Το 2018 αντί να αποτελέσει χρονιά-ορόσημο για την Ελλάδα, μετά και την έξοδο από τα προγράμματα διάσωσης, αποτελώντας πόλο έλξης για τους επενδυτές και πηγή για σημαντικές αποδόσεις, τελικά κατέληξε να είναι μία χρονιά που, όσοι εμπιστεύθηκαν τα χρήματά τους στη χώρα, θα θέλουν να ξεχάσουν.

Η πραγματική εικόνα της Ελλάδας δεν αποτυπώνεται στα υπερπλεονάσματα-μαϊμού τα οποία χτίστηκαν με την υπερφολόγηση και από τα οποία δόθηκαν ψίχουλα για παροχές, πνίγοντας τις επενδύσεις και σταματώντας τις πληρωμές προς των ιδιωτικό τομέα. Ούτε στην επιστροφή της αναιμικής και εύθραυστης ανάπτυξης η οποία δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορέσει να διατηρηθεί εν όψει της επιβράδυνσης που σημειώνεται στην παγκόσμια οικονομία.

Η πραγματική εικόνα της χώρας αποτυπώνεται ξεκάθαρα και δίχως καμία αμφιβολία στο κατά πόσον έχει καταφέρει να κτίσει την εμπιστοσύνη απέναντι στα περιουσιακά της στοιχεία. Και αν κανείς κοιτάξει την πορεία (ή την κατάντια, καλύτερα) του ελληνικού Χρηματιστήριου και τις επιδόσεις της ελληνικής αγοράς ομολόγων, θα καταλάβει πως η Ελλάδα παραμένει ένα κράτος παρίας για τους επενδυτές και πολύ δύσκολα θα καταφέρει να αποτελέσει «διαμάντι», με δεδομένα τα τεράστια θέματα με τα οποία είναι αντιμέτωπο και το νέο έτος.

Παρά τις αρχικές προσδοκίες, η έξοδος της Ελλάδας από το μνημόνιο αντί να αποτελέσει «μαγνήτη» για τα ξένα χαρτοφυλάκια, έκανε τα διεθνή funds να βγάλουν εντελώς από τα ραντάρ τους τη χώρα μας. Ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών βρέθηκε σε χαμηλά δύο ετών καταγράφοντας από τις αρχές της χρονιάς τις μεγαλύτερες απώλειες διεθνώς και πάνω από το 25%, ο τραπεζικός δείκτης άγγιξε ιστορικά χαμηλά και η κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών οδηγήθηκε σε κατάρρευση κατά 60% περίπου και κάτω από τα 4 δισ. ευρώ. Από τις 20 Αυγούστου η «τύχη» της ελληνικής οικονομίας καθώς και των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων είναι στα «χέρια» των αγορών, και αυτές είναι που θα καθορίσουν τις προοπτικές του 2019.

Αυτό που προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση είναι πως οι απώλειες του γενικού δείκτη από την 1η Ιανουαρίου του 2018, ξεπερνούν το -23,6% που σημείωσε την «καταστροφική» για την ελληνική οικονομία χρονιά του 2015, όπου η Ελλάδα βρέθηκε μία ανάσα από το Grexit, με κλειστές τράπεζες και κλειστό Χρηματιστήριο για μέρες, και επιβολή capital controls.

Σε ότι αφορά τα ομόλογα, μετά το ράλι στις αρχές του έτους όπου η απόδοση του 10ετούς βρέθηκε σε χαμηλό 12ετίας και στο 3,60%, κατέληξαν το 2018 να σημειώνουν από τις χειρότερες επιδόσεις διεθνώς. Σε αυτό ρόλο έπαιξαν τόσο τα εσωτερικά όσο και τα εξωτερικά προβλήματα.

 Η πολιτική κρίση στην Ιταλία, οι ανησυχίες για τις ελληνικές τράπεζες και κυρίως για το “βουνό” των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και την επάρκεια των κεφαλαίων τους, καθώς και  τα ερωτήματα που υπάρχουν ακόμη γύρω από την “καθαρή έξοδο” της Ελλάδας από τα προγράμματα διάσωσης, οδήγησαν τον ΟΔΔΗΧ να βάλει στο βαθιά στο συρτάρι τα όποια σχέδια νέας εξόδου στις αγορές για το υπόλοιπο του 2018 καθώς και στο να μην “δεσμευτεί” σε ό,τι αφορά το χρονοδιάγραμμα των εξόδων στις αγορές για το 2019, ανακοινώνοντας ένα αόριστο πρόγραμμα με διάφορα σενάρια άντλησης κεφαλαίων.

