Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απειλεί τη Γερμανία με προσφυγή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αφορμή έναν νέο νόμο που ουσιαστικά αφαιρεί από την ΕΚΤ εποπτικές εξουσίες. Σχεδόν έναν χρόνο μετά την ανάθεση καθηκόντων ανώτατης εποπτικής αρχής για τις τράπεζες της Ευρωζώνης στην ΕΚΤ, η κεντρική τράπεζα αντιμετωπίζει όλο και μεγαλύτερη αντίσταση από τα κράτη-μέλη που επιθυμούν να προφυλάξουν τις τράπεζές τους και την «ειδική» σχέση τους με αυτές από τα αδιάκριτα μάτια τρίτων.

Μπορεί ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να ηθικολογεί όταν ένα ζήτημα αφορά σε άλλο κράτος-μέλος και να ζητάει παραχώρηση εξουσιών, όταν όμως έρχονται στο προσκήνιο οι γερμανικές τράπεζες, τότε αλλάζουν τα πράγματα. Χθες, το γερμανικό κοινοβούλιο υπερψήφισε σχέδιο νόμου που επιτρέπει στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών να καθορίζει αυτό τα σχέδια αναδιάρθρωσης τραπεζών, τη διαχείριση επιχειρηματικού ρίσκου και τη λήψη εσωτερικών αποφάσεων. Με τον νέο νόμο το Βερολίνο στην ουσία εμποδίζει την ΕΚΤ από το να ελέγχει προληπτικά μικρές τράπεζες και να ζητεί την λήψη μέτρων όπως την ανακεφαλαιοποίησή τους όταν κρίνει ότι έχουν πρόβλημα φερεγγυότητας.

Σύμφωνα με το Bloomberg η ΕΚΤ εξετάζει τώρα το ενδεχόμενο να προσφύγει επισήμως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητώντας της να προσφύγει, όπως έχει δικαίωμα, στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) κατά της Γερμανίας με αφορμή τον νέο νόμο. Θεσμικά η Κομισιόν είναι ο θεματοφύλακας των ευρωπαϊκών συνθηκών και είναι επιφορτισμένη με την ορθή εφαρμογή τους, ενώ έχει δικαίωμα να προσφύγει κατά κράτους-μέλους στο ΔΕΕ. «Θα χρειαστεί να περάσει πολύς καιρός μέχρι τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης να αποδεχτούν πλήρως ότι η πολιτική του τραπεζικού τομέα δεν είναι πλέον στα χέρια τους» σχολιάζει στο Bloomberg ο κ. Νίκολας Βερόν από το think tank Bruegel με έδρα τις Βρυξέλλες.

Αφορμή για την αντιπαράθεση μεταξύ ΕΚΤ και Βερολίνου είναι η διάταξη περί «έγκαιρης παρέμβασης» που περιλαμβάνεται στην οδηγία για την Ανάκαμψη και Εξυγίανση των Τραπεζών που καλούνται να μεταφέρουν τα κράτη-μέλη στο εθνικό δίκαιό τους. Η οδηγία δίνει στις εποπτικές αρχές την εξουσία να διατάσσει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, να συγκαλεί συνέλευση μετόχων και να απολύει τη διοίκηση σε ορισμένες περιπτώσεις.

Ωστόσο, κάθε κράτος-μέλος μεταφέρει με διαφορετικό τρόπο την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο. Ο γερμανικός νόμος καθιστά πρακτικά αδύνατη την παρέμβαση της ΕΚΤ, παρά μόνο όταν η εν λόγω τράπεζα θα βρίσκεται ήδη στα πρόθυμα της κατάρρευσης, παραβιάζοντας στην ουσία το πνεύμα της οδηγίας. Η κ. Ντανιέλ Νουί, επικεφαλής του Κοινού Μηχανισμού Εποπτείας (SSM) της ΕΚΤ, έχει ήδη εκφράσει δημοσίως τη δυσφορία της με τη στάση του Βερολίνου. «Οταν κάποια μικρή τράπεζα έχει πολλές αδυναμίες, και υπάρχουν ορισμένες τέτοιες τράπεζες υπό την εποπτεία μας, είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε την περίπτωση να παρέμβουμε εγκαίρως» είπε η κ. Νουί την περασμένη εβδομάδα. «Σε ορισμένες περιπτώσεις όπου μας τίθενται τόσοι περιορισμοί δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να παρέμβουμε εγκαίρως, πριν (δηλαδή) η τράπεζα έχει εξαφανιστεί.

Ο νέος γερμανικός νόμος παραχωρεί το δικαίωμα ακρόασης στην ΕΚΤ η οποία θεωρεί ότι η Γερμανία της αφαιρεί δικαιώματα και εξουσίες. Μιλώντας στο γερμανικό κοινοβούλιο τον περασμένο Ιούλιο η κ. Ζαμπίνε Λαουτενσλάγκερ, εκπρόσωπος της Γερμανίας στο εκτελεστικό συμβούλιο της ΕΚΤ και νούμερο δύο στον μηχανισμό εποπτείας, είπε ότι κανονισμοί σαν αυτόν περιπλέκουν την εποπτεία, στοιχείο που κατά την ίδια συνετέλεσε στην εμφάνιση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008. Η ΕΚΤ φαίνεται αποφασισμένη να υπερασπιστεί τις εποπτικές της εξουσίες και η νομική της υπηρεσία έχει εκδώσει από τις 2 Σεπτεμβρίου γνωμοδότηση σύμφωνα με την οποία η κεντρική τράπεζα μπορεί να αγνοήσει τον γερμανικό νόμο. «Η ΕΚΤ δεν δεσμεύεται από κυβερνητικούς κανονισμούς ή από παρόμοια μέτρα που ενδέχεται να επηρεάζουν την ανεξαρτησία της ή την ομαλή λειτουργία του Κοινού Μηχανισμού Εποπτείας».

Facebook Comments