριστών που συρρέει στα ελληνικά νησιά και πως η ανάπτυξη έχει επιστρέψει αν και μάταια καθώς οι πληγές παραμένουν παντού. Όπως οι Έλληνες γνωρίζουν πολύ καλά, τόνισε το επριδοικό, μετά από τη μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων και τη σχεδόν 25% υποχώρηση του ΑΕΠ από το 2008, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για «success story».

Ναι, κανείς, εκτός από τον κ. Τσίπρα. Η νέα εποχή ενισχυμένης εποπτείας θέτει την Ελλάδα αντιμέτωπη με την τεράστια πρόκληση της ενίσχυσης της επενδυτικής εμπιστοσύνης η οποία απουσιάζει πλήρως και την τήρηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής για πολλά χρόνια, τη στιγμή που το χρέος της παραμένει εξαιρετικά υψηλό μεσομακροπρόθεσμα και οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες θα μπορούσαν να στηρίξουν την οικονομία, πρέπει να επιτύχουν πολύ δύσκολους στόχους για τη μείωση των υψηλών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Όπως σημείωσε πρόσφατα η S&P, χωρίς μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το διάστημα 2018-2021 θα κινηθεί μόλις πάνω από 2%.Ο ρυθμός αυτός απέχει χιλιόμετρα από αυτόν που σημείωσαν όχι μόνον οι χώρες που βρέθηκαν σε μνημόνια, αλλά και αρκετά άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. που υπέστησαν παρατεταμένη οικονομική επιβράδυνση κατά την περίοδο 2011-2013, όπως η Κροατία, η Ιρλανδία, η Σλοβενία και η Ισπανία. Μία από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων αυτών χωρών είναι ότι οι ελληνικές αρχές έχουν σημειώσει περιορισμένη πρόοδο στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος της χώρας, όπως τόνισε ο οίκος.

Εδώ αξίζει να θυμίσουμε τις πρόσφατες δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα εν όψει της εξόδου από τα μνημόνια: η Ελλάδα σήμερα είναι μια χώρα «πιο φιλική και πιο αξιόπιστη στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, λιγότερο γραφειοκρατική, με σύγχρονο φορολογικό μηχανισμό, ομοιόμορφους και αδιάβλητους κανόνες ανταγωνισμού, αλλά και με πολύ πιο ενισχυμένες κοινωνικές δομές για το σύνολο των πολιτών». Η Ελλάδα είναι το «the next big thing» στον παγκόσμιο επενδυτικό χάρτη, είχε πει χαρακτηριστικά.

Και εδώ γελάμε. Γιατί κύριε Τσίπρα, η 21η Αυγούστου η οποία για την κυβέρνηση είναι «ορόσημο», για τις αγορές είναι απλά άλλη μία ακόμη ημέρα η οποία θα βρει την Ελλάδα αντιμέτωπη με τα ίδια προβλήματα όπως την 20η και την 19η. Και με κανένα φως στον ορίζοντα. 

Facebook Comments