Η ανακοίνωση της κυβέρνησης πριν μερικές ημέρες ότι η Lazard θα είναι σύμβουλος της χώρας για θέματα χρέους και θα βοηθήσει να αποκτήσει η χώρα «επενδυτική βαθμίδα» από τους οίκους αξιολόγησης, με ορίζοντα τα επόμενα δύο χρόνια, προκάλεσε αρκετά ερωτηματικά. Αξίζει να σημειωθεί πως προηγούμενη ανάλογη σύμβαση του Δημοσίου ήταν με τη Rothschild, η οποία είχε υπογραφεί πριν 2,5 περίπου χρόνια και εντός του 2017 και μετά το περίφημο «μυστικό» ταξίδι Τσίπρα στο Παρίσι, με κόστος πάνω από 10 εκατ. ευρώ για το ελληνικό Δημόσιο. Ανάλογη θα είναι η νέα σύμβαση, αν και πηγές του ΥΠΟΙΚ υποστηρίζουν ότι οι όροι είναι καλύτεροι καθώς ενσωματώνουν και το success fee, δηλαδή προβλέπεται ανώτατο όριο αμοιβής, αλλά και μπόνους σε περίπτωση ταχύτερης επιστροφής της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα.

Εδώ και καιρό η ελληνική κυβέρνηση έχει πει πως στόχος της είναι η επιστροφή της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα στους επόμενους 18 μήνες, ενώ το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου έχει υποχωρήσει σχεδόν 68% από τι αρχές του έτους με τις αποδόσεις στα 10ετή ομόλογα να είναι σε ιστορικά χαμηλά και να διαμορφώνονται στο μόλις 1,6%. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι χρηματοδοτικά καλυμμένη για το επόμενο διάστημα, μπορεί και βγαίνει με επιτυχία, μεγάλη ζήτηση και με χαμηλά επιτόκια στις αγορές, ενώ υπάρχει ήδη από το 2018 συμφωνία για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους η οποία έχει στείλει ισχυρό σήμα στις αγορές και την οποία θα ξαναεπισκεφτούν οι θεσμοί το 2023 για να δουν εάν χρειάζεται ανανέωση. Όσον αφορά την διαχείριση χρέους και τις εκδόσεις ομολόγων, η Ελλάδα έχει συνεργασία με ομάδα μεγάλων επενδυτικών τραπεζών οι οποίες και συμβουλεύουν για τις κινήσεις που πρέπει να κάνει ο ΟΔΔΗΧ. Θυμίζουμε πως στην έκδοση του 7ετούς ανάδοχοι ήταν έξι διεθνείς τράπεζες, οι Morgan Stanley, Deutsche Bank, Nomura, BofA, Barclays και Société Générale, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες η Goldman Sachs αναμένεται να αναλάβει κεντρικό ρόλο για τις εκδόσεις ομολόγων και τις επαφές με επενδυτές το επόμενο διάστημα.   

Τα προηγούμενα χρόνια, επί PSI για παράδειγμα, ήταν λογικό η Ελλάδα να έχει κάποιον κορυφαίο σύμβουλο, ή όταν οι αποδόσεις των ομολόγων ήταν στο 5% και υπήρχαν δυσκολίες πρόσβασης στις αγορές. Ποιος όμως ο λόγος να προσλάβει η ελληνική κυβέρνηση αυτή τη στιγμή κάποιον σύμβουλο για την διαχείριση του χρέους και τι ακριβώς μπορεί η Lazard να κάνει σε ότι αφορά τι αποφάσεις των οίκων αξιολόγησης.

