Η ταχεία και έγκαιρη υιοθέτηση αυστηρών μέτρων περιορισμού της εξάπλωσης του ιού στη χώρα μας, μετά την εκθετική αύξηση των κρουσμάτων σε πολλές χώρες της Ευρώπης, αλλάζει άρδην την προοπτική της ελληνικής οικονομίας, αναφέρει το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.

Έπειτα από τρία, συναπτά έτη ανάκαμψης, η ελληνική οικονομία αναμένεται να επιστρέψει σε ένα υφεσιακό περιβάλλον, χωρίς να είναι ακόμη σαφής ο χρονικός ορίζοντας αυτής της διαταραχής αν και το βασικό σενάριο παραμένει σχήματος V επηρεάζοντας κυρίως το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Η ανησυχία που εγείρεται σχετικά με το υγειονομικό ζήτημα καθαυτό, σε συνδυασμό με την τιτάνια προσπάθεια περιορισμού της εξάπλωσης, οδηγεί σε επιβεβλημένη παύση της παραγωγικής δραστηριότητας των οικονομικών μονάδων, νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με τις χειμερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίες δημοσιεύθηκαν μόλις στις 13 Φεβρουαρίου του 2020, ο ρυθμός αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ προβλεπόταν ότι θα συνεχίσει να υπερβαίνει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης το 2020, φθάνοντας το 2,4% έναντι 1,2% στη Ζώνη του Ευρώ. Λόγω της περιορισμένης διαθέσιμης πληροφόρησης κατά τη χρονική περίοδο δημοσίευσης των στοιχείων, στη συγκεκριμένη πρόβλεψη ενσωματώθηκε μια μικρή, προσωρινή εξωτερική διαταραχή που βασίστηκε στην υπόθεση ότι η πανδημία θα περιοριζόταν στην Κίνα, με ελάχιστες, δευτερογενείς, αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Ωστόσο, ένα μήνα μετά, το πανδημικό φαινόμενο έλαβε μεγάλες διαστάσεις με αποτέλεσμα οι σημερινές εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών να κυμαίνονται μεταξύ -1% και -3% έναντι μεγέθυνσης της τάξεως του 2,8% που είχε ενσωματωθεί στον Προϋπολογισμό του τρέχοντος έτους.

Η αρνητική επίπτωση στην ελληνική οικονομία προέρχεται μέσα από πολλά και διαφορετικά κανάλια.

Πρώτον, από μια διαταραχή ζήτησης που επηρεάζει τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, δεδομένου ότι η ΕΕ είναι η σημαντικότερη εξαγωγική αγορά για την Ελλάδα (τα μεγαλύτερα μερίδια εξαγωγών της χώρας μας είναι προς τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιταλία). Όσον αφορά τον τουριστικό κλάδο, καταγράφηκε ήδη σημαντική μείωση των διεθνών αφίξεων και αναμένονται μαζικές ακυρώσεις κρατήσεων, ιδιαίτερα από την Αμερική, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Επιπλέον, αναμένεται πτώση της ενδοκοινοτικής τουριστικής κίνησης, κυρίως λόγω της επιφυλακτικότητας των πολιτών της ΕΕ, αλλά και της επιβολής εθνικών προληπτικών μέτρων.
Δεύτερον, από μια διαταραχή προσφοράς. Αν και η Ελλάδα είναι λιγότερο συνδεδεμένη με την παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού σε σχέση με άλλες χώρες, η ένταση και η διάρκεια της προσωρινής παύσης της οικονομικής δραστηριότητας (lockdowns), αναπόφευκτα θα επηρεάσει την παραγωγή αρκετών τομέων της οικονομίας μας.
Τρίτον, από την αβεβαιότητα που αναμένεται να επηρεάσει τους δείκτες καταναλωτικής εμπιστοσύνης και επιχειρηματικού κλίματος.
Τέταρτον, από την αναταραχή στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, η οποία θα έχει αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία, μέσω της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης, αφού ήδη σημειώθηκε αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνων.

