Ζούμε πλέον σε μια εποχή που έχουν φορολογηθεί σχεδόν τα πάντα. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουμε να αναζητούμε και να επιβάλλουμε νέους φόρους, ειδικά τέλη, φόρους επί των τελών και τέλη επί των φόρων. Και οι «ειδικοί» συνεχίζουν να «βασανίζουν» το μυαλό τους για να σκεφτούν τι άλλο θα μπορούσαν να φορολογήσουν, προκειμένου να εξασφαλιστούν νέα δημόσια έσοδα. Θα έλεγε κανείς, ότι το έργο της αναζήτησης νέων φόρων που θα μπορούσαν να επιβληθούν σε μία από τις πλέον υπερφορολογημένες χώρες του κόσμου είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Κι όμως, υπάρχουν ακόμα πεδία φορολόγησης και μάλιστα «ανώδυνης» (υπό την έννοια ότι δεν θα επιβαρύνουν τους Έλληνες πολίτες), τα οποία παραμένουν ακόμα ανεκμετάλλευτα, όσο απίστευτο και αν ακούγεται αυτό στην Ελλάδα του 2020. Ένα από αυτά είναι η λεγόμενη «βινιέτα», δηλαδή η κάρτα διοδίων.

Καταρχήν, ας περιγράψουμε το πρόβλημα (που ουσιαστικά αποτελεί και τη βάση επιβολής του προτεινόμενου τέλους):

1. Καθημερινά διέρχονται από τα σύνορα της χώρας και διασχίζουν το ελληνικό οδικό δίκτυο εκατοντάδες φορτηγά με αλλοδαπές πινακίδες, τα οποία έχουν ως προορισμό τη χώρα μας ή διέρχονται από το οδικό δίκτυο της χώρας μας. Πολλά εξ αυτών μάλιστα κινούνται σε μη εθνικό οδικό δίκτυο χωρίς διόδια ή με χαμηλά διόδια σε σταθμούς διοδίων που υπάρχουν σε ορισμένες πύλες εισόδου της χώρας, όπως λ.χ. τα φορτηγά που εισέρχονται από τη Βουλγαρία με προορισμό τη Βόρεια Ελλάδα.

2. Καθημερινά διέρχονται από τα βόρεια σύνορα της χώρας εκατοντάδες φορτηγά με αλλοδαπές πινακίδες, τα οποία ανήκουν σε αλλοδαπές εταιρίες ελληνικών συμφερόντων, με έδρα σε βαλκανικές χώρες, οι οποίες ανήκουν σε Έλληνες επιχειρηματίες που έχουν μεταφέρει την έδρα τους στις χώρες αυτές για φορολογικούς κυρίως λόγους. Οι επιχειρήσεις αυτές παράγουν τα προϊόντα τους στις βαλκανικές χώρες και τα διακινούν κυρίως προς την Ελλάδα.

3. Καθημερινά εκατοντάδες φορτηγά με αλλοδαπές πινακίδες παρακάμπτουν το εθνικό οδικό δίκτυο, με σκοπό την αποφυγή της πληρωμής διοδίων, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα, όχι μόνο τη μείωση των κρατικών εσόδων και την επιβάρυνση του επαρχιακού οδικού δικτύου, αλλά και τη δημιουργία κινδύνων για τους κατοίκους χωριών και μικρών πόλεων από τις οποίες διέρχονται τα φορτηγά αυτά.

4. Καθημερινά και ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες διέρχονται από τα βόρεια σύνορα της χώρας χιλιάδες αυτοκίνητα και τουριστικά λεωφορεία με αλλοδαπές πινακίδες, κυρίως από βαλκανικές χώρες (Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, Σκόπια Αλβανία κλπ.), με προορισμό τις παραθαλάσσιες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας και όχι μόνο. Τα οχήματα αυτά κινούνται σε οδικό δίκτυο με ελάχιστα διόδια (κυρίως στα σύνορα Ελλάδας – Σκοπίων και Ελλάδας – Βουλγαρίας) και χρησιμοποιούν απολύτως δωρεάν το υπόλοιπο μη εθνικό οδικό δίκτυο της χώρας (ειδικά όσα κατευθύνονται προς τη Χαλκιδική), με αποτέλεσμα την επιβάρυνσή του, χωρίς την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας που καταβάλλουν για το σκοπό αυτό οι Έλληνες πολίτες.

