Η έντονη αβεβαιότητα, λόγω της πανδημικής κρίσης, επέφερε πρόσκαιρες αλλαγές στην καταναλωτική δαπάνη, οι οποίες με τη σειρά τους επηρέασαν άλλους τομείς της οικονομίας, αναφέρει ανάλυση της Alpha Bank η οποία δημοσιεύεται στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών.

Σύμφωνα με εμπειρικές μελέτες , κατά τη διάρκεια οικονομικών υφέσεων, ιδιαίτερα όταν έπονται υγειονομικών κρίσεων, τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα και ο υψηλός κίνδυνος εξάπλωσης των επιδημιών έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη συμπεριφορά των καταναλωτών, καθώς γίνονται πιο “συντηρητικοί” στις αγορές τους, λόγω της ανασφάλειας για το μέλλον και ειδικά για τις προοπτικές απασχόλησης και την εξέλιξη των εισοδημάτων.

Τούτο επιβεβαιώνεται και από τα πρόσφατα στοιχεία της οικονομικής συγκυρίας, αφού φαίνεται ότι οι Έλληνες καταναλωτές το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου, περιορίστηκαν κυρίως στα είδη πρώτης ανάγκης και στις ανελαστικές αγορές από τις μεγάλες αλυσίδες τροφίμων και τα φαρμακεία, ενώ, παράλληλα, μειώθηκε κατακόρυφα η ζήτηση για διαρκή αγαθά και είδη υψηλής εισοδηματικής ελαστικότητας (π.χ. έπιπλα, συσκευές, ένδυση).

H “αναγκαστική” αποταμίευση
Το συνδυαστικό αποτέλεσμα των δύο αυτών εξελίξεων συνέβαλε στην υποχώρηση της δαπάνης των νοικοκυριών, η οποία, ως ένα βαθμό, οδήγησε στην αύξηση της “αναγκαστικής” αποταμίευσης (οι καταναλωτές δεν μπορούν να δαπανήσουν, εξαιτίας του lockdown), αλλά και της “προληπτικής” αποταμίευσης (οι καταναλωτές αποταμιεύουν, λόγω της αβεβαιότητας για το μέλλον) .

Ως αποτέλεσμα, σημειώθηκε σημαντική άνοδος της καταθετικής βάσης των νοικοκυριών το διάστημα Μαρτίου-Μαΐου 2020. Η υποχώρηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών έχει μεγάλη βαρύτητα για την ανάκτηση μέρους της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας από το επόμενο έτος, αφού, σύμφωνα με πρόσφατη εκτίμηση της συμβουλευτικής εταιρείας McKinsey , μια πτώση της δαπάνης για αγαθά και υπηρεσίες που δεν είναι πρώτης ανάγκης (π.χ. αυτοκίνητα, συσκευές, εστιατόρια, ταξίδια) κατά 40%-50%,
δύναται να οδηγήσει σε υποχώρηση του ΑΕΠ, περίπου κατά 10%.

Συνεπώς, η συμπεριφορά των καταναλωτών, πιθανόν να συνεχίσει να είναι “επιφυλακτική” για όσο χρονικό διάστημα παραμένει η αβεβαιότητα σχετικά με ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας αλλά και με τις συνθήκες στην αγορά εργασίας. Μία τέτοια εξέλιξη, θα προκαλούσε αναβολή ή ακύρωση δαπανών και σημαντικών αγοραστικών αποφάσεων (π.χ. κατοικία, αυτοκίνητο) και μπορεί να οδηγούσε, εν τέλει, σε περαιτέρω αύξηση των προληπτικών αποταμιεύσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της DG-ECFIN, η πρόθεση των καταναλωτών για σημαντικές αγορές τους προσεχείς 12 μήνες επιδεινώθηκε σημαντικά τον Απρίλιο και τον Μάιο, ενώ τον Ιούλιο ανέκαμψε ελαφρά, παραμένοντας, όμως, στο χαμηλότερο επίπεδο του τελευταίου έτους.

Οι λιανικές πωλήσεις, σε όρους όγκου, σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μειώθηκαν, σε ετήσια βάση, τον Μάρτιο (-1,6%), σε αντίθεση με τους δύο πρώτους μήνες του 2020, όταν κατέγραψαν ετήσια άνοδο (Ιανουάριος: +5,9%, Φεβρουάριος: +2,3%). Σημειώνεται ότι, στο τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου, τέθηκε σε εφαρμογή μία σειρά μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας, με σκοπό τη συγκράτηση της εξάπλωσης της πανδημίας COVID-19, μεταξύ των οποίων η αναστολή λειτουργίας της πλειονότητας των φυσικών καταστημάτων λιανικής πώλησης. Τα μέτρα αυτά βρίσκονταν σε ισχύ καθ’ όλη τη διάρκεια του Απριλίου.

Ως εκ τούτου, τον Απρίλιο, ο εποχικά διορθωμένος δείκτης όγκου λιανικών πωλήσεων σημείωσε πρωτοφανή πτώση κατά 24,6%, ενώ διαμορφώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί την τελευταία εικοσαετία. Πιο αναλυτικά, οι πωλήσεις καυσίμων-λιπαντικών μειώθηκαν κατά 31,6%, ενώ ο γενικός δείκτης, εξαιρουμένης της εν λόγω κατηγορίας, κατέγραψε πτώση κατά 22,2%. Από τις επιμέρους κατηγορίες που συνθέτουν το δείκτη, τον Απρίλιο, σημείωσαν αύξηση οι πωλήσεις σε «μεγάλα καταστήματα τροφίμων» (+6,2%), ενώ όλες οι υπόλοιπες κατέγραψαν σημαντική πτώση, με τη μεγαλύτερη να παρατηρείται στα είδη ένδυσης-υπόδησης (-73,2%).

Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις εκτός καταστημάτων, οι οποίες περιλαμβάνουν και τις πωλήσεις μέσω διαδικτύου, ότι αυτές αυξήθηκαν κατά 22,2% τον Απρίλιο, σε ετήσια βάση (εποχικά διορθωμένα στοιχεία κύκλου εργασιών ).

Παράλληλα με την πτώση των λιανικών πωλήσεων κατά τη διάρκεια ισχύος των περιοριστικών μέτρων, παρατηρήθηκε αύξηση των ροών καταθέσεων των ιδιωτικού τομέα στο τραπεζικό σύστημα, η οποία συνεχίστηκε και τον Μάιο, όταν ξεκίνησε η σταδιακή αποκλιμάκωσή τους.

Συγκεκριμένα, από τον Μάρτιο, οι ροές καταθέσεων ιδιωτών και επιχειρήσεων ήταν έντονα θετικές, ενώ, συνολικά για το διάστημα Μαρτίου-Μαΐου 2020, ανήλθαν σε Ευρώ 6 δισ., έναντι Ευρώ 3,3 δισ. την αντίστοιχη περίοδο του 2019 και Ευρώ 2,9 δισ. το τρίμηνο Μαρτίου-Μαΐου 2018.

Ένας σημαντικός παράγοντας για την αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα ήταν η αναβολή των καταναλωτικών δαπανών, όπως αναφέρθηκε στην αρχή του Δελτίου. Ωστόσο, πρόσθετοι παράγοντες συνετέλεσαν στην αύξηση αυτή, όπως τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, καθώς και η προτίμηση που έδειξαν οι καταναλωτές στις τραπεζικές καταθέσεις, έναντι τοποθετήσεων υψηλότερου κινδύνου (Τράπεζα της Ελλάδος, Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, Ιούνιος 2020).

Facebook Comments