Μια ακόμη θλιβερή πρωτιά για τη Χώρα μας, που έρχεται να διαδεχθεί την άλλη «διάκρισή» μας, στην μακρόχρονη ανεργία των νέων κατά το έτος 2017, ανέδειξε η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για την φορολογική πολιτική (Tax Policy Reforms 2018). Όπως αναφέρεται εκεί, η Χώρα μας ήταν κατά τη διετία 2015-16 η πρώτη ανάμεσα σε άλλες 34 στην αύξηση των φόρων. Κάτι, που αναμφίβολα, οφείλεται στην άδικη και αδιέξοδη δημοσιονομική πολιτική που ακολουθεί η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από το 2015.

Σύμφωνα με την έκθεση, κατά τα έτη 2015 και 2016, στην Ελλάδα υπήρξαν αυξήσεις φόρων της τάξης 2,5-3% του ΑΕΠ, με τις μεγαλύτερες από αυτές να καταγράφονται κυρίως στους έμμεσους φόρους, αλλά και στους φόρους εισοδήματος. Έτσι, η αναλογία φόρων προς το ΑΕΠ άγγιζε περίπου το 42%. Ειδικότερα, αυξήθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές σχεδόν σε όλους τους υφιστάμενους φόρους. Ταυτόχρονα, επιβλήθηκαν και πολλοί νέοι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στη συνδρομητική τηλεόραση, στον καφέ, στη σταθερή τηλεφωνία, το διαδίκτυο, καθώς και σε διάφορα άλλα προϊόντα και υπηρεσίες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εισπράξεις φόρων αυξήθηκαν κατά 5% το 2016, ενώ η ανάπτυξη ήταν μηδενική. Και μάλιστα οι φόροι αυξάνονται, ενώ το κράτος μειώνει τις παραγωγικές του δαπάνες. Έτσι οι δαπάνες δημοσίων επενδύσεων παρουσιάζουν σημαντική αρνητική απόκλιση έναντι του στόχου, της τάξης των 760 εκατομμυρίων ευρώ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018.  Επίσης το κράτος χρωστά 2,7 δις ευρώ, παρά το γεγονός ότι έχουν εκταμιευθεί 7 δις ευρώ για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του.

Η παράλογη αύξηση των φόρων οδηγεί ολοένα και περισσότερους φορολογουμένους, επιχειρήσεις και ιδιώτες, σε αδιέξοδη αδυναμία συμμόρφωσης. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία που δημοσιοποίησε πριν λίγες ημέρες η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές έχουν, δυστυχώς, πάρει και πάλι την «ανηφόρα». Πιο συγκεκριμένα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018 έφθασαν τα 5,57 δις ευρώ. Συνολικά, 3.933.628 φορολογούμενοι και επιχειρήσεις χρωστούν στο Δημόσιο περισσότερα από 101,7 δις ευρώ. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ένας στους δύο φορολογουμένους χρωστά στην εφορία. Σε 1.143.308 οφειλέτες έχουν επιβληθεί αναγκαστικά μέτρα, δηλαδή κατασχέσεις μισθών και τραπεζικών λογαριασμών. Οι εισπράξεις φόρων του 2018 αναμένεται να είναι 300 εκατομμύρια ευρώ χαμηλότερες από εκείνες του 2017. Είναι φανερό ότι η ζοφερή αυτή κατάσταση, δεν οδηγεί πουθενά.

Δεν μας έφτανε η «πρωτιά» στη φορολογική επιβάρυνση, «πρωτεύουμε» και στην επιβολή των ασφαλιστικών βαρών. Βρισκόμαστε έτσι στον αντίποδα αυτού που απαιτείται για να υποστηριχθεί η ανταγωνιστικότητα και να ξεκινήσει επιτέλους η ανάπτυξη. Χρειαζόμαστε δηλαδή άμεση μείωση των επιβαρύνσεων των επιχειρήσεων και των φορολογουμένων, προκειμένου να τονώσουν την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Είναι επείγον να αλλάξουμε ρότα.

Η ΝΔ προτείνει ένα μελετημένο σχέδιο ενίσχυσης της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Ένα σχέδιο που θα έχει ως βασικούς του άξονες τη μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών. Συγκεκριμένα, προβλέπει τη μείωση: α) των ασφαλιστικών εισφορών κατά 25%, β) του ΕΝΦΙΑ κατά 30%, γ) του εισαγωγικού συντελεστή στη φορολογία φυσικών προσώπων για εισοδήματα μέχρι 10 χιλ. ευρώ, από το 22% στο 9%, δ) του φόρου στις επιχειρήσεις από το 29% στο 20% και ε) της φορολογίας στα μερίσματα από το 15% στο 5%. Είναι βέβαιο πως με αυτές τις σημαντικές ελαφρύνσεις των πολιτών, αλλά και με μια γενικότερη πολιτική υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ενίσχυσης της ρευστότητας της οικονομίας, αξιοποίησης όλων των ευρωπαϊκών κονδυλίων και χρηματοδοτικών εργαλείων και πλήρους εκτέλεσης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων,  θα εισέλθουμε σε μια νέα, ανοδική πορεία. Προτείνουμε μια αναπτυξιακή πολιτική που η σημερινή Κυβέρνηση αδυνατεί να εφαρμόσει. Αντιθέτως, επιδίδεται σε μια ακατάσχετη παροχολογία, η οποία είναι το ίδιο επικίνδυνη για τη Χώρα με την πολιτική της φοροεπιδρομής που ακολούθησε μέχρι σήμερα.

Facebook Comments