Ερωτήματα δημιουργούνται για το πόσο ισχυρή είναι η ανάκαμψη στη βρετανική οικονομία ύστερα από τη δημοσιοποίηση στοιχείων που έδειξαν μεγάλη υποχώρηση των δανείων προς τις επιχειρήσεις τον Ιούνιο σε σχέση με το Μάιο.

Ορισμένοι παράγοντες του τραπεζικού κλάδου επισημαίνουν πως η πτώση αυτή, η μεγαλύτερη τετραετίας, μπορεί να οφείλεται στο ότι μεγάλες εταιρείες στρέφονται στις αγορές κεφαλαίου για να αντλήσουν δάνεια και αποφεύγουν τον δανεισμό από τις εμπορικές τράπεζες.

Εκ διαμέτρου διαφορετική είναι, πάντως, η εικόνα για τη στεγαστική και την καταναλωτική πίστη, όπου καταγράφηκε σημαντική αύξηση από την Τράπεζα της Αγγλίας.

Η ραχοκοκαλιά μιας οικονομίας είναι oι επιχειρήσεις της. Ομως, η μηνιαία υποχώρηση των δανείων στις βρετανικές επιχειρήσεις, εκτός του κλάδου χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, κατά 5,487 δισ. στερλίνες ή 7,78 δισ. ευρώ, αποτελεί τη μεγαλύτερη πτώση που έχει καταγραφεί από τον Μάιο του 2011. Ερχεται, επίσης, σε πλήρη αντίθεση με την αύξηση των επιχειρηματικών δανείων κατά 818 εκατ. στερλίνες ή 1,159 δισ. ευρώ τον Μάιο του 2015.

Αντίθετα, τα στεγαστικά δάνεια εκτοξεύθηκαν στο υψηλό επταετίας, με άνοδο κατά 2,615 δισ. στερλίνες ή 3,7 δισ. ευρώ τον Ιούνιο από τον Μάιο. Είναι η μεγαλύτερη μηνιαία αύξηση που έχει καταγραφεί από τον Ιούλιο του 2008, αντανακλώντας ενίσχυση του κλίματος οικονομικής εμπιστοσύνης. Επιπροσθέτως, οι εγκρίσεις στεγαστικών δανείων -που διολίσθαιναν σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2014- διαμορφώθηκαν σε 66.682 τον Ιούνιο από 64.826 τον Μάιο. Μεγαλύτερη του αναμενόμενου ήταν, επίσης, η άνοδος της καταναλωτικής πίστης τον Ιούνιο κατά 1,22 δισ. στερλίνες ή 1,72 δισ. ευρώ.

Δεν είναι βέβαιο εάν η άνοδος της στεγαστικής ή της καταναλωτικής πίστης συνάδει πλήρως με τον ρόλο που θα πρέπει να παίζουν οι τράπεζες σε μια οικονομία. Ο υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας Τζορτζ Οσμπορν αναφέρθηκε στη σημασία στήριξης των παραγωγικών επενδύσεων από τις τράπεζες. Σκοπεύει, μάλιστα, να εκχωρήσει νέες αρμοδιότητες στην Επιτροπή Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας ώστε να δοθεί βάρος στις παραγωγικές επενδύσεις από τις τράπεζες. Οικονομικοί παρατηρητές επισημαίνουν ότι η πτώση των επιχειρηματικών δανείων προκαλεί έναν προβληματισμό για το σθένος της οικονομικής ανάκαμψης στη Βρετανία.

Μέσα στην εβδομάδα, ωστόσο, ανακοινώθηκε η ισχυρή ενίσχυση των στοιχείων για το βρετανικό ΑΕΠ. Στο διάστημα του δεύτερου τριμήνου, ο ρυθμός ανάπτυξης έφθασε το 0,7% ύστερα από την πτώση στο 0,4% που είχε παρουσιαστεί απρόσμενα το πρώτο τρίμηνο. Είναι σαφές πως η οικονομική δραστηριότητα επανήλθε την περίοδο Απριλίου-Ιουνίου στα προ κρίσης επίπεδα και οι επιδόσεις της βρετανικής οικονομίας ξεπέρασαν αυτές της γερμανικής που είναι η ισχυρότερη στην Ευρωζώνη.

Πλήγμα δέχθηκαν, παρά ταύτα, οι επιχειρήσεις στον μεταποιητικό κλάδο, με πτώση της δραστηριότητα κατά 0,3% σε τριμηνιαία βάση, κάτι που αποδόθηκε στην άνοδο της στερλίνας που έχει πλήξει τις εξαγωγές.

Το δεύτερο τρίμηνο, η αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης αποδόθηκε στον κλάδο παροχής υπηρεσιών, ο οποίος αντιστοιχεί στα δύο τρίτα του βρετανικού ΑΕΠ και ενισχύθηκε κατά 0,7%. Η βιομηχανική παραγωγή, η οποία καλύπτει το 15% του ΑΕΠ της χώρας, αυξήθηκε κατά 1%.

Επιστρέφει ο εφιάλτης της «φούσκας» ακινήτων

Σε εγρήγορση βρίσκεται η αρχή εποπτείας του χρηματοπιστωτικού κλάδου στη Δανία και παρακολουθεί εάν τα χαλαρά κριτήρια στη χορήγηση δανείων πυροδοτεί τη «φούσκα» στην αγορά ακινήτων. Οπως δήλωσε ο Κρίστιαν Βιε Μάνσεν της προαναφερόμενης αρχής εποπτείας, διεξάγονται έρευνες προκειμένου να εξακριβωθεί εάν οι τράπεζες παραχωρούν στεγαστικά δάνεια σε πελάτες που δεν έχουν τη δυνατότητα να τα αποπληρώσουν.

«Εξετάζουμε τη μεγάλη άνοδο των τιμών στα ακίνητα της Κοπεγχάγης και του Ααρχους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα διαμερίσματα, σε ένα περιβάλλον πολύ χαμηλών επιτοκίων», δηλώνει ο κ. Μάνσεν σε τηλεφωνική συνέντευξη στο πρακτορείο Bloomberg. «Οι πελάτες των τραπεζών μπορεί να καταλήξουν με ένα υψηλό χρέος που να μην μπορούν να καλύψουν σε μια αύξηση των επιτοκίων». Η Δανία είναι ακόμη αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις από το σκάσιμο της «φούσκας» των ακινήτων το 2008. Τα νοικοκυριά είναι βεβαρημένα με το υψηλότερο ποσοστό χρέους ως προς το διαθέσιμο εισόδημά τους σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα του πλούσιου κόσμου.

Facebook Comments