Για το ρόλο και τη σημασία των ΜΜΕ επιχειρήσεων στην ελληνική οικονομία έχουν κατά καιρούς γραφτεί πολλά.

Είναι έτσι τεκμηριωμένο ότι ο αριθμός τους ξεπερνά τις 700 χιλ. και ο αριθμός απασχολουμένων πάνω από 1εκ. (βλ. μελέτη ΟΠΑ για το ΕΒΕΑ, 2007), ενώ ο μεγαλύτερος αριθμός ΜΜΕ χαρακτηρίζονται ως «πολύ μικρές» (1-9 απασχολούμενοι, έναντι 10-49 απασχολουμένων για τις μικρές και πάνω από 49 απασχολουμένων για τις μεσαίες).

Επομένως, δικαίως έχουν χαρακτηριστεί ως «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας αφού η συμβολή τους στο ΑΕΠ , στις εξαγωγές και την απασχόληση είναι καταλυτικής σημασίας. Ανάλογα συμπεράσματα ισχύουν και για τις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες και ιδιαίτερα τις δύο χώρες του νότου που επίσης παρουσιάζουν σήμερα υψηλή ανεργία, την Ισπανία και την Ιταλία (26,7% και 11,5% αντίστοιχα, έναντι 27% της Ελλάδος).

Όταν λοιπόν το τραπεζικό σύστημα αδυνατεί να χρηματοδοτήσει την οικονομία τα τελευταία χρόνια, το ήδη διαχρονικό πρόβλημα πρόσβασης των ΜΜΕ σε τραπεζικές χρηματοδοτήσεις γίνεται εκρηκτικό. Και ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις περιορίζονται μόνο σε αναχρηματοδοτήσεις παλαιότερων δανείων και αναζητούν νέες χρηματοδοτήσεις μέσω ξένων τραπεζών ή άλλων εργαλείων (π.χ. ομολογιακών δανείων, όπως πρόσφατα έπραξε ο ΟΤΕ και τα ΕΛΠΕ), οι ΜΜΕ αδυνατούν να βρουν αντίστοιχες λύσεις. Η ευθύνη ωστόσο δεν βαρύνει μόνο το τραπεζικό σύστημα που στην παρούσα φάση δεν έχει επαρκή ρευστότητα καθώς η χαμηλή φερεγγυότητά του (λόγω χαμηλών έως αρνητικών ιδίων κεφαλαίων) δεν του επιτρέπει πρόσβαση στις διατραπεζικές αγορές.

Για διαφόρους λόγους οι ΜΜΕ είχαν πάντοτε χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα σε σχέση με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Είχαν αδυναμία υποβολής αξιόπιστων οικονομικών στοιχείων είτε γιατί η ανεπαρκής οργάνωσή τους δεν το επέτρεπε είτε γιατί οι φορείς τους δεν το επιθυμούσαν.

Οι φορείς τους είχαν αδυναμία ή απροθυμία προσφοράς επαρκών εξασφαλίσεων. θνησιμότητά τους ήταν και είναι μεγαλύτερη από τις μεγαλύτερες και οι επιδόσεις τους συχνά μη ικανοποιητικές. Όμως, όλοι αντιλαμβάνονται ότι η πολιτεία οφείλει να υποβοηθά την προσπάθεια σύστασης μιας νέας επιχείρησης (στην αρχική της οργάνωση, στις σχέσεις τους με τη δημόσια διοίκηση κοκ), αφού ο νέες ΜΜΕ συνιστούν το βασικό αιμοδότη της οικονομίας μέσω της αύξησης της παραγωγής, της δημιουργίας  θέσεων απασχόλησης, της αύξησης των δημοσίων εσόδων κοκ.

Άρα, οφείλουν να βοηθηθούν και στην προσπάθειά τους για να τύχουν τραπεζικής χρηματοδότησης, ώστε ένα μέρος από αυτές να μπορέσει να υλοποιήσει τη στρατηγική ανάπτυξης και απόκτησης επαρκούς μεγέθους για να καταστούν βιώσιμες και  ανταγωνιστικές.

