Οι αναλυτές μας προετοίμαζαν από καιρό πως το 2019 θα είναι ένα έτος-φωτιά για τις ελληνικές τράπεζες και αυτό το απέδειξε ξεκάθαρα το ξεκίνημα του έτους που βρήκε τις μετοχές τους να γονατίζουν και πάλι στη δίνη των ρευστοποιήσεων και των αρνητικών διαθέσεων των short funds, με τον τραπεζικό δείκτη αλλά και την πλειοψηφία των τραπεζικών τίτλων να αγγίζουν νέα ιστορικά υψηλά τις προηγούμενες ημέρες.

Οι έκτακτες συσκέψεις που έκανε η κυβέρνηση με τις αρχές της αγοράς το περασμένο φθινόπωρο μετά το κραχ των αρχών του Οκτωβρίου, απλά ενέτειναν την ήδη ανησυχητική κατάσταση αφού έστειλαν το μήνυμα στις αγορές πως υπάρχει τεράστιο πρόβλημα προφανώς και δεν οδήγησαν στον περιορισμό των ισχυρών πιέσεων που δέχονται οι συστημικές τράπεζες στο Χρηματιστήριο. Προφανώς λοιπόν η «κινητοποίηση» που τότε διαφήμισε η κυβέρνηση, ήταν λάθος και δεν οδήγησε πουθενά.

Ένα άλλο μεγάλο σφάλμα της κυβέρνησης είναι η βασανιστικά αργή ταχύτητα με την οποία κινείται σε ότι αφορά τα σχέδια που υπάρχουν – αυτό του ΤΧΣ και αυτό της ΤτΕ – για την μείωση των κόκκινων δανείων των τραπεζών, που αποτελεί και το νούμερο ένα θέμα για τους επενδυτές. Από τον Νοέμβριο υπάρχουν και τα δύο, παρόλα αυτά το οικονομικό επιτελείο έχει άλλες προτεραιότητες. Αν το είχε βάλει στις προτεραιότητές του θα είχαμε γλιτώσει ίσως ένα 40% από την πτώση που έχουν σημειώσει οι μετοχές των τραπεζών στο διάστημα αυτών των τριών περίπου μηνών που έχει περάσει. Και αυτό γιατί μετά από την παρουσίαση των σχεδίων, δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα. Ήδη, η εφαρμογή τους είχε εκτιμηθεί ότι θα πάρει πολύ χρόνο, και ακόμη περισσότερος χρόνος θα χρειαστεί για να φανούν οι επιπτώσεις τους στους ισολογισμούς των τραπεζών. Ωστόσο,  η κατάθεσή τους σίγουρα θα επέσπευδε τα πράγματα. Όμως για μία ακόμη φορά η ελληνική κυβέρνηση κοίταξε το συμφέρον της. Και αυτό ήταν να προωθήσει το δικό της σχέδιο (ΤΧΣ) έναντι αυτού της ΤτΕ και του Γιάννη Στουρνάρα και για αυτό χρειαζόταν χρόνο. Επίσης, σκόπευε να το χρησιμοποιήσει και ως προεκλογικό χαρτί και να πιστωθεί αυτή πολιτικά την όποια θετική εξέλιξη για τις ελληνικές τράπεζες. Για αυτό και τώρα, παραμονές της νέας και καλά ενορχηστρωμένης, εξόδου της Ελλάδας στις αγορές, κινητοποιείται και «προχωράει» το όλο θέμα καταθέτοντας αυτές τις μέρες και τα δύο σχέδια (αναγκαστικά) στην Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αυτό, σύμφωνα με το κυβερνητικό επιτελείο, αναμένεται να δώσει ένα ισχυρό «σήμα» στις αγορές ότι το μείζον θέμα της αντιμετώπισης των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων των ελληνικών τραπεζών προχωράει (εμ, αν έχουμε εκλογές σύντομα ; ). Επιδίωξη της ελληνικής πλευράς είναι η σχετική πρόταση να έχει εγκριθεί το πρώτο δίμηνο του 2019, καθώς η έγκριση από την DG Comp θα ανοίξει και επισήμως τον δρόμο για την εφαρμογή της.

Εν τω μεταξύ όμως, η ζημιά έχει ήδη γίνει. Παράγοντες της αγοράς χαρακτηρίζουν την εικόνα των ελληνικών τραπεζικών μετοχών τραγική, εκφράζοντας φόβους για μία επανάληψη του 2018, όταν ο κλάδος βίωσε ισχυρότατες πιέσεις η οποίες έφθασαν στον βαθμό της κατάρρευσης, με τη «βουτιά» να αγγίζει ακόμα το 80%. Ο τραπεζικός κλαδικός δείκτης «χτύπησε» πριν λίγες ημέρες νέα ιστορικά χαμηλά, με τρεις από τις τέσσερις τραπεζικές μετοχές (Alpha Bank, Εθνική και Πειραιώς) να τον ακολουθούν και την Eurobank να βρίσκεται μία ανάσα από τα δικά της ιστορικά χαμηλά. Μέσα στο τελευταίο 12μηνο η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς έχει σημειώσει βουτιά της τάξης του 84%, η μετοχή της Εθνικής είναι στο -73% , της της Alpha Bank στο -53% και της Eurobank στο -45%. Στις τελευταίες 10 συνεδριάσεις μόνο, οι απώλειες των τραπεζικών μετοχών φτάνουν έως και το 25%. Εκτός αυτού, τα short funds επέστρεψαν δριμύτερα αυξάνοντας ς σχεδόν καθημερινά τις αρνητικές τους θέσεις στις τραπεζικές μετοχές, παίρνοντάς τροφή από τις… μηδενικές εξελίξεις γύρω από τον πολύπαθο κλάδο.

