Η κρίση έχει εκτινάξει στα ύψη τις εκδοτικές ανάγκες όλων των χωρών της Ευρωζώνης, και η Ελλάδα δεν αναμένεται να μείνει αλώβητη. Προ πανδημίας οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες της περιοχής διαμορφώνονταν στο 1,4 τρις ευρώ, με την πανδημία να προσθέτει άλλα 600-700 δισ. ευρώ περίπου καθώς τα μεγάλα δημοσιονομικά πακέτα στήριξης στα οποία προχωρούν οι κυβερνήσεις για να αντιμετωπίσουν τον αντίκτυπο της πανδημίας σε οικονομία και επιχειρήσεις πρέπει κάπως να χρηματοδοτηθούν, τη στιγμή που η πολιτική ηγεσία ακόμα έχει κάνει πολύ λίγα, σε αντίθεση με τα γιγάντια πακέτα της ΕΚΤ, τα οποία ωστόσο δεν μπορούν να καλύψουν όλο αυτό το «κενό» και την αύξηση του χρέους.

Ο ΟΔΔΗΧ ξεκίνησε το 2020 με ένα δανειακό πρόγραμμα που στόχευε στην άντληση 4-8 δισ. ευρώ από τις αγορές, σκοπεύοντας να προχωρήσει σε μικρές και καλά σχεδιασμένες κινήσεις απλά και μόνο για να δηλώνει «παρών» στις αγορές, καθώς οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου ήταν σχεδόν μηδενικές. Στις προτεραιότητές του ήταν η μείωση του ύψους των εκδόσεων εντόκων, μια στρατηγική που είχε ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο του 2019, ώστε να μειώσει το ρίσκο που ενέχουν οι βραχυπρόθεσμοι αυτοί τίτλοι και έτσι να υπάρχουν λιγότεροι σε κυκλοφορία.

Η κρίση ωστόσο του COVID-19 έχει αλλάξει εντελώς τις ισορροπίες και άρα και την στρατηγική και το σχέδιο δανεισμού. Πλέον από 4 δισ. ευρώ που ήταν το βασικό σενάριο, το οικονομικό επιτελείο οδηγείται προς την άντληση έως και 10 δισ.  ευρώ από τις αγορές φέτος, με στόχο να καλύψει όσο το δυνατόν, τα κεφάλαια που χρησιμοποιεί από το «μαξιλάρι» και να διατηρήσει έτσι αυτό το σημαντικό ταμειακό απόθεμα σε όσο πιο υψηλά επίπεδα γίνεται και για την «επόμενη μέρα», ώστε να μη βρεθεί η Ελλάδα αντιμέτωπη με επίπονες υποβαθμίσεις και απαγορευτικά κόστη δανεισμού.

Όπως σημείωσε και η Oxford Economics, η οποία εκτιμά πως φέτος θα «παγώσουν» οι αναβαθμίσεις που αναμένονταν για την Ελλάδα από τους οίκους, η όλη κατάσταση γύρω από τη χώρα θα ήταν πολύ χειρότερη εάν η κυβέρνηση δεν είχε στη διάθεσή της τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα. Από την πλευρά της η UBS τόνισε πως το αξιοπρεπές ταμειακό απόθεμα που διαθέτει η Ελλάδα, μεταξύ άλλων, θα στηρίξει τις τρέχουσες αξιολογήσεις της χώρας από τους οίκους καθώς και τις «σταθερές» προοπτικές που δίνουν. Η Fitch σημείωσε πως το «μαξιλάρι» ρευστότητας είναι επαρκές για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης για το τρέχον έτος, αλλά και για το επόμενο.

Συνολικά ο προϋπολογισμός όλων των μέτρων στήριξης της ελληνικής κυβέρνησης έως και τον Ιούνιο θα ξεπεράσει τα 24 δισ. ευρώ, ενώ μέχρι το τέλος Ιουνίου οι ταμειακές ανάγκες της χώρας διαμορφώνονται έως τα 14 δισ. ευρώ, τη στιγμή που τα ταμειακά αποθέματα διατηρούνται περίπου στα 20 δισ. ευρώ (μαζί με την πρόσφατη έκδοση του 7ετούς). Από την προληπτική γραμμή του ESM, η Ελλάδα θα μπορούσε να εξασφαλίσει δάνεια 4 δισ. ευρώ, ωστόσο το υπουργείο Οικονομικών εμφανίζεται αρνητικό προς το παρόν και προτεραιότητα είναι η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές, με διαχειρίσιμα επιτόκια, με τραπεζικές πηγές να υπολογίζουν ότι συνολικά μπορούν να αντληθούν 10 δισ. ευρώ με εκδόσεις ομολόγων ή εντόκων.

Έτσι, σ αυτό το πλαίσιο, μετά και την έκδοση του 7εοτύς ομολόγου τον Απρίλιο, ο ΟΔΔΗΧ σχεδιάζει εντός του Μαΐου μία νέα έκδοση 10ετούς ομολόγου για άντληση ποσού 2-2,5 δις. ευρώ, ενώ ήδη έχει ξεκινήσει την αύξηση του ύψους των εκδόσεων των εντόκων. Την περασμένη εβδομάδα, αντλήθηκαν 1,6 δισ. ευρώ από έντοκα διάρκειας 26 εβδομάδων ενώ στις προηγούμενες αντίστοιχες εκδόσεις φέτος το ποσό άντλησης ήταν περίπου 600 εκατ. έως το πολύ 1 δισ. ευρώ. Κάτι ανάλογο θα γίνει και στη νέα έκδοση εντόκων 13 εβδομάδων την προσεχή εβδομάδα, όπου αναμένεται να αντληθούν 1 δισ. ευρώ έναντι 600 εκατ. ευρώ σε προηγμένες αντίστοιχες εκδόσεις.

Φυσικά, όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να γίνουν χωρίς την (συντριπτική) συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών οι οποίες πλέον έχουν (αναγκαστικά) αναλάβει τον ρόλο του μεγάλου αγοραστή των εκδόσεων της χώρας. Το οικονομικό επιτελείο δεν έχει σκοπό να αφήσει «ανεκμετάλλευτο» το «δώρο» που έδωσε η ΕΚΤ στην Ελλάδα, συμπεριλαμβάνοντας τα ελληνικά ομόλογα στο νέο έκτακτο QE (έως τώρα υπολογίζεται πως έχει αγοράσει ελληνικά ομόλογα ύψους 1,5 με 2 δισ. ευρώ ) και κάνοντας αποδεκτούς τους ελληνικούς τίτλους (διάρκειας από 70 ημερών έως και 30ετών) ως εγγύηση για την άντληση ρευστότητας από τις ελληνικές τράπεζες. Αυτό σημαίνει πως πλέον οι ελληνικές τράπεζες δε χρειάζεται να ανταλλάσσουν τους τίτλους στη διατραπεζική αγορά αλλά μπορούν να πηγαίνουν κατευθείαν στην ΕΚΤ (όπου το επιτόκιο διαμορφώνεται στο -0,50%) χωρίς να επιβαρυνθούν και με το επιτοκιακό κόστος που πλήρωναν στη διατραπεζική. Μετά και την άρση στις αρχές Μαρτίου, των περιορισμών που είχαν οι ελληνικές τράπεζες στις αγορές ελληνικών ομολόγων, μπορούν και «λειτουργούν» ως αγοραστής «τελευταίου καταφυγίου» για τους κρατικούς τίτλους.

Facebook Comments