Oi προοπτικές της Ελλάδας θα εξαρτηθούν από τις διαθέσεις των επενδυτών το επόμενο έτος, όπως σημειώνει η Citigroup σε νέα έκθεσή της για την παγκόσμια οικονομία.

Όπως επισημαίνει οι πραγματικές επενδύσεις έχουν σημειώσει βουτιά, οι τραπεζικές πιστώσεις συνεχίζουν να συρρικνώνονται, η ιδιωτική κατανάλωση δεν αναμένεται να επιταχυνθεί και η αποταμίευση είναι αρνητική. Σύμφωνα πάντως με την αμερικάνικη τράπεζα οι εκλογές του 2019 είναι ένας θετικός παράγοντας για τη χώρα καθώς σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις θα υπάρξει αλλαγή στην εξουσία με μία κυβέρνηση φιλική προς τις επενδύσεις και τις αγορές.

H ελληνική οικονομία ανακάμπτει την περίοδο μετά την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, τη στιγμή που η βελτίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ Αθήνας και πιστωτών οδήγησε τον περασμένο Ιούνιο σε συμφωνία για την ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, σημειώνει η Citi. Αυτό σε συνδυασμό με τα καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα συνέβαλαν στην αποκατάσταση κάποιου μέρους της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονομία.

Το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να κινηθεί πιθανώς πάνω από το 2% το 2018 και στο 2,2%, που είναι ο ταχύτερος ρυθμός από το 2007, αν και το επίπεδό του παραμένει περίπου 25% χαμηλότερα από την κορυφή του 2007. Η ανάπτυξη, όπως επισημαίνει η Citi, εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές (κυρίως τις εισπράξεις από τον τουρισμό) και τις επενδύσεις με βοήθεια των κονδυλίων της ΕΕ. Η ανάπτυξη της ιδιωτικής κατανάλωσης δεν υπερβαίνει το 1% σε ετήσια βάση και δεν αναμένεται να επιταχυνθεί, καθώς ο πληθυσμός συρρικνώνεται (κατά περίπου 0,4% ετησίως), το ποσοστό αποταμίευσης είναι αρνητικό και η τραπεζική πίστωση συνεχίζει να συρρικνώνεται επίσης. Ωστόσο, η δημοσιονομική πολιτική θα γίνει πιθανώς λιγότερο περιοριστική το διάστημα 2019-2020.

Σύμφωνα με την Citi, την επόμενη πενταετία η ανάπτυξη θα σημειώσει σημαντική επιβράδυνση σε επίπεδα αρκετά κάτω του 2%. Για το 2019 η αμερικάνικη τράπεζα εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί στο 1,8%, τη διετία 2020-2021 θα κινηθεί στο 1,5%, το 2022 στο 1,4% και το 2023 στο 1,3%.

To χρέος, από 183% φέτος, θα βρεθεί στο 180% το 2019, στο 175% το 2020, στο 170% το 2021, στο 165% το 2022 και στο 160% το 2023.

Σε ό,τι αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα το “βλέπει” στο 3,8% φέτος και κοντά στις εκτιμήσεις της Κομισιόν, ενώ για το 2019 εκτιμά ότι θα κινηθεί στο 3,5% και το 2020 στο 3,4%.

Tα ελληνικά spreads (έναντι της Γερμανίας) δεν αναμένεται να συρρικνωθούν σημαντικά από τα σημερινά επίπεδα, όπως προβλέπει η αμερικάνικη τράπεζα. Από τις 401 μονάδες βάσης σήμερα, το 2019 και το 2020 θα κινηθούν τις 390 μ.β., ενώ το 2021-2023 στις 350 μ.β.

Όπως προειδοποιεί η Citi οι δομικές αδυναμίες επιμένουν. Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και μία τεράστια εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ. Οι εσωτερικές αποταμιεύσεις εξακολουθούν να είναι σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκείς για να καλύψουν τις επενδυτικές ανάγκες της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65% περίπου από το 2007. Οι τραπεζικές χορηγήσεις εξακολουθούν να συρρικνώνονται, καθώς οι τράπεζες επιβαρύνονται από τα υψηλά (αν και μειωμένα) επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (τα οποία διαμορφώθηκαν στο 42,3% των συνολικών δανείων στο β τρίμηνο του 2018). Το σχέδιο που ανακοίνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος πρόσφατα το οποίο έχει στόχο να δημιουργήσει ένα είδος bad bank για να μεταφέρει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών μπορεί να βοηθήσει στην “αποδέσμευση” κάποιων τραπεζικών πιστώσεων, βοηθώντας έτσι την οικονομία το 2019-2020.

Συνολικά, ωστόσο, οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από τις διακυμάνσεις της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών, οι οποίοι παραμένουν το μόνο σχεδόν κανάλι χρηματοδότησης για την οικονομία.

Επίσης, όπως επισημαίνει η Citi, η βιωσιμότητα του χρέους βασίζεται κυρίως στην πολιτική. Με το 80% του δημόσιου χρέους να βρίσκεται στα χέρια των επίσημων πιστωτών και αυτό το μερίδιο να αναμένεται να μειωθεί πολύ αργά την επόμενη δεκαετία, οι σχέσεις της Αθήνας με τους Ευρωπαίους πιστωτές θα καθορίσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους και όχι η πορεία της οικονομίας. Η προθυμία των Ευρωπαίων πιστωτών να στηρίξουν την Ελλάδα – επιτρέποντας ενδεχομένως λιγότερο φιλόδοξους αλλά πιο βιώσιμους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα – θα παραμείνει καθοριστική για την αξιολόγηση της ικανότητας της Ελλάδας να ανταποκριθεί στις χρηματοοικονομικές της υποχρεώσεις στο μέλλον.

Τέλος, σύμφωνα με την Citi, οι εκλογές του 2019 είναι ένα θετικό στοιχείο για την Ελλάδα. Όπως επισημαίνεται, οι γενικές εκλογές αναμένονται το αργότερο το φθινόπωρο του 2019, αλλά υπάρχουν κάποια σενάρια ότι η κυβέρνηση μπορεί να οδηγηθεί σε πρόωρες κάλπες την άνοιξη. Η βελτίωση της οικονομίας έχει οδηγήσει σε κάποια ανάκαμψη των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις σε σχέση με τα χαμηλά του 2017, σε περίπου 25%, αλλά όχι αρκετά ώστε να ξεπεράσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Νέα Δημοκρατία η οποία εξακολουθεί να ηγείται με 37%. Μια συντηρητική κυβέρνηση στην Ελλάδα θα είναι πιο φιλική προς την αγορά και τις επιχειρήσεις από ότι ο σημερινός συνασπισμός, αν και μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθεί, δεδομένης της σημερινής δομής του κοινοβουλίου.

Κούρταλη Ελευθερία

Facebook Comments