5. Τους καλοκαιρινούς μήνες διέρχονται από τα βόρεια σύνορα της χώρας χιλιάδες αλλοδαπά οχήματα Γερμανών, Γάλλων, Ελβετών, Βέλγων κλπ. υπηκόων, τουρκικής καταγωγής, με προορισμό την Τουρκία. Τα οχήματα αυτά κινούνται κυρίως σε οδικό δίκτυο με διόδια (Εγνατία Οδός), πλην όμως χρησιμοποιούν και μη εθνικό οδικό δίκτυο χωρίς διόδια.

6. Τέλος, καθημερινά διέρχονται από τα βόρεια και τα ανατολικά σύνορα της χώρας εκατοντάδες οχήματα με ελληνικές πινακίδες, τα οποία έχουν ως προορισμό τις βαλκανικές χώρες ή την Τουρκία, για διάφορους λόγους: Για να γεμίσουν τα οχήματά τους με καύσιμα, αποφεύγοντας να πληρώσουν τους (υπέρμετρους) φόρους που επιβαρύνουν τα καύσιμα στα ελληνικά πρατήρια. Για να ψωνίσουν, εκμεταλλευόμενοι τις χαμηλότερες τιμές που υπάρχουν στις βαλκανικές χώρες και στην Τουρκία. Για τουρισμό (κυρίως χειμερινό), εκμεταλλευόμενοι και πάλι τις χαμηλότερες τιμές που υπάρχουν στις βαλκανικές χώρες. Για ιατρικούς λόγους, όπως λ.χ. για οδοντιατρικές υπηρεσίες, εκμεταλλευόμενοι και πάλι τις χαμηλότερες τιμές. Για να τζογάρουν στα καζίνα που έχουν «στηθεί» στο έδαφος βαλκανικών χωρών (λ.χ. στα Σκόπια) αμέσως μετά τα ελληνικά σύνορα κ.ά. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο χάνονται τεράστια ποσά από φόρους και τέλη για το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά χάνονται ακόμα μεγαλύτερα ποσά από την ιδιωτική οικονομία, ειδικά των γειτονικών προς τις βαλκανικές χώρες και την Τουρκία νομών (όπως λ.χ. οι νομοί Σερρών και Έβρου). Μία ιδιωτική οικονομία που βρίσκεται κυριολεκτικά σε τέλμα στους νομούς της Βόρειας Ελλάδας που συνορεύουν με τις βαλκανικές χώρες και την Τουρκία.

Αναρωτιέται κανείς, γιατί το ελληνικό κράτος, το οποίο σήμερα βρίσκεται ένα βήμα πριν από τη φορολόγηση ακόμα και του αέρα που αναπνέουμε, αμελεί επί σειρά ετών να επιβάλει ένα μέτρο, το οποίο, όχι μόνο θα αντισταθμίσει τις τεράστιες αυτές απώλειες φορολογικών εσόδων, αλλά παράλληλα θα αποτελέσει και τόνωση για την τοπική ιδιωτική οικονομία των όμορων προς τα Βαλκάνια και την Τουρκία νομών της χώρας.

