Βγαίνει ή δεν βγαίνει; Η ερώτηση αυτή γύρω από τον προϋπολογισμό θυμίζει περισσότερο το γνωστό παιχνίδι με την μαργαρίτα που της τραβάς τα πέταλα και τελικά μπορεί να πάρεις και την μία και την άλλη απάντηση. Καθώς λοιπόν πλησιάζει η 18η Δεκεμβρίου, ημέρα κατά την οποία θα ψηφιστεί ο προϋπολογισμός του 2019 στη Βουλή, κανένας ακόμη δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά τί θα γίνει με τα μεγέθη που καταγράφει το Υπουργείο Οικονομικών. Γι’ αυτό υπάρχουν δύο λόγοι. Ο πρώτος έχει να κάνει με την πορεία των ελληνικών ομολόγων στις διεθνείς αγορές και ο δεύτερος με την πορεία των δικαστικών αποφάσεων που ενδέχεται να αποφασίσουν την επιστροφή κάποιων εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ (μπορεί και δισ.) σε δικαιούχους των οποίων οι περικοπές εισοδήματος τα προηγούμενα χρόνια κρίθηκαν αντισυνταγματικές.

Μένοντας στην πρώτη από τις δύο άγνωστες παραμέτρους, πολύ μεγάλη συζήτηση έχει ανοίξει για το αν ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% που έχει τεθεί για μέχρι το 2022, καθώς και το μέσο πρωτογενές για 2,2% μέχρι το 2060, είναι ένας εφικτός στόχος. Αν ρωτήσουμε κάποιον που κινείται στα κυβερνητικά σαλόνια του σήμερα θα μας απαντήσει ότι ο στόχος βγαίνει. Μάλιστα η άποψη που εξέφρασε πρόσφατα ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης (επικεφαλής του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής) είναι ότι αφού τον στόχο τον πετύχαμε μία φορά και το νούμερο παραμένει σταθερό, τότε δεν έχουμε πρόβλημα. Την άποψη αυτή την είχε εκφράσει παλαιότερα και ο Γιώργος Σταθάκης όταν ήταν Υπουργός Οικονομικών. Δυστυχώς φοβάμαι ότι αυτή είναι μία μάλλον απλοϊκή προσέγγιση που δεν αντέχει απέναντι σε πραγματική επιστημονική κριτική, και περισσότερο θυμίζει πολιτικό «σανό», τον οποίο μάλιστα μας ταΐζουν απλόχερα στην προκειμένη περίπτωση οι Ευρωπαίοι και απλά η κυβέρνηση συντάσσεται μαζί τους γιατί έτσι την βολεύει.

Και επειδή είναι σίγουρο ότι οι περισσότεροι θα έχετε ακούσει ότι τόσο υψηλά πλεονάσματα για τόσο μεγάλα διαστήματα δεν έχει πετύχει κανείς να σας πω ότι αυτό δεν είναι απολύτως αλήθεια. Όπως θύμισε πρόσφατα ο Πάνος Τσακλόγλου σε μία ημερίδα του Οικονομικού Επιμελητηρίου για τον προϋπολογισμό, το Βέλγιο είχε καταφέρει κατά μέσο όρο να πετυχαίνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,8% για περίπου 30 χρόνια. Μόνο που η περίπτωση του Βελγίου είχε μία ειδοποιό διαφορά σε σχέση με την Ελλάδα. Εκεί, η συντριπτική πλειοψηφία του χρέους της χώρας βρισκόταν στα χέρια εγχώριων τραπεζών, που σημαίνει ότι το σύνολο σχεδόν των χρημάτων που στερούσε το κράτος από την ιδιωτική οικονομία με την μορφή του πρωτογενούς πλεονάσματος, μεταφερόταν ξανά στην βελγική οικονομία μέσω της αύξησης των ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας. Αντιθέτως στη χώρα μας το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους διακρατείται αυτή τη στιγμή από ξένους θεσμούς -και κυρίως από τον ESM- που σημαίνει ότι όσα χρήματα μεταφέρονται στο κράτος με τη μορφή του πρωτογενούς πλεονάσματος και του υπερπλεονάσματος, απλά φεύγουν στο εξωτερικό αφήνοντας της ελληνικές τράπεζες στεγνές.

Λόγω λοιπόν όλων των παραπάνω πολλοί είναι εκείνοι που ζητούν να υπάρξει και πάλι συζήτηση για το ύψος του χρέους και για τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος. Η κυβέρνηση όπως είναι φυσικό δεν θέλει σε καμία περίπτωση να μπει για άλλη μία φορά στην μύτη των Ευρωπαίων και το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να ξεχαστεί αφήνοντας την Ευρώπη να συγκρούεται με την Ιταλία.

Και τελικά βγαίνει ή δεν βγαίνει; Η απάντηση είναι ότι φέτος μάλλον βγαίνει. Ακόμη κι αν χρειαστεί κάποια στιγμή να υπάρξει κάποιος συμπληρωματικός προϋπολογισμός λόγω δικαστικών αποφάσεων, στην ουσία βγαίνει. Και τους στόχους θα πετύχει και πιθανότατα θα τους ξεπεράσει. Αυτό όμως είναι καλό; Εδώ δυστυχώς η απάντηση είναι όχι. Και το όχι έγκειται στο γεγονός ότι ο προϋπολογισμός του 2019 είναι το ίδιο -αν όχι και περισσότερο- άδικος φορολογικά. Συνεχίζει την υπερφορολόγηση και αφαίμαξη όλης της κοινωνίας, εξακολουθεί να βάλει κατά της μεσαίας τάξης, αντιμετωπίζει και πάλι τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις ΜμΕ ως συνέταιρους που πρέπει να πληρώνουν το 80% του εισοδήματός τους σε φόρους και άρα με το ζόρι αναγορεύει την ιδιωτική οικονομία ως τον χρηματοδότη που θα ικανοποιεί το κομματικό ακροατήριο του κυβερνώντος κόμματος, το οποίο θα κληθεί σε τέσσερις περιπτώσεις μέσα στην επόμενη χρονιά να δώσει την ψήφο του. Πως θα το κάνει αυτό; Και πάλι δίνοντας επιδόματα. Ενισχύοντας δηλαδή πρόσκαιρα την κατανάλωση, αντί να αυξήσει τις επενδύσεις που δημιουργούν δουλειές. Τόσο απλά.

Facebook Comments