Η επιστροφή της Ελλάδας στην «επενδυτική βαθμίδα» σε εκείνη δηλαδή στην κατηγορία όπου επενδύουν τα μεγάλα μακροπρόθεσμα χαρτοφυλάκια χωρίς τους περιορισμούς που αντιμετωπίζουν σε περίπτωση επενδύσεις σε τίτλους χωρών χαμηλής αξιολόγησης, είναι ένα στοίχημα που πρέπει και μπορεί να κερδηθεί από την ελληνική κυβέρνηση. Όσο… παράλογο και αν ακούγεται το γεγονός ότι μόλις τέσσερις οίκοι – Fitch, Moody’s, S&P και DBRS – έχουν στα χέρια τους την επενδυτική «τύχη» των κρατών, ωστόσο αυτοί είναι που θα καθορίσουν το πότε θα ανέβει η Ελλάδα αυτό το σημαντικό σκαλοπάτι. Άλλωστε οι περισσότερες αναλύσεις μετά την νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές και με δεδομένο το ισχυρό μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα, τόνισαν μέσα από τις εκθέσεις του πως θεωρούν πως η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα μπορεί να γίνει σε 18 μήνες περίπου (βλ. Barclays) και το αργότερο σε τρία χρόνια (βλ. Societe Generale). Η SοcGen συγκεκριμένα, που ήταν και αυτή ανάδοχος όπως η Baclays στο 7ετές, θεωρεί πως τα ελληνικά ομόλογα οδεύουν προς την επενδυτική βαθμίδα, ωστόσο ο δρόμος είναι μακρύς. Εκτιμά πως η Ελλάδα θα αναβαθμιστεί κατά μία βαθμίδα σε κάθε ένα από τα επόμενα δύο χρόνια, εάν η ελληνική κυβέρνηση πετύχει τους στόχους που έχουν τεθεί. Αυτό θα βοηθήσει στην περαιτέρω βελτίωση των ελληνικών ομολόγων, όπως είπε για τα οποία τηρεί long θε΄σεις. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα ακόμα απέχει τρεις βαθμίδες από το Investment Grade, η γαλλική τράπεζα εκτιμά πως η «μεγάλη» αναβάθμιση είναι πιθανόν θέμα τριετίας.

Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς, με τι κριτήριο θα δοθεί μπόνους στην  Lazard εάν έλθει η επενδυτική βαθμίδα, τη στιγμή που σχεδόν όλοι οι «ειδικοί» θεωρούν ότι θα έχει έλθει σε δύο χρόνια έτσι και αλλιώς. Και γιατί χρειάζεται η ελληνική κυβέρνηση την συμβουλή της. Μάλιστα η Lazard, που αποτελεί τη Νο 1 εταιρεία συμβουλευτικών υπηρεσιών προς κρατικούς φορείς, έχει μακρά ιστορία ως σύμβουλος στις αναδιαρθρώσεις χρεών και σε κυβερνήσεις χωρών με οικονομικά προβλήματα, όπως η Αργεντινή και η Ουκρανία. «Όταν μια χώρα χρεοκοπεί, παίρνει τηλέφωνο τη Lazard», έχει αναφέρει στο παρελθόν χαρακτηριστικά το Bloomberg. Είναι γνωστή για τον ρόλο της ως κορυφαίος σύμβουλος σε κυβερνήσεις που ξεμένουν από ρευστότητα, όπως την Αργεντινή, την Αίγυπτο, την Ινδονησία, το Ιράκ, την Ακτή Ελεφαντοστού: όλες έχουν καλέσει για βοήθεια τη Lazard. Το ίδιο είχε κάνει και η Πολιτεία της Νέας Υόρκης, στη δεκαετία του 1970, όταν βρισκόταν κοντά στη χρεοκοπία, είχε αναφέρει το πρακτορείο.

Η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε αυτήν την κατηγορία. Όπως όταν η ομάδα της Lazard συμβούλεψε προ ετών την κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου, όταν το Grexit έμοιαζε πολύ πιθανό. Ή όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ANEΛ την προσέλαβε τον Φεβρουάριο του 2015 (δύο χρόνια πριν απευθυνθεί στην Rothschild) για να βοηθήσει και πάλι στη διαχείριση του χρέους, αναλαμβάνοντας την υποστήριξη της διαπραγματευτικής γραμμής της κυβέρνησης απέναντι στους δανειστές για τα θέματα χρέους και της εφαρμογής του ελληνικού προγράμματος. Ή όταν το διάστημα 2012 η Lazard παρείχε υπηρεσίες χρηματοοικονομικού συμβούλου του ελληνικού Δημοσίου στη διαδικασία ανταλλαγής ομολόγων (PSI), οπότε και είχε διενεργήσει τη χρηματοοικονομική έρευνα των ομολόγων, αλλά και μέρος του νομικού ελέγχου. ‘H όταν συνέβαλε στις συζητήσεις και διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με το ΔΝΤ, την Κομισιόν, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) το διάστημα 2011-2012.

Η επιστροφή της στην Ελλάδα και πάλι, σε μία όμως εντελώς διαφορετική συγκυρία, γεννά αρκετές απορίες…

Facebook Comments