Η πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία σήμερα, σε καμία περίπτωση δεν είναι παρόμοια με την προηγούμενη κρίση. Πρόκειται για μια συμμετρική, εξωγενή διαταραχή μεγάλης έντασης και κατά πάσα πιθανότητα μικρής διάρκειας ως προς την υγειονομική διάστασή της. Η διάρκεια όμως των επιπτώσεων στην πραγματική οικονομία θα εξαρτηθεί από το πόσο θα πληγεί ο επιχειρηματικός τομέας. Σε περίπτωση που δεν υπάρξει οριστική παύση δραστηριότητας εταιριών με ασθενή επιχειρηματικά μοντέλα, ή που δραστηριοποιούνται σε κλάδους που πλήττονται με ιδιαίτερη σφοδρότητα, η ύφεση θα είναι βραχύ χρονικού ορίζοντα και η ανάκαμψη ισχυρή. Σε αντίθετη περίπτωση, η ευρωπαϊκή και η ελληνική οικονομία ενδέχεται να εισέλθουν σε έναν υφεσιακό κύκλο μεγαλύτερης διάρκειας.

Η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική έχουν ήδη ενεργοποιηθεί. Είναι όμως επαρκείς οι αντιδράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Θα καταφέρουν να μοιράσουν δίκαια και αποτελεσματικά το κόστος της επιβάρυνσης των οικονομικών μέτρων που απαιτούνται προκειμένου να αποφευχθεί μία βαθιά ύφεση; Οι δυσχέρειες για τη λήψη της απόφασης έκδοσης ευρωομολόγου ειδικού σκοπού, σχετιζόμενου με το πανδημικό φαινόμενο, αφήνει μικρά περιθώρια αισιοδοξίας για μία γενναία αντίδραση πολιτικής, όπως αυτή που επιτάσσει η σύγχρονη οικονομική θεωρία, ενώ παράλληλα περιγράφει και μία από τις βασικές παθογένειες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – Eurogroup
Ας δούμε λοιπόν ποια είναι η αντίδραση των σχεδιαστών οικονομικής πολιτικής, ξεκινώντας από την νομισματική πολιτική. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στη συνεδρίαση της 12ης Μαρτίου αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια. Διεύρυνε, ωστόσο, το υφιστάμενο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης κατά €120 δισ., ενώ προέβη σε κινήσεις ενίσχυσης της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης.

Επιπλέον, στις 18 Μαρτίου ανακοίνωσε νέο Έκτακτο Πρόγραμμα Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP), ύψους €750 δισ., μέχρι τα τέλη του έτους, από το οποίο θα μπορούν να επωφεληθούν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, ενώ διεύρυνε την επιλεξιμότητα των αγορών εταιρικών ομολόγων. Παράλληλα, η ΕΚΤ μέσω του νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης έχει τη δυνατότητα αγοράς κρατικών τίτλων πέραν του ορίου του 33% του χρέους που εκδίδει κάθε κράτος-μέλος, καθώς και αγοράς τίτλων βραχυπρόθεσμης διάρκειας.

Για την Ελλάδα, η συμμετοχή της στο έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης συνιστά μια ιδιαίτερα ευνοϊκή εξέλιξη, η οποία συνέβαλε στην αποκλιμάκωση της απόδοσης του ελληνικού 10ετους ομολόγου αναφοράς και στην άνοδο του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Η επιλεξιμότητα των ομολόγων της Ελληνικής Δημοκρατίας από την ΕΚΤ αποτελεί έμπρακτη στήριξη στη χώρα μας, καθώς θα διοχετευτεί σημαντική ρευστότητα στην οικονομία, ενώ η αποκλιμάκωση των αποδόσεων των κρατικών τίτλων αναμένεται να συμπαρασύρει προς τα κάτω και τις αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων.

Όσον αφορά τα μέσα δημοσιονομικής πολιτικής, το Eurogroup ενέκρινε μια δέσμη δράσεων πολιτικής για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας Covid-19 στην οικονομική δραστηριότητα, ανακοινώνοντας δημοσιονομικά μέτρα ύψους 1% του ΑΕΠ, κατά μέσο όρο, για το 2020. Επιπλέον, το Eurogroup παρέχει, επί του παρόντος, πλήρη δημοσιονομική ευελιξία στα κράτη-μέλη για την αντιμετώπιση των αρνητικών, κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων από την πανδημία.

Ειδικότερα, για την Ελλάδα ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% δεν θα ισχύσει το 2020, ενώ οι δαπάνες για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας και τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και εκείνες που σχετίζονται με την προσφυγική κρίση θα εξαιρεθούν από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Η απόφαση αυτή διευρύνει σημαντικά τις δυνατότητες της χώρας για την αντιμετώπιση της επερχόμενης υφεσιακής διαταραχής και τούτο διότι όπως παρατηρείται, η Ελλάδα υπερέβη τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος επί τέσσερα συναπτά έτη, έχοντας παράλληλα συσσωρεύσει ένα σημαντικό απόθεμα ασφαλείας.

 

Facebook Comments