Μέσα στον καταιγισμό των εξελίξεων στην Ελλάδα, μας διέφυγε εντελώς μια είδηση, η οποία ενδέχεται να αποβεί κρίσιμη για το μέλλον. Οι τεχνοκράτες της Επιτροπής της Βασιλείας, η οποία είναι ο ρυθμιστής του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, συστήνουν πια στους τραπεζίτες να προωθούν τα δάνεια με κυμαινόμενο και όχι με σταθερό επιτόκιο προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι για τις τράπεζες.

Σε αρκετές χώρες, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία και την Ελλάδα, οι καταναλωτές προτιμούν να παίρνουν στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο για να μην έχουν να αντιμετωπίσουν τον πονοκέφαλο μιας αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά τη διάρκεια της αποπληρωμής του δανείου τους. 

Οι γαλλικές τράπεζες (οι οποίες συνεχίζουν να χορηγούν δάνεια, σε αντίθεση με τις ελληνικές, που έχουν μειώσει τις πιστωτικές ροές στο ελάχιστο λόγω της σημερινής συγκυρίας και λόγω της συνέχισης της απομόχλευσης) παρέχουν δάνεια σταθερού (και εξαιρετικά χαμηλού) επιτοκίου και μεγάλης διάρκειας (κατά μέσο όρο 18,5 ετών). Γιατί το κάνουν αυτό; Για να πουλήσουν ασφάλεια, μαζί με το χρηματοοικονομικό τους προϊόν, στους πελάτες τους. Πράγματι, το σταθερό επιτόκιο προστατεύει μακροπρόθεσμα τους δανειολήπτες από μια πιθανή αύξηση των μηνιαίων δόσεών τους και συνεπώς από την πιθανότητα μη εξυπηρέτησης του δανείου τους, ενώ το κυμαινόμενο επιτόκιο προστατεύει τους δανειοδότες, ρίχνοντας το ρίσκο μιας μελλοντικής ανόδου του κόστους του χρήματος στους δανειολήπτες.

Αυτό το τελευταίο προκρίνεται γενικά στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, όχι όμως σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ελλάδα, όπου θεωρείται ότι είναι δουλειά του τραπεζίτη και όχι του δανειολήπτη να κάνει σωστούς υπολογισμούς και να καλύπτεται για το ρίσκο του. Πρόκειται, όπως είναι φανερό, για δύο διαφορετικές πολιτικές φιλοσοφίες, δύο διαφορετικές αντιλήψεις περί του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και της θέσης των τραπεζών και των δανειοληπτών σε μια οικονομία.

Αν οι γαλλικές τράπεζες άρχιζαν να αναστρέφουν την πολιτική που ακολουθούν σήμερα με σκοπό να μειώσουν τις απώλειες από τη διαφορά που θα καρπώνονταν μεταξύ του επιτοκίου με το οποίο αποκτούν πρόσβαση σε κεφάλαια από το ευρωσύστημα και του επιτοκίου με το οποίο χορηγούν δάνεια, αυτό θα έφερνε σημαντικές αναταράξεις.

Τόσο οι γαλλικές όσο και οι ελληνικές τράπεζες δείχνουν απρόθυμες να κατάσχουν και να πλειστηριάσουν υποθηκευμένα ακίνητα σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής του δανείου γιατί δεν θέλουν να πετάξουν στο δρόμο οικογένειες και γιατί, ορθώς, δε θεωρούν ότι τις συμφέρει ένα μαζικό κύμα πλειστηριασμών, διότι αυτό θα μειώσει ακόμα περισσότερο τις τιμές των ακινήτων, ιδίως σε περιοχές όπου έχει κατακρημνισθεί η ζήτηση, με αποτέλεσμα αυτή η απομείωση να μειώσει τα assets των τραπεζών λόγω της πτώσης της αξίας των εγγυήσεων στα ενυπόθηκα δάνεια που έχουν χορηγήσει.

Αυτή η υποτίμηση αξιών, με τη σειρά της, θα αναζωπυρώσει την τραπεζική κρίση επειδή θα χρειαστούν νέες κεφαλαιακές ενέσεις και η τραπεζική κρίση, με τη σειρά της, θα συμπαρασύρει το Δημόσιο σε νέο δανεισμό για να εγγυηθεί την ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος. Με δύο λόγια: η αποσόβηση μιας κοινωνικής κρίσης περνάει μέσα από την αποσόβηση μιας τραπεζικής κρίσης και αντιστρόφως.

Η Επιτροπή της Βασιλείας δεν δείχνει να συμμερίζεται τις ανησυχίες αυτές. Θεωρεί ότι η λύση για τις αναταράξεις και την κρίση εμπιστοσύνης στους δανειολήπτες που θα φέρει μια μετάβαση απ’ το γαλλικό στο αγγλοσαξωνικό σύστημα μπορεί να είναι μια περαιτέρω αύξηση των ιδίων κεφαλαίων της κάθε τράπεζας. Όμως αυτή η λύση φαντάζει χειρότερη απ’ το πρόβλημα, καθώς θα μείωνε την ικανότητα δανεισμού των τραπεζών, τη στιγμή ακριβώς που είναι απαραίτητο να επανεκκινήσει η ευρωπαϊκή οικονομία με μια γενναία αύξηση των πιστώσεων στο στεγαστικό τομέα, όπως συνέβη στις ΗΠΑ με τις πολιτικές του Προέδρου Ομπάμα.

Facebook Comments