Είναι γεγονός πως η Ελλάδα εισήλθε στην Ευρωζώνη έχοντας ήδη σημαντικές ανισορροπίες (imbalances)  στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, οι οποίες, την περίοδο 2004 – 2008 διευρύνθηκαν επιπλέον φτάνοντας σε δυσθεώρητα και μη διατηρήσιμα επίπεδα. Ποιοι ήταν όμως οι καταλύτες που συνέβαλαν στο να φτάσουμε σε αυτό το αποτέλεσμα;

Η «συμβατική σοφία» θέλει κύριος υπεύθυνος αυτού να είναι η απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω της υιοθέτησης του Ευρώ και της μη δυνατότητας υποτίμησης του νομίσματος ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της χώρας.

Όπως συμβαίνει συνήθως, έτσι και σε αυτή την περίπτωση, η συμβατική σοφία έχει ελάχιστη επαφή με την πραγματικότητα καθώς η διέυρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας ελάχιστη σχέση είχε με την απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Πήγη: ΕΛΣΤΑΤ

Από 5,6% το 2004 το έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 14,4% του ΑΕΠ το 2008. Επειδή όμως διαφορετικές αιτίες μπορούν να οδηγήσουν σε πανοποιότυπα αποτελέσματα θα ήταν καλό να ρίξουμε μια αναλυτικότερη ματιά στα επιμέρους συστατικά του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Είναι αυταπόδεικτο τι αποτυπώνουν τα ισοζύγια Αγαθών και Υπηρεσιών, όμως πρέπει να αναφέρουμε ότι το ισοζύγιο Εισοδημάτων αποτυπώνει τις εισροές και εκροές αμοιβών προσωρινά εργαζομένων (που θα διαμείνουν στην χώρα για λιγότερο του ενός έτους) εκτός και εντός της χώρας αντίστοιχα, τις εισροές και εκροές εισοδήματος από επενδυτικές δραστηριότητες (π.χ. το εισόδημα από άμεσες ξένες επενδύσεις και τις πληρωμές των κουπονιών των κρατικών ομολόγων).

Το ισοζύγιο Τρεχουσών Μεταβιβάσεων αφορά τις πληρωμές οι οποίες παρέχονται  χωρίς την λήψη κάποιου ανταλλάγματος. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν οι πληρωμές από τα προγράμματα της ΕΕ και τα εμβάσματα από εργαζόμενους οι οποίοι διαμένουν εντός (για τις εισροές) ή εκτός της χώρας αναφοράς (για τες εκροές) για παραπάνω από ένα έτος.

 

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ

Τη μεγαλύτερη συμβολή στην επιδείνωση του συνολικού ισοζυγίου την περίοδο 2001 – 2008 είχε το ισοζύγιο αγαθών, ακολουθούμενο από το ισοζύγιο εισοδήματος και το ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων ενώ το ισοζύγιο υπηρεσιών δεν κατέγραψε κάποια ουσιαστική μεταβολή την παραπάνω περίοδο.

Η μεγέθυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου εισοδημάτων οφείλεται κυρίως στην αύξηση του ελληνικού δημόσιου χρέους την εν λόγω περίοδο και στην συνακόλουθη αύξηση των πληρωτέων τόκων.

Η μείωση του πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων αποδίδεται στην μείωση των εισπραττόμενων κονδυλίων από την ΕΕ οι οποίες, ιδίως τις προηγούμενες δεκαετίες, αποτελούσαν μια σημαντική πηγή σχετικής εξισορρόπησης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας.

Προκειμένου να εξηγήσουμε την διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών θα ήταν χρήσιμο να δούμε την πορεία των εξαγωγών και των εισαγωγών αγαθών.

Σε ονομαστικούς όρους οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών, στην διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, κατέγραψαν σωρευτική ποσοστιαία αύξηση υψηλότερη εκείνης του αντίστοιχου μεγέθους για το σύνολο της  Ευρωζώνης (βέβαια την συγκεκριμένη περίοδο ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν υψηλότερος από την Ευρωζώνη αλλά στον υπολογισμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών χρησιμοποιούνται ονομαστικά μεγέθη).

Πηγή: AMECO

Το ίδιο ισχύει και για τις εισαγωγές αγαθών οι οποίες αυξήθηκαν με σημαντικά ταχύτερους ρυθμούς εκείνων της Ευρωζώνης, καταγράφοντας αύξηση άνω του 80%.

Πηγή: AMECO

Η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών ήταν κάθε άλλο παρά αμελητέα και μάλιστα υπεραπέδωσαν έναντι εκείνων της Ευρωζώνης, αλλά η αντίστοιχη αύξηση των εισαγωγών ήταν αισθητά υψηλότερη. Πρέπει να επισημάνουμε όμως ότι το ισοζύγιο αγαθών ήταν ήδη δομικά ελλειμματικό, αφού το 2001 ο λόγος εξαγωγών / εισαγωγών ήταν 0,35.

Η ψευδαίσθηση της απώλειας ανταγωνιστικότητας λόγω της υιοθέτησης του κοινου νομίσματος διαλύεται οριστικά από το γεγονός ότι σε παγκόσμιο επίπεδο (καθώς η σύνθεση του καλαθιού αγαθών απο το οποίο αποτελούνται οι εξαγωγές της Ελλάδας έχει περισσότερες ομοιότητες με εκείνα αναπτυσσόμενων οικονομιών)οι εμπορευματικές εξαγωγές της χώρας δεν έχασαν μερίδια αγοράς . Αντίθετα αυτά ενισχύθηκαν ελαφρά.

πηγή: Eurostat

Συμπερασματικά, καταλήγουμε πως κύριος υπαίτιος της διεύρυνσης του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών της χώρας ήταν η αύξηση των εισαγωγών αγαθών (λόγω της «φούσκας» ιδιωτικής κατανάλωσης που βίωσε η χώρα) και σε (πολύ) μικρότερο βαθμό, η διόγκωση των πληρωτέων τόκων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους και η σταδιακή σχετική μείωση των εισροών κονδυλίων από την ΕΕ. Το μεγάλο, δομικό έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών είναι κάτι που υπήρχε εδώ και δεκαετίες και δεν δημιουργήθηκε στα χρόνια της ένταξης της χώρας στην Ευρωζώνη.

Τα όποια προβλήματα ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών της χώρας είναι δομικά και χρόνια και οφείλονται τόσο στην σύνθεση του καλαθιού των εξαγώγιμων προιόντων (και το χαμηλό τεχνολογικό περιεχόμενο αυτού), όσο και στις θεσμικές αδυναμίες της χώρας. Βέβαια, καθώς η οικονομική πολιτική της χώρας ήταν προ-κυκλική ενώ επικρατούσε εφησυχασμός και υπερβολική αισιοδοξία, δεν έγιναν τα απαραίτητα βήματα ώστε να αρχίσει έγκαιρα η προσπάθεια διόρθωσης των δομικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας. 

Facebook Comments