Την περασμένη εβδομάδα παραβρέθηκα σε συνέδριο που διοργάνωσε ο οίκος αξιολόγησης Fitch στην Αθήνα και το κλίμα γύρω από τις ελληνικές τράπεζες ήταν πραγματικά ανησυχητικό. Τα στελέχη του οίκου έθεσαν την κατάσταση των τραπεζών ως ένα από τα βασικότερα κριτήρια σε ότι αφορά τις αποφάσεις του για την αξιολόγηση της Ελλάδας η οποία παραμένει… χρόνια μακριά από την κατηγορία του επενδυτικού βαθμού. Ο οίκος αξιολογεί τις ελληνικές τράπεζες με «CCC», μόλις μία βαθμίδα πάνω από το καθεστώς της περιορισμένης χρεοκοπίας (Restricted Default) στο και οποίο βρισκόντουσαν έως και τον περασμένο Οκτώβριο πριν την χαλάρωση των περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών. Μιλώντας με τα στελέχη της Fitch αυτό που διαπίστωσα είναι πως η αναβάθμιση των ελληνικών τραπεζών δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα. Θα πάρει πολύ χρόνο. Όπως μου είπαν, οι προκλήσεις γύρω από τις ελληνικές τράπεζες είναι ακόμα τεράστιες και οι αξιολογήσεις τους θα παραμείνουν περιορισμένες λόγω της αδύναμης ποιότητας τους ενεργητικού και της πίεσης που ασκείται στα κεφάλαια από τον υψηλό όγκο των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων. Σε ότι αφορά τα δύο σχέδια που έχουν προταθεί για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών, από το ΤΧΣ και την ΤτΕ, μπορεί κατά τον οίκο να αποτελέσουν «μοχλούς» μεγάλων αλλαγών για τον κλάδο, και θα θεωρηθούν πιστωτικά θετικά. Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι κατά την εκτέλεση αυτών των σχεδίων και η εφαρμογή τους εάν αποφασιστεί, θα πάρει χρόνο, με τις επιπτώσεις τους να είναι ορατές μετά το 2019.

Κρίσιμη θεωρεί και ο οίκος S& P την πορεία του τραπεζικού κλάδου. Όπως τόνισε κατά την πρόσφατη αξιολόγηση του για την Ελλάδα, όπου δεν προέβη σε καμία αλλαγή του rating και των προοπτικών που δίνει (στο B+ με θετικές προοπτικές), η αδυναμία των ελληνικών τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την οικονομία λειτουργεί επιβαρυντικά για την ταχύτητα της ανάκαμψης. Επικαλούμενος την εμπειρία χωρών όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Σλοβενία και η Κύπρος, ο οίκος εκτιμά ότι η ταχύτερη μείωσή τους μπορεί να μην είναι εφικτή χωρίς μια πιο αποφασιστική προσέγγιση και την ανάμειξη πρόσθετης κρατικής στήριξης. Για να προχωρήσει σε αναβάθμιση της ελληνική οικονομίας όπως υπογράμμισε εντός των επόμενων 12 μηνών, θα πρέπει η οικονομική της ανάκαμψη θα δείξει στοιχεία ενδυνάμωσης. Αυτό θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα είτε εφαρμογής μεταρρυθμίσεων στο πεδίο της οικονομίας από πλευράς κυβέρνησης, είτε σημαντικής μείωσης των NPEs/NPLs στο εξαιρετικά μειωμένης δυναμικής ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς και της άρσης των τελευταίων τμημάτων των capital controls.

Ως μείζον θέμα θέτει και το ΔΝΤ σε ότι αφορά την Ελλάδα – εκτός από την μείωση των φόρων και την ενίσχυση των επενδύσεων – την επιτάχυνση της εξυγίανσης των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών, όπως επισημάνθηκε στην έκθεση αξιολόγησης που ακολούθησε την επίσκεψη των εκπροσώπων του στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα.  Όπως επεσήμανε, η αποκατάσταση του τραπεζικού δανεισμού ο οποίος θα ενισχύσει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, θα απαιτήσει ταχείες, ολοκληρωμένες και καλά συντονισμένες δράσεις για την εξυγίανση των ισολογισμών. Απαιτούνται, όπως τόνισε, συντονισμένα βήματα για την υποστήριξη των προσπαθειών των τραπεζών να επιτύχουν ταχύτερη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Το εάν θα ξαναζήσουμε το «μαύρο» 2018, μένει ακόμα να φανεί. Πάντως το «καλημέρα» του 2019 έδειξε τα… δόντια του και δεν αφήνει περιθώρια για… μεγάλες προσδοκίες.

Facebook Comments