Τα ελληνικά ομόλογα δέχτηκαν πιέσεις το τελευταίο διάστημα, λόγω και της σχετικά υψηλής συσχέτισής τους με τα ιταλικά σε συνδυασμό και με την αβεβαιότητα και τις ανησυχίες που έχει προκαλέσει στην αγορά η αναποφασιστικότητα των ηγετών της ευρωζώνης να προχωρήσουν σε μία “γενναία” λύση για την αντιμετώπιση του σοκ του κορωνοϊού, ωστόσο σύμφωνα με τους αναλυτές το επόμενο διάστημα τα ελληνικά spreads αναμένεται να μειωθούν σημαντικά.

Το σημαντικό πάντως είναι πως τα ελληνικά ομόλογα έχουν καταφέρει όλο αυτό το διάστημα να διατηρήσουν τα επίπεδα που σημειώθηκαν μετά τις αποφάσεις της ΕΚΤ για την ένταξή του στο νερό QE, στα μέσα περίπου του Μαρτίου. Από 4,1% που είχε βρεθεί η απόδοση του ελληνικού 10ετούς την ημέρα πριν την απόφαση της ΕΚΤ (18 Μαρτίου), σήμερα διαμορφώνεται στο 2,1%, δηλαδή στα ίδια επίπεδα που είχε κινηθεί αμέσως μετά την ανακοίνωση για το waiver. Αυτό σημαίνει πως οι ελληνικοί τίτλοι διατηρούν το κέρδος που έφερε το QE (δηλαδή την βουτιά στο κόστος δανεισμού της τάξης του 50% περίπου), σε αντίθεση με άλλα ομόλογα, όπως αυτά της Κύπρου, τα οποία κινούνται στα επίπεδα που βρισκόντουσαν πριν την 18η Μαρτίου, έχοντας σβήσει το “κέρδος” από την απόφαση της ΕΚΤ.

Σύμφωνα με την Capital Economics, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων αναμένεται να υποχωρήσουν σημαντικά έως το τέλος του τρέχοντος έτους. Γενικότερα αναμένει πως τα yields στα κρατικά ομόλογα των ανεπτυγμένων χωρών θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα σε όλη την διάρκεια του 2020. Αν και δεν εκτιμά πως οι αποδόσεις θα επιστρέψουν στα χαμηλά έτους που σημειώθηκαν γύρω στα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου, ωστόσο δεν βλέπει σημαντική άνοδο των αποδόσεων στο επόμενο διάστημα. Δεδομένης της σοβαρότητας της ύφεσης, η νομισματική πολιτική θα διατηρηθεί πιθανώς πολύ χαλαρή για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ η επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική δεν αναμένεται να προκαλέσει ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, εκτιμά.

Όπως τονίζει η Capital Economics, στην Ελλάδα και την Ιταλία, και σε μικρότερο βαθμό στην Πορτογαλία και την Ισπανία, τα spreads των 10ετών κρατικών ομολόγων έναντι των γερμανικών ομολόγων, αυξήθηκαν απότομα σε δύο χρονικές στιγμές πρόσφατα.

Η πρώτη “φάση” ήταν όταν η αγορά αποτιμούσε τους φόβους ότι η ΕΚΤ δεν θα κάνει αρκετά για να περιορίσει τα spread μετά το σοκ του κορονοϊού, με βάση την γνωστή δήλωση της Λαγκάρντ η οποία έβαλε “φωτιά” στην αγορά (“δεν είναι δουλειά τις ΕΚΤ το κλείσιμο της “ψαλίδας” στα spreads”).

Η δεύτερη φάση αφορά τους φόβους που προέκυψαν για τη σταθερότητα της νομισματικής ένωσης μετά από μία σειρά ευρωπαϊκών συνόδων κορυφής χωρίς τελικές αποφάσεις παρά μόνον τη συμφωνία για περιορισμένη δημοσιονομική στήριξη για την Ιταλία, ανοίγοντας εκ νέου τις διαφορές και τον “πόλεμο” μεταξύ Βορρά και Νότου στην ευρωζώνη.

Αν και η Capital Economics δεν αναμένει πως θα υπάρξει ένα μεγάλο συντονισμένο δημοσιονομικό πακέτο στην περιοχή για την αντιμετώπιση του σοκ της πανδημίας, εκτιμά ότι η απόφαση της ΕΚΤ να βάλει τον ισολογισμό της ως δίχτυ ασφαλείας για τις αγορές κρατικών χρεών των κρατών μελών του ευρώ, θα οδηγήσει σε συρρίκνωση των spreads τα οποία και θα τελειώσουν το έτος χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα.

Συγκεκριμένα, σε ότι αφορά τα ελληνικά ομόλογα, από απόδοση της τάξης του 2,1% αυτή τη στιγμή, η Capital Economics εκτιμά πως το 10ετές θα υποχωρήσει στο 1,2% περίπου έως το τέλη του 2020 (πτώση 43%).

Σημαντική υποχώρηση των ελληνικών spreads βλέπει και η Citigroup, σύμφωνα με έκθεσή της για την πορεία των ομολόγων στην Ευρώπη, Πιο αναλυτικά εκτιμά πως τα spreads των ελληνικών ομολόγων έναντι της Γερμανίας, από τις 265 μονάδες βάσης στο β’ τρίμηνο θα υποχωρήσουν στο γ ‘τρίμηνο στις  240 μ.β., το δ’ τρίμηνο θα κινηθούν στις 200 μ.β., ενώ στο α τρίμηνο του 2021 θα υποχωρήσουν στις 180 μ.β και το β’ και γ’ τρίμηνο του επομένου έτους θα κινηθούν στα επίπεδα των 170 και 160 μ.β. αντίστοιχα.

Σε ότι αφορά τα ελληνικά spreads έναντι των αμερικάνικων 10ετών ομολόγων, η Citi εκτιμά πως από 127 μ.β  στο β’ τρίμηνο, θα υποχωρήσουν στις 88 μ.β στο γ’ τρίμηνο, στις 45 μ.β στο δ’ τρίμηνο, στις 35 μ.β στο α’ τρίμηνο του 2021, ενώ στο β’ και γ΄ τρίμηνο του επόμενου έτους θα κινηθούν σε επίπεδα μεταξύ των 25 και 15 μ.β.

Κούρταλη Ελευθερία

Facebook Comments