Άλλο ένα βήμα επιστροφής στην κανονικότητα επιτυγχάνεται με τις μεταρρυθμίσεις στις οποίες προχωρά η ελληνική κυβέρνησης, βάζοντας τέλος στις «κληρονομιές» που άφησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η επιτάχυνση των διαδικασιών για την εφαρμογή του σχεδίου «Ηρακλής» για την μείωση των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες και είχαν παγώσει υπό την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ούτε και το ψήφισε στην Βουλή (ούτε καν εμφανίστηκε για να το ψηφίσει ο «συν-εμπνευστής» του – μαζί με ΤΧΣ και JP Morgan – όπως θέλει να ονομάζεται, Ευκλείδης Τσακαλώτος), άνοιξε ένα πολύ θετικό κύκλος για την Ελλάδα.

Εκτός του ότι απελευθερώνει τα χέρια των οίκων αξιολόγησης οι οποίοι ήταν φειδωλοί στις κινήσεις τους το τελευταίο διάστημα, ενισχύοντας τις προσδοκίες για αναβάθμιση της ελληνική οικονομίας, ο «Ηρακλής» οδηγεί την ΕΚΤ και τον SSM να προχωρήσουν στην καθοριστικής σημασίας για το ελληνικό χρέος αλλά και τις ίδιες τις τράπεζες, πλήρη άρση του ορίου που έχουν στις θέσεις που μπορούν να διατηρούν στα ελληνικά κρατικά ομόλογα, λόγω και των εγγυήσεων που αναμένεται να προσφέρει το Ελληνικό Δημόσιο στο σχέδιο και άρα οι περιορισμοί δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουν να ισχύουν. Αυτή η διαδικασία θα προχωρήσει άμεσα και στο α’ τρίμηνο του 2020 (πιθανότατα τον Φεβρουάριο), όπως έδειξαν και οι επαφές που είχε ο Κυριάκος Μητσοτάκης την περασμένη εβδομάδα στη Φρανκφούρτη με την Κριστίν Λαγκάρντ.

Το όριο που έχει τεθεί από την ΕΚΤ σε ό,τι αφορά το πόσα κρατικά ομόλογα που μπορούν να κατέχουν στα βιβλία τους οι τράπεζες είναι από τα θέματα που έχουν απασχολήσει έντονα τα μεγάλα διεθνή funds σχετικά με τη στρατηγική τους για τις ελληνικές τράπεζες. Το όριο το είχε επιβάλει η ΕΚΤ το α’ τρίμηνο του 2015 λόγω και της αναταραχής που προκάλεσε η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ, και συνδεόταν με το ποσό των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν οι ελληνικές συστημικές τράπεζες εκείνη τη στιγμή. Ωστόσο, δεδομένου ότι η χώρα είναι εκτός QΕ, και καθώς οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ, το να επιτραπεί στις τράπεζες να αγοράσουν περισσότερα ελληνικά ομόλογα είναι λογικό.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, μία συμφωνία για την άρση αυτού του περιορισμού αποτελεί μια άκρως θετική εξέλιξη για την ελληνική αγορά ομολόγων, καθώς θα βελτιώσει σημαντικά τη ρευστότητά της, ενώ θα δημιουργήσει πλέον έναν αγοραστή «τελευταίου καταφυγίου» για τα ελληνικά ομόλογα, κάτι που ήδη υπάρχει για τους ιταλικούς και τους ισπανικούς τίτλους. Ουσιαστικά θα δημιουργήσει αυξημένη ζήτηση στη δευτερογενή αγορά και αυτό στη συνέχεια θα ωθήσεις ακόμη χαμηλότερα τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων. Μάλιστα η Citigroup, χώρια ότι λαμβάνει υπόψη στις εκτιμήσεις της αυτήν την εξέλιξη, τόνισε πως «βλέπει» πτώση της απόδοσης του ελληνικού 10εοτύς ομολόγου στο 0,70% στο δ’ τρίμηνο του 2020.

Αν και τα οφέλη για τις τράπεζες είναι πλέον περιορισμένα μετά και το ιλιγγιώδες ράλι που έχουν ήδη σημειώσει τα ομόλογα και έτσι οι περαιτέρω αγορές δεν αναμένεται να φέρουν τα κεφαλαιακά κέρδη που είχαν τα προηγούμενα χρόνια, ωστόσο θεωρείται μια θετική εξέλιξη για τον κλάδο.

Σε πρόσφατη έκθεσή της η HSBC είχε επισημάνει πως ο περιορισμός αυτός μειώνει σημαντικά τη ρευστότητα στη δευτερογενή αγορά και αποτελεί παράγοντα ανησυχίας για τους επενδυτές, εμποδίζοντας την Ελλάδα να διευρύνει την επενδυτική της βάση. Μία αλλαγή της στάσης της ΕΚΤ απέναντι σε αυτό το ζήτημα αρκεί για να ενισχύσει σημαντικά την εμπιστοσύνη των επενδυτών απέναντι στην Ελλάδα.

Οι συζητήσεις των τραπεζών με τις ευρωπαϊκές αρχές είχαν ξεκινήσεις πριν περίπου έναν χρόνο. Στο β’ τρίμηνο του 2019 υπήρξε μία προσπάθεια να υποβληθεί σχετικό αίτημα από το ΥΠΟΙΚ και τις τράπεζες προς την ΕΚΤ, ενώ ανάλογες προσπάθειες είχαν γίνει και το φθινόπωρο του 2018, ωστόσο δεν προχώρησαν.

Η Bank of America είχε επισημάνει πρόσφατα την άρση του ορίου ως έναν από τους βασικούς παράγοντες που θα οδηγήσουν σε νέο ράλι των ελληνικών ομολόγων. Όπως είχε σημειώσει χαρακτηριστικά, η κατάργηση των περιορισμών της ΕΚΤ είναι πολύ καλό για τους ελληνικούς τίτλους, όχι εξαιτίας της πιθανότητας άμεσων αγορών αλλά γιατί βελτιώνει τη ρευστότητα της αγοράς και δημιουργεί έναν αγοραστή «τελευταίου καταφυγίου» που δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή για τα ελληνικά ομόλογα, σε αντίθεση με τα ισπανικά και τα πορτογαλικά.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Axia, οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν κρατικά ομόλογα αξίας περίπου 15 δισ. ευρώ (μετά και το ράλι των τιμών τους). Περίπου 4,2 δισ. ευρώ η Alpha Bank, 3,8 δισ. ευρώ η Eurobank, 5,8 δισ. η Εθνική Τράπεζα και 900 εκατ. ευρώ η Τράπεζα Πειραιώς). Ωστόσο η Alpha Bank, η Eurobank και η Πειραιώς φαίνεται να έχουν πολλά περιθώρια να απορροφήσουν περισσότερους ελληνικούς κρατικούς τίτλους έτσι ώστε να πλησιάσουν την θέση που έχει η Εθνική Τράπεζα. Ο δείκτης ομολόγων προς κεφάλαια (GGBs/CET1) για την Alpha διαμορφώνεται στο 50%, για την Eurobank στο 58% και για την Πειραιώς στο 17%, έναντι 94% για την Εθνική, τη στιγμή που για τις ευρωπαϊκές τράπεζες ξεπερνάει κατά πολύ το 100%, και φτάνει ακόμα και το 179% στην Πορτογαλία και το 163% στην Ιταλία.

 

Facebook Comments