Ένα τέτοιο μέτρο, «ανώδυνης» φορολόγησης είναι η θεσμοθέτηση μιας κάρτας διοδίων για τη χρήση ιδίως του μη εθνικού οδικού δικτύου της χώρας, την οποία θα προμηθεύεται στα σύνορα κάθε όχημα (με ελληνικές ή αλλοδαπές πινακίδες) που θα εισέρχεται στην Ελλάδα για οποιοδήποτε λόγο. Την κάρτα αυτή θα υποχρεούνται να προμηθεύονται όχι μόνο οι οδηγοί των αλλοδαπών οχημάτων που εισέρχονται στη χώρα, αλλά και οι Έλληνες οδηγοί που εισέρχονται από τα σύνορα με τις βαλκανικές χώρες και την Τουρκία. Για την αποφυγή όμως της διπλής «φορολόγησης» θα πρέπει να προβλεφθεί, ότι τα οχήματα με ελληνικές πινακίδες κυκλοφορίας που εισέρχονται στη χώρα, θα υποχρεούνται να αγοράζουν μόνο την κάρτα διοδίων απλής εισόδου και δεν θα καταβάλλουν (με επίδειξη της κάρτας διοδίων) το ποσό των διοδίων τελών στους σταθμούς διοδίων που υπάρχουν σε ορισμένες πύλες εισόδου της χώρας. Από την υποχρέωση αγοράς της κάρτας διοδίων θα πρέπει να εξαιρούνται μόνο τα τουριστικά λεωφορεία με ελληνικές πινακίδες που πραγματοποιούν οργανωμένες οδικές εκδρομές στο εξωτερικό, τα λεωφορεία που εξυπηρετούν τακτικές οδικές συνδέσεις με πόλεις του εξωτερικού, καθώς και τα φορτηγά οχήματα με ελληνικές πινακίδες που πραγματοποιούν μεταφορές προϊόντων στο εξωτερικό.

Αντίστοιχη κάρτα διοδίων υπάρχει εδώ και χρόνια στη Βουλγαρία, την οποία προμηθεύεται υποχρεωτικά (πλέον και ηλεκτρονικά) κάθε όχημα που εισέρχεται στη χώρα και έχει σήμερα κόστος, για τα Ι.Χ. οχήματα, 5 ευρώ (τα Σαββατοκύριακα) και 8 ευρώ (η εβδομαδιαία κάρτα). Αντίστοιχα, λοιπόν, η ελληνική κάρτα διοδίων θα μπορούσε να έχει ένα αρχικό κόστος 15 – 20 ευρώ για τα Ι.Χ. οχήματα που εισέρχονται στη χώρα για βραχύ χρονικό διάστημα (απλή είσοδο, διερχόμενα ή για διάστημα 1 – 3 ημερών) και η τιμή της να αυξάνεται ανάλογα με τις ημέρες παραμονής στη χώρα μας (για αλλοδαπά οχήματα) και το είδος του οχήματος (Ι.Χ., φορτηγό κλπ.).

Η προτεινόμενη κάρτα διοδίων για τη χρήση ιδίως του μη εθνικού οδικού δικτύου της χώρας, στο οποίο δεν υπάρχουν διόδια, αποτελεί ένα απλό μέτρο «ανώδυνης» και μη υφεσιακής φορολόγησης, το οποίο δεν θα επιβαρύνει τους Έλληνες πολίτες, πλην αυτών που ταξιδεύουν στις βαλκανικές χώρες και την Τουρκία με σκοπό την αποφυγή της καταβολής ορισμένων έμμεσων φόρων που επιβαρύνουν τα εγχώρια προϊόντα και υπηρεσίες (τα οποία πράγματι είναι υπερκοστολογημένα και υπερφορολογημένα). Ένα μέτρο που, αντιθέτως, θα προσαυξήσει τα δημόσια έσοδα χωρίς κοινωνικές αντιδράσεις και παράλληλα θα τονώσει και την εγχώρια ιδιωτική οικονομία, ειδικά των όμορων προς τις βαλκανικές χώρες και την Τουρκία νομών. Ένα φορολογικό, δηλαδή, μέτρο με αναπτυξιακό χαρακτήρα, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό! Ένα μέτρο, που τόσα χρόνια αναρωτιέμαι γιατί δεν το εφάρμοσε κανείς. Ένα μέτρο που θα πρέπει να εφαρμοστεί άμεσα, δηλαδή χθες!

Facebook Comments