Παρά το τέλος των μνημονίων οι επιδόσεις της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα παραμείνουν υποτονικές, κυρίως λόγω της συνέχισης της λιτότητας, “χτυπώντας” έτσι τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, εκτιμά η Citigroup σε νέα έκθεσή της για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί τα επόμενα τέσσερα χρόνια από το ήδη “μέτριο” 1,9% που εκτιμά ότι θα βρεθεί φέτος, ενώ οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα αποδειχθούν – πιθανότατα– ανέφικτοι.

Όπως σημειώνει η Citi, η βελτίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών της, σε συνδυασμό με την καλύτερη από την αναμενόμενη δημοσιονομική επίδοση, επέτρεψε στο να υπάρξει συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους τον Ιούνιο. Όπως επισημαίνει, αυτό με τη σειρά του επέτρεψε την έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα διάσωσης της τελευταίας οκταετίας στις 20 Αυγούστου. Η ανάπτυξη  του ΑΕΠ συνεχίζει να βελτιώνεται, αν και με χαμηλούς ρυθμούς, με οδηγό τις εξαγωγές και τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών βελτιώθηκε ωστόσο λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες που βρέθηκαν σε προγράμματα διάσωσης.

Η Citi εκτιμά ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα κινηθεί σε μέτριους ρυθμούς και θα αυξηθεί κατά 1,9% το 2018, ενώ θα επιβραδυνθεί και πάλι στο 1,5% περίπου τα επόμενα δύο χρόνια (2019-2020). Για το διάστημα 2021-2022 εκτιμά πως θα κινηθεί στο 1,4%, καθώς η βελτίωση της εμπιστοσύνης μετά το τέλος του προγράμματος διάσωσης θα αντισταθμιστεί πιθανότατα από τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική λιτότητα (για την επίτευξη των μεταμνημονιακών δημοσιονομικών στόχων).  Πάντως, όπως επισημαίνει, η περαιτέρω χαλάρωση των capital controls θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάπως υψηλότερη ανάπτυξη.

Σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η Citi εκτιμά ότι βασίζεται ξεκάθαρα πλέον στην πολιτική. Η υποτονική εικόνα της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι αυτό που εξακολουθεί να καθιστά αμφίβολη τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, ακόμα και μετά τη συμφωνία ελάφρυνσής του. Ωστόσο, με το 80% του δημόσιου χρέους να βρίσκεται στα “χέρια” των πιστωτών και το μερίδιο αυτό να αναμένεται να μειωθεί πολύ αργά την επόμενη δεκαετία, περισσότερο η πολιτική παρά η οικονομία θα καθορίσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αμερικάνικης τράπεζας, το χρέος προς το ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 187% φέτος, στο 184% το 2019, στο 179% 2020 και στο 173% και 167% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα. Σε ό,τι αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα το “βλέπει” στο 3,8% φέτος και κοντά στις εκτιμήσεις της Κομισιόν, ενώ για το 2019 εκτιμά ότι θα βρεθεί εκτός στόχου και στο 3,3%.

Κούρταλη Ελευθερία

Facebook Comments