Οι πρώτες 100 και κάτι ημέρες της «μεταμνημονιακής» κυβέρνησης είναι βαμμένες μία προς μία με το εκλογικό και πολιτικό κέρδος εις βάρος της ανάπτυξης και της βελτίωσης των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Προεκλογικά δώρα με το… τσουβάλι – κοινωνικό μέρισμα, νομοθέτηση της επιστροφής των αναδρομικών, μη περικοπή των συντάξεων, μείωση του ΕΝΦΙΑ κτλ. Και από την άλλη, η υπερφορολόγηση η οποία χτυπά τις καταθέσεις και εκτοξεύει τα ληξιπρόθεσμα χρέη, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στις πιο φορομπηχτικές χώρες της Ε.Ε., αφού σύμφωνα με στοιχεία της (Eurostat), έχει την 8η υψηλότερη φορολογία στην Ευρώπη των «28». Παράλληλα, είναι ξεκάθαρο πως τo success story της κυβέρνησης έχει αποτύχει να πείσει επενδυτές και αγορές. Έστω και αν την ίδια την κυβέρνηση δεν την απασχολεί καν αυτό αφού μπροστά τη βλέπει μόνο κάλπες.

Όπως πολύ χαρακτηριστικά σημείωσε το Ινστιτούτο Brookings σε ανάλυσή του, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση στοχεύει στο πολιτικό κέρδος, πετώντας ψίχουλα στους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους. Όπως προσθέτει, το “τσεκούρι” στις δημόσιες επενδύσεις συνεχίζει να υπονομεύει τις προοπτικές ανάπτυξης, την παραγωγικότητα, τα επίπεδα των μισθών και την απασχόληση. «Η ελληνική κυβέρνηση στέλνει λάθος μήνυμα στις αγορές, τη στιγμή που για να πετύχει υπερπλεονάσματα, κόβει από τις δημόσιες επενδύσεις, επιδεινώνοντας περαιτέρω τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας», τονίζει.

Ανάλογες είναι και οι προειδοποιήσεις του ΣΕΒ ο οποίος κάνει λόγο για έναν προϋπολογισμό περιορισμένων αναπτυξιακών προοπτικών, επισημαίνοντας την απουσία μείγματος πολιτικής φιλικής για τις επιχειρήσεις και την συνεχή αφαίμαξη πόρων από την ιδιωτική οικονομία, μέσω της υπερφορολόγησης.  Όπως τονίζει, οι μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ και οι μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών είναι καθαρά πολιτικού χαρακτήρα και όχι αναπτυξιακού. Για να έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα θα έπρεπε, πρώτον, ο ΕΝΦΙΑ να γίνει αναλογικότερος και να καταργηθεί ο συμπληρωματικός φόρος, ώστε να λειτουργήσει και πάλι η αγορά ακινήτων, και, δεύτερον, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών να είναι γενική και να περιλαμβάνει και τους μισθωτούς, με χρηματοδότηση από τη μείωση του αφορολογήτου που προβλέπεται να ισχύσει από την αρχή του 2020.

Από πλευράς κυβέρνησης λοιπόν, υπάρχει μια σωρεία λανθασμένων τακτικών, οι οποίες φυσικά ενδεχομένως να βοηθούν πολιτικά το κυβερνών κόμμα στις επόμενες εκλογές, όμως κάνουν πολύ κακό στην οικονομία, σημειώνει χαρακτηριστικά αναλυτής μεγάλης βρετανικής τράπεζας. Η μη τήρηση των συμφωνηθέντων σχετικά με την περικοπή των συντάξεων – έστω και αν εγκρίθηκε από τους Θεσμούς – έχει πλήξει την (όποια) αξιοπιστία της χώρας, η οποία για πολλοστή φορά, δείχνει να μην τηρεί τα συμφωνηθέντα, ενώ προσπαθεί να κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να αναβάλλει τις όποιες δύσκολες αλλά εξαιρετικά απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Επιπρόσθετα, για άλλη μια φορά βλέπουμε και με αφορμή τον προϋπολογισμό του 2019, την συνεχιζόμενη προτίμηση στις παροχές έναντι των επενδύσεων, ενώ όποιο παράθυρο νέων προσλήψεων εμφανίζεται, χρησιμοποιείται αγνοώντας τις αρνητικές συνέπειες για την οικονομία.

Χαρακτηριστικό εδώ είναι ότι τα παραπάνω γίνονται με την ανοχή της Ευρώπης, καθότι αφενός μεν οι Ευρωπαίοι τονίζουν ότι η Ελλάδα πλέον αποφασίζει για το μείγμα της πολιτικής της, αφετέρου δε, δεν επιθυμούν νέα ανοιχτά μέτωπα προτιμώντας να επικεντρωθούν στην Ιταλία. Το ΔΝΤ όμως, ως ο μόνος οργανισμός με τεχνικό know-how σε αυτά τα ζητήματα, είχε έγκαιρα προειδοποιήσει για την σημασία της προσαρμογής των συντάξεων σε χαμηλότερα επίπεδα – παρότι ως ο “κακός” της παρέας, είναι πιο εύκολο να αγνοούνται οι απόψεις του τόσο από την Ευρώπη όσο (φυσικά) και από την Ελλάδα.

Έτσι λοιπόν, η κυβέρνηση (για άλλη μια φορά, όπως και το 2015), επέλεξε να βάλει μπροστά το κομματικό συμφέρον, επιλέγοντας πολιτικές που ενδεχομένως να την οδηγήσουν σε μείωση της συντριβής στις επικείμενες εκλογές, με αντάλλαγμα την αύξηση του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, ένα γεγονός που έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες όχι μόνον για το ελληνικό δημόσιο αλλά και για το σύνολο των εγχώριων επιχειρήσεων αλλά και την υπερφορολόγηση, η οποία περιορίζει τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας.

Εάν περάσουμε σε μια νέα εποχή παρατεταμένων αρνητικών εξωγενών παραγόντων ή/και αν το Ιταλικό πρόβλημα πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις, τότε θα αποκτήσει μεγαλύτερες πιθανότητες το σενάριο να εξαντληθεί το μαξιλάρι ρευστότητας που έχει η Ελλάδα για τα επόμενα χρόνια (εξαιτίας αδυναμίας συνεχούς πρόσβασης στις αγορές για αναχρηματοδότηση υφιστάμενων εκδόσεων και έκδοση νέων ομολόγων), και η επόμενη κυβέρνηση να αναγκαστεί να ζητήσει εκ νέου την βοήθεια της Ευρώπης. Κάτι το οποίο, φυσικά, θα διευκόλυνε ιδιαίτερα τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, στην προσπάθεια του να μαζέψει τα συντρίμμια του, θα έριχνε το φταίξιμο στην τότε κυβέρνηση (της ΝΔ).

Facebook Comments