Η ανησυχία για τους κινδύνους που απειλούν την παγκόσμια οικονομία ανάγκασε την επικεφαλής της Fed, Τζάνετ Γέλεν, να τηρήσει στάση αναμονής και να μην προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου. Τα ίδια προβλήματα ενδέχεται να εξωθήσουν τον ομόλογό της στην ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, να δράσει ίσως και στη διάρκεια της εβδομάδας ανακοινώνοντας επέκταση του δικού της προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Στη διάρκεια της εβδομάδας θα δοθούν, άλλωστε, στη δημοσιότητα στοιχεία που θα σκιαγραφούν τις οικονομικές αντοχές της Ευρωζώνης.

Ο επίμονα χαμηλός πληθωρισμός αποτελεί πλέον εξίσου σοβαρό λόγο ανησυχίας τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την Ευρωζώνη, αλλά σε αντίθεση με τη Fed, η ΕΚΤ δεν μπορεί πλέον να προσβλέπει στην εγχώρια ζήτηση ως παράγοντα που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών.

Εκφράζει, αντιθέτως, ανησυχία για τη διαφαινόμενη επιδείνωση στην παγκόσμια οικονομία, όπως άφησε να εννοηθεί ο επικεφαλής του οικονομικού της επιτελείου, Πίτερ Πρατ, δηλώνοντας πως οι ιθύνοντες της τράπεζας «δεν θα διστάσουν να δράσουν» αν διαβλέψουν κίνδυνο. Εξάλλου, όσο η Fed δεν αυξάνει τα επιτόκια του δολαρίου, το ευρώ ενισχύεται με τη σταθμισμένη ισοτιμία του να έχει ενισχυθεί κατά σχεδόν 4% από τα μέσα Ιουλίου, ενώ έναντι του δολαρίου έχει ενισχυθεί κατά περισσότερο από 4%.

Ως εκ τούτου, είναι πολύ πιθανό να δεχθεί πιέσεις η ΕΚΤ για να διευρύνει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που βάσει του αρχικού του σχεδιασμού προβλέπεται να φθάσει στο 1,1 τρισ. ευρώ. «Αν την περασμένη εβδομάδα είχε αυξήσει τα επιτόκια η Fed, θα είχε προσφέρει περιθώρια ελιγμών στην ΕΚΤ που τώρα υφίσταται πιέσεις», σχολιάζει σχετικά ο Νικ Κούνις, στέλεχος της ΑΒΝ, Amro Bank NV.

Αυτήν την εντύπωση δίνουν οι δηλώσεις στελεχών της ΕΚΤ από την επόμενη ημέρα μετά την απόφαση της Fed: την Παρασκευή, ο οικονομολόγος της Μπενουά Κερέ προειδοποίησε πως «έχουν αποδυναμωθεί» οι προοπτικές ανάπτυξης της Ευρωζώνης και δεν βοηθά η ενίσχυση το ευρώ έναντι των σημαντικότερων εμπορικών της εταίρων. Δεν είναι, πάντως, βέβαιο ότι απειλείται η ανάκαμψη της Ευρωζώνης από τους κραδασμούς που έχουν σημειωθεί στις διεθνείς αγορές και την επιβράδυνση της Κίνας: η καταναλωτική εμπιστοσύνη βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδά της μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια αυξάνεται ο δανεισμός σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Κύριος πολέμιος του προγράμματος αγοράς ομολόγων, ο Γενς Βάιντμαν, επικεφαλής της Bundesbank, ζητάει επίμονα πιο περιοριστική νομισματική πολιτική, ενώ ο Λουίς Μαρία Λίντε, ομόλογός του στην Τράπεζα της Ισπανίας, δήλωσε χθες πως η απόφαση της Fed να αναβάλει την αύξηση των επιτοκίων δεν αναγκάζει την ΕΚΤ να μεταβάλει το δικό της πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Σύμφωνα με τον κ. Λίντε, «αυτό που είπε η ΕΚΤ είναι πως θα εξετάσει τη λήψη περαιτέρω μέτρων βάσει των εξελίξεων στην οικονομία, αλλά δεν θα βασιστεί στις αποφάσεις της Fed».

Οπως, άλλωστε, τονίζει ο Γκρεγκ Φουτζέζι, οικονομολόγος της JPMorgan Chase του Λονδίνου, το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ έχει μόνον έξι μήνες ζωής γι’ αυτό και είναι πιθανόν η Τράπεζα να αρκεσθεί αρχικά μόνο σε μια φραστική τοποθέτηση υπέρ της περαιτέρω χαλάρωσης. Οπως τονίζει: «Το «ευκολότερο είναι να επαναλάβει ότι δεν είναι αμετάκλητο το χρονικό όριο του Σεπτεμβρίου του 2016». Πολλά θα εξαρτηθούν, πάντως, από τις προθέσεις της Fed, που μάλλον θα διαφανούν την Πέμπτη, οπότε θα μιλήσει η κ. Γέλεν στη Μασαχουσέτη και θα αναλύσει τη συλλογιστική της Τράπεζας. Αν οι αγορές εκτιμήσουν πως είναι πιθανότερη μια αύξηση των επιτοκίων, τότε θα ενισχυθεί το δολάριο και η συνεπακόλουθη αποδυνάμωση του ευρώ θα καταστήσει περιττή την επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης από πλευράς της ΕΚΤ.

Facebook Comments