Αρκετοί προδιατυπωμένοι Γενικοί Όροι Συναλλαγών που εμπεριέχονται σε δανειακές συμβάσεις πιστωτικών ιδρυμάτων έχουν κατά καιρούς κριθεί από την Δικαιοσύνη ως παράνομοι λόγω καταχρηστικότητας. Ένας από τους σημαντικότερους, καθώς απαντάται στο σύνολο σχεδόν των κάθε είδους δανειακών συμβάσεων, είναι αυτός που προβλέπει μετακύλιση, κατά κανόνα μέσω του επιτοκίου, και συνεπώς και ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/75 και, μάλιστα, με βάση σειρά πρόσφατων δικαστικών αποφάσεων, επιδρά στην νομιμότητα του συνόλου της οφειλής.

Ειδικότερα, με την διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 1 ν. 128/1975, ορίζεται ότι επιβάλλεται εισφορά βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος…

Η εισφορά αυτή σήμερα ανέρχεται σε ποσοστό 0,60% για την Καταναλωτική και Επιχειρηματική Πίστη και σε ποσοστό 0,12% για την Στεγαστική Πίστη.

Από τον ν. 128/1975, υπό την ανωτέρω διατύπωση, ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό, ενώ σε κάθε περίπτωση μπορεί να ελεγχθεί με κριτήριο την αρχή της διαφάνειας, όταν επιβάλλεται κατά τρόπο κεκαλυμμένο.

Στην πραγματικότητα, η μετακύλιση της ανωτέρω εισφοράς συναντάται σχεδόν στο σύνολο των δανειακών συμβάσεων και, συνήθως, προστιθέμενη στο συμβατικό επιτόκιο, είτε αυτό συμφωνείται σταθερό είτε κυμαινόμενο.

Σε κάθε όμως περίπτωση, με τη μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/75 χωρεί εν συνεχεία εκτοκισμός και ανατοκισμός αυτής. Για ανατοκισμούς, όμως, φόρων ή οτιδήποτε άλλου εκτός νόμιμων τόκων, δεν προκύπτει κανένα νόμιμο δικαίωμα, ώστε η επιβάρυνση της οφειλής με τους ανατοκισμούς της εισφοράς να μπορεί να θεωρηθεί παράνομη.

Συγκεκριμένα, ενώ οι Τράπεζες δικαιούνται να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους επί καθυστερούμενων τόκων από την πρώτη ημέρα καθυστερήσεως (ανατοκισμός) με την στενή έννοια, δεν δικαιούνται παράλληλα να προβαίνουν σε αντίστοιχο ανατοκισμό επί προμηθειών, εξόδων και εισφορών που ενυπάρχουν στην σύμβαση.

Η ακυρότητα, όμως, των επιμέρους κονδυλίων, όπως έχει κριθεί με σημαντικές νομικές αποφάσεις επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαιτήσεως (ενδεικτικά μεταξύ άλλων Μονομελές Πρωτοδικείο Πρέβεζας 192/2015, Εφετείο Λαμίας 127/2007 και άλλες).

Γίνεται, λοιπόν, σαφές από τα ανωτέρω ότι η επιβάρυνση λογαριασμών που απορρέουν από τραπεζικές δανειακές συμβάσεις λόγω του επερχόμενου ανατοκισμού της εισφοράς του ν. 128/75 μέσω του αντίστοιχου καταχρηστικού Γενικού Όρου Συναλλαγών που περιλαμβάνεται στην Σύμβαση είναι ικανή να επιδράσει στην νομιμότητα όχι μόνο του κονδυλίου καθεαυτού, αλλά στο νόμιμο και εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, σε βαθμό που συντείνει στην ανάδειξη του ανωτέρω ζητήματος ως ισχυρού επιχειρήματος στην φαρέτρα των δανειοληπτών. 

Facebook Comments