Είκοσι χρονών κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά. Μόλις έχει γυρίσει από την Αμερική όπου πέρασε ένα χρόνο φιλοξενούμενη σε αμερικάνικη οικογένεια και παρακολουθώντας διάφορα μαθήματα σε Αμερικανικό κολλέγιο, από ιστορία έως τυφλό σύστημα δακτυλογράφησης. Μαθαίνει ότι προκηρύχθηκαν κάποιες θέσεις με σύμβαση χρόνου στη ΔΕΘ. Καταθέτει το βιογραφικό της και την παίρνουνε.

Ήταν συγκεκριμένα τα καθήκοντά της. Απλές διαδικαστικές καθημερινές διεκπεραιώσεις, ως βοηθός γραφείου. Από την πρώτη μέρα είχε ερωτήσεις σχετικά με τις διαδικασίες. Και από τη δεύτερη μέρα πρότεινε αλλαγές που θα διευκόλυναν και θα επιτάχυναν τις εργασίες. Μιλούσε και δεν έπαιρνε ποτέ απάντηση. Σαν να μην την άκουγε κανείς. Σιγά σιγά μιλούσε όλο και πιο διστακτικά.

Ο υπεύθυνος του τμήματος ήταν πολύ φιλικός μαζί της. Λείποντας συχνά, αλλά πανταχού παρών, με τζην, ανοιχτό πουκάμισο, μακρύ σγουρό μαλλί, πυκνό μουστάκι, λαϊκός τύπος, τής απευθυνόταν με οικειότητα «ναι, μωρό μου» «μη συγχύζεσαι πουλάκι μου» κάθε φορά που του ανέφερε κάποιο από τα θέματα της δουλειάς. Κανα-δυό φορές την κάλεσε και στην ταβέρνα όπου πήγαιναν με τους συναδέλφους μετά τη δουλειά. Είχε ένα βλέμμα λιγούρη κάθε φορά που τη συναντούσε, που κανέναν δεν φαινόταν να ενοχλεί, εκτός από την ίδια. Δεν πήγε ποτέ. 

Μια μέρα, έτρεχε στον μακρύ διάδρομο που περνούσε μπροστά από τις τζαμαρίες όλων των γραφείων. Χτυπούσε το τηλέφωνο στο δικό της γραφειάκι και γυρνώντας με τις φωτοτυπίες το άκουσε από μακρυά. Από ένα γραφείο πετάχτηκε μπροστά της μία συνάδελφος. Από τις πιο παλιές και έμπειρες της υπηρεσίας. Με βλέμμα αυστηρό, και ενώ η μικρή προσπαθούσε να την προσπεράσει λέγοντάς της ότι χτυπάει το τηλέφωνο, εκείνη την έπιασε σταθερά από το μπράτσο, την ανάγκασε να ακινητοποιηθεί και τη δασκάλεψε:

«Δύο πράγματα μπορούν να σε κάνουν να συνεχίσεις τη δουλειά σου εδώ. Δύο απαράβατοι κανόνες. Πρώτον δεν τρέχουμε ποτέ, ότι και να γίνει. Δεν υπάρχει λόγος βιασύνης. 
Δεύτερον δεν αναρωτιόμαστε γιατί και πως. Δεν ρίχνουμε αμπελοφιλοσοφικές ιδέες επί παντός του επιστητού. Σε παρατηρώ από την πρώτη μέρα εδώ μέσα, και μας έχεις ζουρλάνει. Όλο γιατί αυτό και γιατί όχι εκείνο και πέρα – δώθε με βιασύνη. Τώρα τρέχεις κι όλας. Για να σηκώσεις το τηλέφωνο που χτυπάει! Λες και δεν μπορούν να ξανακαλέσουν! Σύνελθε κοριτσάκι και πρόσεξε καλά ό,τι σου είπα. Δεν τρέχουμε, δεν ρωτάμε. Για να μην έχουμε παρεξηγήσεις και δράματα»

Το τηλέφωνο είχε σταματήσει να χτυπάει. Τα χέρια της “παλιάς” χαλάρωσαν και ελευθέρωσαν τα μπράτσα της. Εκείνη όμως είχε κοκκαλώσει. Για αρκετή ώρα στάθηκε εκεί με τις φωτοτυπίες στο χέρι, με το βλέμα στο πουθενά. Ήταν η τελευταία της μέρα στη συγκεκριμένη δουλειά. Την επόμενη δήλωσε την παραίτησή της με ένα απλό τηλεφώνημα. Χρειάστηκε να καλέσει 3 φορές μέχρι κάποιος να το σηκώσει.

Το παραπάνω γεγονός είναι 100% πραγματικό και συνέβη σε πολύ δικό μου άνθρωπο, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1982, την εποχή που “στα πράγματα” άρχισαν να κάνουν κουμάντο “τα παιδιά της αλλαγής”. Το θυμήθηκα βλέποντας όλες αυτές τις εικόνες και τους εορτασμούς για τα 44 χρόνια του ΠΑΣΟΚ, και κάποιους να δηλώνουν ακόμα «Ανδρέα ζεις. Εσύ μας οδηγείς!» Εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια τέτοιες μικρές ιστορίες, έχτισαν το μεγάλο τερατούργημα της διάβρωσης της χώρας και κάθε υγιούς πολίτη.

Facebook Comments