Περίπου στα 2 τρισ. ευρώ τοποθετούνται οι συνολικές εκδοτικές ανάγκες των χωρών της ευρωζώνης φέτος σύμφωνα με πηγές της αγοράς λόγω και των πρόσθετων αναγκών που έχουν δημιουργηθεί από τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν τον αντίκτυπο της πανδημίας στην οικονομία, που απαιτεί σημαντικά μέτρα στήριξης. Προ πανδημίας οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες της περιοχής διαμορφώνονταν στο 1,4 τρις ευρώ, με την πανδημία να προσθέτει άλλα 600-700 δισ. ευρώ περίπου.

Με δεδομένο ότι η ΕΚΤ μέσω των δύο προγραμμάτων αγορών περιουσιακών στοιχείων – του «κλασσικού» QE και του έκτακτου νέου QE (PEPP)- αναμένεται συνολικά να αγοράσει 1,1 τρις ευρώ χρέους των χωρών της περιοχής, σημαίνει ότι μπορεί να καλύψει μόνο στο μισό περίπου αυτό το ρεκόρ εκδόσεων ομολόγων στην ευρωζώνη φέτος.

Σε αυτό βασίζονται και οι εκτιμήσεις για αύξηση του μεγέθους του νέου QE, και ακόμα και υπερδιπλασιασμό των 750 δισ. ευρώ που φτάνει σήμερα. Η Barclays, για παράδειγµα, αναµένει ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει το µέγεθος του PEPP κατά τουλάχιστον 500 δισ. ευρώ τον Ιούνιο, ενώ εκτιµά ότι οι Αρχές της Ε.Ε. θα ανταποκριθούν µε αυξηµένη αλληλεγγύη µέσω του Ταµείου Ανάκαµψης (Recovery Fund). Η Citigroup εκτιµά ότι το πρόγραµµα της ΕΚΤ πρέπει να διπλασιαστεί στα 1,5 τρισ. ευρώ, ενώ η Capital Economics εκτιµά πως το νέο QE θα πρέπει να αυξηθεί στα 2 τρισ. ευρώ τουλάχιστον, από τα 750 δισ. ευρώ σήµερα.

Ακόμα και να μην αυξηθεί το μέγεθος του PEPP, το θετικό νέο για την Ελλάδα είναι πως ενώ στην ευρωζώνη, σε μέσο όρο, για κάθε δύο ευρώ χρέους η ΕΚΤ αγοράζει ένα ευρώ (2:1), στην περίπτωση της χώρας μας και με δεδομένο ότι η ΕΚΤ μπορεί να αγοράσει ελληνικά ομόλογα ύψους έως 16 δισ. ευρώ και με τις εκδοτικές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου να διαμορφώνονται (προς το παρόν) περίπου στα 8-9 δισ. ευρώ φέτος, σύμφωνα με πήγες της αγοράς, η αναλογία αυτή αντιστρέφεται (1:2), στηρίζοντας έτσι την εικόνα της αγοράς (και) για την «επόμενη ημέρα».

Η Ελλάδα άλλωστε είναι ήδη από τους μεγάλους κερδισμένους του νέου QE της ΕΚΤ (PEPP). Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν σημειώσει τη μεγαλύτερη βουτιά από την ημέρα της ανακοίνωσης της κεντρικής τράπεζας για το νέο αυτό έκτακτο πρόγραμμα, το βράδυ της 18ης Μαρτίου. Από το 4,1% (προ QE) οι ελληνικές αποδόσεις διαμορφώνονται σήμερα στο 2,15%, δηλαδή 48% χαμηλότερα, τη στιγμή που σε άλλες χώρες το «κέρδος» από την κίνηση-μαμούθ της ΕΚΤ είναι μηδενικό ή αρκετά μικρότερο. Για παράδειγμα, η απόδοση στα 10ετή ομόλογα της Κύπρου βρίσκεται ακριβώς στα ίδια επίπεδα σήμερα σε σχέση με τα επίπεδα προ-QE (2,1%), ενώ η βελτίωση στα ιταλικά ομόλογα φτάνει το 22% καθώς η απόδοση του 10ετούς είναι στο 1,8% έναντι 2,3% πριν την απόφαση της ΕΚΤ.