Στο παρελθόν, η χώρα διέθετε εξειδικευμένο φορέα για τις ΜΜΕ, τον ΕΟΜΜΕΧ που καταργήθηκε πρόσφατα. Επιπλέον, οι γνωστή στους παλαιότερους τραπεζικούς αποφάσεις 197/78 της Ν.Ε. και 1574/70 ήταν τα βασικά χρηματοδοτικά εργαλεία προς τις ΜΜΕ. Αν και οι προθέσεις των νομοθετών ήταν προς την ενίσχυση του παραγωγικού ρόλου των ΜΜΕ, οι γνωστές παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος οδήγησαν συχνά σε εκτροπή του σκοπού των χρηματοδοτήσεων προς κατευθύνσεις καταναλωτικού, κυρίως, σκοπού. Η δε είσοδος της ελληνικής οικονομίας στην Ε.Ε. και την ΟΝΕ διέκοψε τις μορφές αυτές στήριξης των ΜΜΕ. Πάντως, τον ΕΟΜΜΕΧ διαδέχθηκε μερικώς το ΤΕΜΠΜΕ (Ταμείο Εγγυοδοσίας μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων) και στη συνέχεια το ΕΤΕΑΝ (Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης) στη διαδικασία για τη χρηματοδοτική στήριξη των ΜΜΕ καθώς και τα προγράμματα του ΕΣΠΑ, ενώ έχουν συσταθεί και νέοι φορείς (τα venture capitals) με ανάλογους στόχους, ιδιαίτερα για επιχειρηματικές προσπάθειες με καινοτομικά χαρακτηριστικά που φέρνουν νέες τεχνολογίες.

Στην πράξη, ωστόσο, η αυτοχρηματοδότηση αιμοδοτεί πολλές ΜΜΕ, όσες βέβαια διαθέτουν φορείς με ίδια διαθέσιμα (οικογενειακή περιουσία), ενώ η εκτόξευση των ακάλυπτων επιταγών και η υστέρηση των εισπράξεων του ΦΠΑ δίνει κάποιες απαντήσεις ως προς τους τρόπους που συχνά αναγκάζονται να χρησιμοποιούν οι ΜΜΕ για να επιβιώσουν.

Ωστόσο, το πρόβλημα πρόσβασης των ΜΜΕ σε τραπεζικές χρηματοδοτήσεις στην Ευρώπη παραμένει ιδιαίτερα οξύ και αφορά ιδιαίτερα τις χώρες του ευρωνότου (Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα). Δεν είναι άλλωστε τυχαία η υποβολή αιτήματος για σύστασης εξειδικευμένης τράπεζας ΜΜΕ από αρμόδιους φορείς στη χώρα μας. 

Η σχετική συζήτηση έχει ήδη φτάσει στην ίδια την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που στις 2 Μαΐου διαμόρφωσε τα παρεμβατικά της επιτόκια στο 0,50%, χαμηλότερα κατά 25 μ.β. Απόφαση που ωστόσο δεν βοηθά καθόλου τις ΜΜΕ καθώς οι τράπεζες είναι απρόθυμες να κατευθύνουν προς αυτές τις ελάχιστες νέες δανειοδοτήσεις όσοι επισφάλειες συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία. Χρειάζεται κάτι ποιο δραστικό, όπως η δημιουργία ενός ειδικού κεφαλαίου για πιστοδοτήσεις ΜΜΕ που θα διαμορφωθεί από την αποδοχή παλαιών δανείων ΜΜΕ από την ΕΚΤ ως εξασφαλίσεις.

Η διαδικασία αυτή που θα συντελεστεί μέσω της τιτλοποίησης των υφιστάμενων δανείων (που έχει υπολογίσιμο κόστος), μπορεί να φέρει νέα διαθέσιμα για τις ΜΜΕ στο βαθμό που «υποχρεωθούν» οι τράπεζες να τα διαθέσουν το ταχύτερο, έστω και με την εφαρμογή αυστηρών πιστωτικών κριτηρίων που πρακτικά σημαίνει επιλογή μικρού ποσοστού. Μια ειδική ρυθμιστική παρέμβαση θα βοηθούσε για την επιτάχυνση της εφαρμογής στην πράξη.

Προηγουμένως όμως, θα χρειαστεί να ξεπερασθούν οι πιθανές γερμανικές αντιρρήσεις που ενδεχομένως θα μιλήσουν για έμμεση διαδικασία χρηματοδότησης της ΜΜΕ του νότου από το φορολογούμενο του βορρά.

Αντιρρήσεις προς τις οποίες η απάντηση είναι ότι είναι προτιμότερη μια τέτοια μεταβίβαση πόρων από την ανάδυση του ευρωσκεπτικισμού που σταδιακά θα διαχυθεί σε όλη την Ευρώπη διαβρώνοντας τελικά τα θεμέλιά της, αν η ανεργία συνεχίσει να βρίσκεται στα τρέχοντα επίπεδα.

Facebook Comments