Όταν ο Ματέο Ρέντσι ανέλαβε τα κυβερνητικά ηνία την άνοιξη του 2014 δεν υποσχέθηκε τίποτα λιγότερα από το να αλλάξει ριζικά την Ιταλία. Με σλόγκαν «μία μεταρρύθμιση κάθε μήνα» ο Ιταλός πρωθυπουργός θέλησε να δώσει το στίγμα της φιλόδοξης πολιτικής του.

Αν και δεν έμεινε πιστός στην παραπάνω δέσμευση, ο Ματέο Ρέντσι βρίσκεται επί του παρόντος στα πρόθυρα αυτού που ο ίδιος χαρακτήρισε «μητέρα όλων των μεταρρυθμίσεων»: την αναμόρφωση του αναποτελεσματικού κοινοβουλευτικού συστήματος.

Απαραίτητο στάδιο για την ολοκλήρωση αυτού του μεγαλεπήβολου σχεδίου είναι η σημερινή ψηφοφορία στη Γερουσία για τη μεταρρύθμιση του Συντάγματος, που προβλέπει δραστικό περιορισμό του μεγέθους αλλά και των αρμοδιοτήτων του δεύτερου σώματος του ιταλικού κοινοβουλίου. Στόχος είναι να πάψουν να αλληλομπλοκάρονται κατά την άσκηση του κοινοβουλευτικού έργου η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία, κάτι που έχει συμβεί επανειλημμένα στο παρελθόν.

Σχετικά πρόσφατο παράδειγμα ήταν το διάστημα μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2013, όταν η Ιταλία βρέθηκε αντιμέτωπη με το φάσμα της ακυβερνησίας. Εν τέλει χρειάστηκε η καθοριστική παρέμβαση του πρώην Ιταλού προέδρου Τζόρτζιο Ναπολιτάνο προκειμένου να αρθεί το πολιτικό αδιέξοδο που είχε διαμορφωθεί, με τα κόμματα να αδυνατούν να καταλήξουν σε συμφωνία για τον σχηματισμό κυβέρνησης, η οποία έπρεπε να κερδίσει την πλειοψηφία τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία.

Ο Ρέντσι έκαμψε τις εσωκομματικές αντιστάσεις

Μέσω της μεταρρύθμισης στη Γερουσία ο Ρέντσι φιλοδοξεί να καταστήσει τη διακυβέρνηση της Ιταλίας πιο εφικτή και ομαλότερη. Μέχρι σήμερα η Βουλή των Αντιπροσώπων (630 έδρες) και η Γερουσία (315 έδρες) αποφάσιζαν από κοινού για την ψήφιση των νόμων. Επιπλέον και τα δύο νομοθετικά σώματα καλούνται να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην εκάστοτε κυβέρνηση. Σε περίπτωση που δεν μπορούν να φθάσουν σε συμφωνία, κάτι που έχει παρατηρηθεί επανειλημμένα στο παρελθόν, τα πράγματα οδηγούνται σε στασιμότητα.

Κυρίως τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 παρατηρήθηκε το φαινόμενο να διαλύονται κυβερνήσεις εντός λίγων μηνών. Ο φόβος ότι κάτι αντίστοιχο μπορεί να επαναληφθεί και στο μέλλον αποτελεί βασικό λόγο για τον οποίο Ματέο Ρέντσι έχει θέσει πολύ ψηλά στην ατζέντα του τη μεταρρύθμιση της Γερουσίας. Προκειμένου αυτή να δρομολογηθεί ο Ιταλός πρωθυπουργός έπρεπε να κάμψει τη σθεναρή αντίσταση της αριστερής πτέρυγας του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος (PD). Ωστόσο, με δευτερεύουσας σημασίας παραχωρήσεις, ο Ματέο Ρέντσι απέσπασε τελικά τη συγκατάθεση των αντιδρώντων στις τάξεις του κόμματός του. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο Ιταλός πρωθυπουργός μπορεί να υπολογίζει και στις ψήφους των βουλευτών από το «στρατόπεδο» του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Η μεταρρύθμιση προβλέπει ότι η Γερουσία θα έχει στο εξής μόλις 100 έδρες και θα καλείται να ψηφίσει μόνο επί περιορισμένου αριθμού νομοσχεδίων. Ταυτόχρονα δεν θα έχει πλέον καμία αρμοδιότητα σε ό,τι αφορά την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Η αυριανή ψηφοφορία εντός της Γερουσίας επί της συνταγματικής μεταρρύθμισης θεωρεί το καθοριστικότερο στάδιο της πορείας προς την τελική υπερψήφισή της, η οποία θα πρέπει να γίνει εντός τριών μηνών με απόλυτη πλειοψηφία στο σύνολο των εδρών Βουλής και Γερουσίας. Αν η σχεδιαζόμενη συνταγματική μεταρρύθμιση δεν συγκεντρώσει πλειοψηφία δύο τρίτων στη Γερουσία, η αντιπολίτευση μπορεί να προκαλέσει δημοψήφισμα.

Διευκόλυνση επενδύσεων

Σε μια περίοδο που η οικονομία δείχνει να ανακάμπτει και πάλι μετά από χρόνια ύφεσης, οι εξαγωγές τονώνονται και η ανεργία κινείται πτωτικά, η συνταγματική μεταρρύθμιση του Ματέο Ρέντσι θα μπορούσε να αποτελέσει ορόσημο για την πρωθυπουργική του θητεία. Με αυτήν τη μεταρρύθμιση περνούν από την περιφέρεια στα χέρια της κεντρικής κυβέρνησης ορισμένες αρμοδιότητες στους τομείς των συγκοινωνιών, της ενέργειας και των υποδομών. Το στοιχείο αυτό αναμένεται να διευκολύνει τη διαδικασία έκδοσης αδειών για επενδυτικά έργα.

Επικριτές της μεταρρύθμισης που προωθεί η κυβέρνηση Ρέντσι, όπως ο αναλυτής Φραντσέσκο Γκαλιέτι, θεωρούν ότι με αυτόν τον τρόπο εξασθενεί το φεντεραλιστικό μοντέλο της Ιταλίας. Ο Ιταλός αναλυτής προειδοποιεί για υπερβολικά υψηλές προσδοκίες σε ό,τι αφορά τη συνταγματική μεταρρύθμιση και εφιστά την προσοχή σε έναν παράγοντα που καθιστά την ιταλική πολιτική τόσο απρόβλεπτη: τη συχνότατη αλλαγή κομμάτων από πλευράς των λαϊκών αντιπροσώπων. Είναι ενδεικτικό ότι κατά την τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο (από τον Μάρτιο του 2013) 147 βουλευτές από το σύνολο των 630 και 150 μέλη της Γερουσίας επί συνόλου 315 άλλαξαν κομματικό στρατόπεδο.

Facebook Comments