Ένας λόγος που η Ελλάδα αποτελεί έως σήμερα τον μεγαλύτερο «νικητή» του QE οφείλεται φυσικά στο γεγονός ότι η τα ελληνικά ομόλογα δεν συμμετείχαν στα προηγούμενα  προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες, κάτι που «ξεχώρισε» την Ελλάδα.

Όπως σημειώνει και η Capital Economics, αν και η δημοσιονομική της απάντηση στον Covid-19 εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους μεσοπρόθεσμα, μία σημαντική πηγή ανακούφισης ωστόσο είναι ότι το κόστος εξυπηρέτησής του, μπορεί να μην αυξηθεί τώρα που τα ελληνικά ομόλογα περιλαμβάνονται σε ένα από τα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ. Ως αποτέλεσμα, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα παραμείνουν χαμηλές και θα υποχωρήσουν στο 1,25% έως τα τέλη του 2020, προτού αυξηθούν στο 2% έως τα τέλη του 2022.

Στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, όπως εκτιμά από την πλευρά της η Barclays, η αύξηση του ελληνικού χρέους θα αποτελέσει σημαντικό ζήτημα, δεδομένου ότι η ΕΚΤ πιθανότατα θα απορροφήσει μεγάλο μέρος των πρόσθετων εκδόσεων χρέους συνολικά στην ευρωζώνη, υπό το νέο QE πανδημίας.  Επιπλέον, αν και η Ελλάδα ίσως χρειαστεί να βγει στις αγορές “πληρώνοντας” ένα σημαντικό premium, ωστόσο το κόστος δανεισμού θα διατηρηθεί κάτω από το μέσο κόστος του χρέους που ωριμάζει.

Επιπλέον, αντίθετα με άλλες χώρες της ευρωζώνης, η Ελλάδα διαθέτει ένα ταμειακό «μαξιλάρι» περίπου 18 δισ. ευρώ το οποίο αν και έχει αρχίσει και χρησιμοποιεί για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης της οικονομίας, το «αναπληρώνει» όσο το δυνατόν περισσότερο, μέσω εκδόσεων εντόκων και ομολόγων στις οποίες προχωρά.

Για όλους τους παραπάνω λόγους,  η «απάντηση» της ελληνική αγοράς ομολόγων την προηγούμενη εβδομάδα ήταν εξαιρετικά ψύχραιμη τόσο στις ιδιαίτερα δυσοίωνες εκτιμήσεις της Κομισιόν για την Ελλάδα λόγω του σοκ της πανδημίας, όσο και στα εμπόδια που έβαλε το γερμανικό δικαστήριο στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Σε ότι αφορά τις εξαιρετικά δυσοίωνες εκτιμήσεις της Κομισιόν για ύφεση 9,7% στην Ελλάδα φέτος, αύξηση του χρέους και επιδείνωση των δημοσιονομικών επιδόσεων, η αγορά φαίνεται πως έχει ήδη αποτιμήσει ότι το «χτύπημα» στη ελληνική οικονομία από την πανδημία θα είναι ιδιαίτερα ισχυρό. Οι περισσότεροι αναλυτές έχουν εκτιμήσει πως το ελληνικό χρέος θα διαμορφωθεί κοντά στο 200% του ΑΕΠ φέτος, ενώ έχουν δώσει πολύ πιο… εφιαλτικές προβλέψεις για την οικονομία από ότι η Κομισιόν. Για παράδειγμα, η Capital Economics εκτιμά πως η ύφεση θα φτάσει φέτος το 15%, η UniCredit και η  Scope Ratings την τοποθετούν γύρω στο 18% και η Morgan Stanley στο δυσμενές σενάριο την τοποθετεί έως  το 21,3%

 

Facebook Comments