Σύμφωνα με την πλειονότητα των αναλυτών, το 2019 θα είναι ένα ακόμη δύσκολο έτος για την Ελλάδα, και συνεπώς για το ελληνικό Χρηματιστήριο και τα ελληνικά ομόλογα, αγορές οι οποίες παραμένουν ρηχές και ευάλωτες στα εξωτερικά σοκ, αποτελώντας assets υψηλού ρίσκου για τους επενδυτές.

Στις μεγάλες προκλήσεις τοποθετούνται το δυσμενές διεθνές κλίμα – η κατάσταση στην Ιταλία και τη Γαλλία, οι ευρωεκλογές, καθώς και οι εκλογές σε πολλά κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, οι εξελίξεις γύρω από το Brexit καθώς και η γενικότερη αναταραχή λόγω του εμπορικού πολέμου, η οι τρεις εκλογικές αναμετρήσεις οι οποίες οδηγούν αναπόφευκτα σε πάγωμα των μεταρρυθμίσεων αυξάνοντας τους κινδύνους στο δημοσιονομικό μέτωπο, η εξεύρεση μιας πειστικής λύσης για τις ελληνικές τράπεζες καθώς η πλήρης και συνεχή πρόσβαση στις αγορές, αφού η ύπαρξη του cash buffer σε καμία περίπτωση δεν ενισχύει την επενδυτική εμπιστοσύνη.

Με το ζήτημα των τραπεζών να μην φαίνεται να λύνεται σύντομα, αφού ακόμα κανένα σχέδιο, ούτε αυτό της ΤτΕ ούτε αυτό του ΤΧΣ δεν έχει λάβει καμία έγκριση από τις εποπτικές αρχές (και για να φτάσει στο σημείο να ξεκινήσει να εφαρμόζεται θα πρέπει να περάσουν αρκετοί μήνες), και με το θέμα των εκλογών να καταλαμβάνει τουλάχιστον το πρώτο μισό του έτους (αν υπάρξουν πρόωρες κάλπες στις βουλευτικές), το 2019 τείνει να αποτελέσει έτος-φωτιά για την Ελλάδα.

Όπως άλλωστε επισημαίνουν κύκλοι της αγοράς, για να μπορέσει να δει καλύτερες μέρες το 2019, η Ελλάδα θα πρέπει να λύσει μια δύσκολη εξίσωση με δύο βασικές μεταβλητές: Η πρώτη έχει να κάνει με τις εγχώριες προκλήσεις: Αφενός μεν την προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας σε μια προεκλογική χρονιά, στην οποία δυστυχώς η όποια προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις θα αντικατασταθεί (για πολλοστή φορά) με μια ακατάσχετη παροχολογία, αφετέρου δε, την πρόοδο στην μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανειακών ανοιγμάτων των τραπεζών με τέτοιον τρόπο ώστε να μην δημιουργηθούν ισχυρές αναταράξεις στην κεφαλαιακή τους επάρκεια. Η δεύτερη μεταβλητή, η οποία έκανε την εμφάνισή της σχετικά πρόσφατα, έχει να κάνει με την καταγραφή σημαντικών πιέσεων στα διεθνή χρηματιστήρια, ως απόρροια των ανησυχιών για την εμφάνιση μιας ύφεσης στην αμερικανική οικονομία, σε ένα περιβάλλον μείωσης ρευστότητας από τις κυριότερες κεντρικές τράπεζες, αλλά και την εξέλιξη των εμπορικών σχέσεων Αμερικής-Κίνας.

Στην δίνη μιας σημαντικής διόρθωσης των διεθνών αγορών, είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να ξεχωρίσει θετικά η Ελλάδα, εν απουσία θετικών ειδήσεων από το εγχώριο μέτωπο.

Καταλύτης για μια σημαντική υπεραπόδοση της ελληνικής αγοράς, θα μπορούσε να ήταν ο τερματισμός της εκλογολογίας, με την διεξαγωγή εκλογών σε σύντομο χρονικό διάστημα, και την ανάδειξη μιας κυβέρνησης με αυτοδυναμία που θα δώσει έμφαση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Σε ένα τέτοιο σενάριο, θα καταγραφόταν μείωση των ελληνικών spreads, διευκολύνοντας μια νέα έξοδο της Ελλάδας (αλλά και των μεγάλων ελληνικών εταιριών στη συνέχεια) στις διεθνείς αγορές, με στόχο την άντληση νέων κεφαλαίων και την αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης.

Facebook Comments